Ο επί οκτώ χρόνια δραπέτης εντάχθηκε στη «most wanted» λίστα της Europol. «Υπήρξα καταζητούμενος πρώτης γραμμής. Ελπίζω να υπάρξει και συνέχεια», έγραψε κάποτε ο ίδιος.
«Ληστεία», φωνάζει ο Βασίλης Παλαιοκώστας την ώρα που αυτός και άλλοι δύο άνδρες εισβάλουν στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα.
Οι τρεις άνδρες φορούν κοστούμια, γυαλιά ηλίου και φέρουν αυτόματα όπλα. Εκτός από τον Βασίλη Παλαιοκώστα, στη ληστεία συμμετέχουν ο αδερφός του, Νίκος, καθώς και ο Κώστας Σαμαράς, γνωστός με το ψευδώνυμο «Καλλιτέχνης», που αποτέλεσε τον μέντορα του Βασίλη, του φτωχόπαιδου που επρόκειτο να γίνει ο πιο περιβόητος Έλληνας καταζητούμενος στην Ευρώπη.
Το σχέδιο της ληστείας έχει εκπονηθεί με λεπτομέρεια στους σκοτεινόχρωμους βράχους των Μετεώρων, στο μέρος όπου εδώ και αιώνες βρίσκουν καταφύγιο εριμήτες, μοχανοί, άγιοι, κλέφτες και ληστές, όσοι δηλαδή με κάποιο τρόπο απαρνιούνται τους κανόνες της εγκόσμιας ζωής. Εκεί, ο «Καλλιτέχνης», που πήρε το παρατσούκλι του από το γεγονός ότι είχε σπουδάσει καλλιτεχνικό σχέδιο, ζωγράφισε έναν χάρτη της πόλης σε ένα μπλοκ ζωγραφικής, πάνω στον οποίο χαράχτηκε όλη η επιχείρηση.
Το εγχείρημα είναι παράτολμο. Σε απόσταση μικρότερη από 500 μέτρα, βρίσκεται το τοπικό Αστυνομικό Τμήμα. Οι τρεις ληστές δεν πτοούνται, ίσως μάλιστα θέλουν να ταπεινώσουν τις Αρχές με μία ληστεία τόσο κοντά τους.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας ζητά από τον τραπεζικό υπάλληλο να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο. Εκείνος υπακούει. Πριν το κάνει, ωστόσο, πατά χωρίς να γίνει αντιληπτός το κουμπί πανικού για την κλήση της Αστυνομίας.
Το χρηματοκιβώτιο κρύβει πολύ περισσότερα μετρητά από όσα έχουν τολμήσει να φανταστούν οι ληστές – 150.000.000 δραχμές (περίπου 440.200 ευρώ).
O Bασίλης Παλαιοκώστας, νέος.
Ο Βασίλης ευχαριστεί τον Θεό και αρχίζει να γεμίζει την τσάντα με τις δεσμίδες των χαρτονομισμάτων. Οι δράστες έχουν φροντίσει εκ των προτέρων να μπλοκάρουν το μοναδικό περιπολικό του τοπικού Aστυνομικού Tμήματος ανάμεσα σε δύο δικά τους οχήματα, με αποτέλεσμα οι αστυνομικοί να φτάσουν στο σημείο με τα πόδια, μετά από αρκετή καθυστέρηση.
Τα αδέρφια Παλαιοκώστα έχουν διαφύγει πολλές φορές της σύλληψης και αυτό σκοπεύουν να κάνουν και τώρα. Μπαίνουν σε ένα κλεμμένο Audi και γρήγορα απομακρύνονται από τους αστυνομικούς που τους καταδιώκουν με τα πόδια. Κατευθύνονται προς τα βουνά της περιοχής, εκεί όπου είχαν μεγαλώσει με την οικογένειά τους. Ο Βασίλης αρχίζει να πετάει πεντοχίλιαρα από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Στους δρόμους επικρατεί χάος, αφού ξαφνικά πολλά εκατομμύρια δραχμές διασκορπίζονται στην άσφαλτο. Τα ΜΜΕ είπαν αργότερα ότι οι ληστές άφησαν πίσω τους περί τα 90 εκατομμύρια δραχμές (σχεδόν 265.000 ευρώ).
Οι τρεις σύντροφοι καταφέρνουν να ξεφύγουν. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας αναγκάζεται αργότερα να κλέψει το Nissan ενός ντόπιου. Λίγες ώρες αργότερα τού το επιστρέφει γυαλισμένο, αφήνοντας 150.000 δραχμές (σχεδόν 450 ευρώ) κάτω από το χαλί της εξώπορτας.
Μέσα σε τρία λεπτά, ο Βασίλης Παλαιοκώστας κατόρθωσε να κλέψει 125 εκατομμύρια δραχμές (σχεδόν 370.000 ευρώ) κάτω από τη μύτη της ΕΛ.ΑΣ. Αυτή παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας στην ελληνική ιστορία και μία από τις κορυφαίες στιγμές της εγκληματικής πορείας του Βασίλη Παλαιοκώστα, ένα από τα πολλά εγκλήματά του που τον καθιστούν σήμερα ένα από τα πρώτα ονόματα στη λίστα της Europol με τους πλέον καταζητούμενους Ευρωπαίους κακοποιούς.
Παλαιοκώστας, ένας από τους πιο περιβόητους κακοποιούς στην Ευρώπη
Στη λίστα αυτή προστέθηκε μόλις στα τέλη Μαΐου του 2017, καθώς φαίνεται πως η Ελληνική Αστυνομία αγννοούσε την ύπαρξη της εφαρμογής eumostwanted.eu, που ξεκίνησε να λειτουργεί τον Ιανουάριο του 2016, όπως αποκάλυψε πρόσφατα σε σύντομη συνέντευξη στην Καθημερινή, η εκπρόσωπος της Europol, Tine Hollevoet
O Βασίλης Παλαιοκώστας στη λίστα με τους πλέον καταζητούμενους κακοποιούς στην Ευρώπη, στη νέα ιστοσελίδα της Europol.
Το γεγονός ότι αποτελεί έναν από τους πιο περιβόητους κακοποιούς στην Ευρώπη φαίνεται τόσο από το ποσό με το οποίο είναι επικηρυγμένος -ένα εκατομμύριο ευρώ- όσο και από τη λίστα των εγκλημάτων για τα οποία διώκεται: ανθρωποκτονία, απόπειρα ανθρωποκτονίας, πλαστογραφία, απαγωγή, παράνομη κατακράτηση, πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, ένοπλη ληστεία, διακεκριμένη κλοπή, εκβιασμός, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.
Το φτωχόπαιδο της ελληνικής επαρχίας
Ο Βασίλης, ένας μικροκαμωμένος άνδρας ύψους μόλις ενός μέτρου και 65 εκατοστών, γεννιέται στις 17 Μαΐου του 1966, στο Μοσχόφυτο, ένα απομακρυσμένο και ορεινό χωριό των Τρικάλων. Μεγαλώνει στη σκληρή και φτωχή καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας, βοηθώντας τον βοσκό πατέρα του και έχοντας ως πρότυπο τον μεγάλο του αδερφό, τον Νίκο.
Το 1979, η οικογένεια Παλαιοκώστα μετακομίζει στα Τρίκαλα. Ο πρωτότοκος Νίκος, 19 ετών, μπαρκάρει για τα καράβια και ο Βασίλης, μόλις 13, πιάνει δουλειά σε ένα εργοστάσιο παραγωγής τυροκομικών προϊόντων. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, τα δύο αδέρφια πρέπει να βγουν στο μεροκάματο για να ενισχύσουν το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα.
Ο Βασίλης είναι αρκετά εσωστρεφής στην εφηβεία του. Είναι το παιδί που κάνει αυτό που πρέπει, χωρίς πολλές κουβέντες. Αυτό έκανε και στο εργοστάσιο για δύο χρόνια. Ωστόσο, ένα απόγευμα φεύγει από τη δουλειά και δεν γυρίζει ποτέ. Θεωρεί ότι το να εργάζεται ως μισθωτός αποτελεί καπιταλιστική εκμετάλλευση εκ μέρους των αφεντικών. Πιστεύει ότι η δουλειά στο εργοστάσιο ισούται με σκλαβιά για ένα ένα κομμάτι ψωμί.
Ένας «Ρομπέν των Δασών»
Η παραπάνω αντίληψη πρόκειται να καθορίσει τη ζωή του Βασίλη Παλαιοκώστα. Θα καλλιεργήσει -και ίσως τελικά ασπαστεί και ο ίδιος- τον μύθο «ενός κλέφτη που δεν είναι εγκληματίας», ενός ληστή που παίρνει από τους έχοντες για να δώσει σε όσους ζουν στην ένδεια.
Ο Παλαιοκώστας βλέπει τον εαυτό του -και θέλει κι οι άλλοι να τον βλέπουν- ως κάποιον που αποσπά εκατομμύρια από πλούσιους επιχειρηματίες και τράπεζες που εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους του μόχθου. Όπως έγραψε ο ίδιος σε μία ανοιχτή επιστολή του προς τα ΜΜΕ, «δεν το έχω στρέψει [το λιανοντούφεκο] ποτέ σε κορμί ανθρώπου, πόσο μάλλον στο μυαλό του». Ο Παλαιοκώστας μοίραζε μέρος της λείας του στους βιοπαλαιστές, στους αγρότες και στους άστεγους. Ο πατέρας του υποστήριξε κάποτε δημόσια ότι ο Βασίλης «έδωσε 100 χιλιάδες δραχμές σε μερικά ορφανά κορίτσια που τα χρειάζονταν για να παντρευτούν». Για κάποιους, ήταν ο Έλληνας Ρομπέν των Δασών.
Γι’ αυτό, όπως είπε ο ίδιος, «δεν βρέθηκε ένας καταδότης να με παραδώσει στα χέρια των διωκτών μου […] και συνάντησα ανθρώπους με μπέσα, λεβεντιά και αξιοπρέπεια. Ανθρώπους που μου άνοιξαν την πόρτα τους, μου παρείχαν κάλυψη και βοήθεια, χωρίς συχνά να λογαριάζουν το ρίσκο που και οι ίδιοι έπαιρναν. Ανθρώπους που με βοήθησαν σε δύσκολες στιγμές για μένα (όπως είναι οι αποδράσεις) με κίνδυνο τη ζωή τους, που απέδειξαν ότι σε αυτήν τη χώρα δεν υπάρχουν μονο υποταγμένοι, προσκυνημένοι, αλλά και πολλοί (τόσο πολλοί που έχω εκπλαγεί) που σέβονται τις παραδόσεις της τιμής και της αλληλεγγύης για τον κυνηγημένο. Ανθρώπους περήφανους που απεχθάνονται τον καταδοτισμό, τη δουλοπρέπεια και τον χωροφύλακα».
Η γάτα και το ποντίκι
Ο μύθος του υπερασπιστή των φτωχών αρχίζει να πλάθεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν ο Παλαιοκώστας αναπτύσσει την εγκληματική του δράση. Από το 1979 έως το 1986, αυτός και ο αδελφός του φέρονται να διαπράττουν 27 κλοπές και διαρρήξεις. Παρά την έντονη εγκληματική δραστηριότητα, το γεγονός ότι πολλοί προσφέρουν στέγη και προστασία στον Παλαιοκώστα έχει ως αποτέλεσμα στο να ξεκινήσει μεταξύ αυτού και της ΕΛ.ΑΣ. το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Ένα ποντίκι που απέδειξε ότι δύσκολα πέφτει στη φάκα.
Η πορεία του Παλαιοκώστα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη του αδελφού του. Τον Ιανουάριο του 1988, ο Nίκος συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές Τρικάλων. Η απόδρασή του γίνεται προσωπική υπόθεση του Βασίλη και πράγματι δεν περνά πολύς καιρός μέχρι την ημέρα που ο Νίκος αποδρά με τη βοήθεια του μικρότερου αδερφού του. Ο Βασίλης τού πετάει ένα σχοινί, με το οποίο αυτός σκαρφαλώνει στον τοίχο της φυλακής και βγαίνει έξω χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Τον Φεβρουάριο του 1990, ο Νίκος συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά. Ο Βασίλης καταστρώνει νέο σχέδιο απόδρασης. Ωστόσο, δεν προλαβαίνει να το υλοποιήσει, καθώς συλλαμβάνεται. Σύμφωνα με την Αστυνομία, το σχέδιο προέβλεπε έφοδο στις φυλακές με αυτοκίνητο με αυτοσχέδια θωράκιση. Τελικά, ο Nίκος Παλαιοκώστας μεταφέρεται στον Kορυδαλλό, απ’ όπου θα δραπετεύσει λίγους μήνες αργότερα, στη διάρκεια εξέγερσης των κρατουμένων. Mε τον αδελφό του θα συναντηθεί ξανά τον Iανουάριο του 1991, όταν ο τελευταίος θα καταφέρει να αποδράσει από τις φυλακές Xαλκίδας, χρησιμοποιώντας σεντόνια για να σκαρφαλώσει στον τοίχο της φυλακής.
Γρήγορα οι αδελφοί Παλαιοκώστα δείχνουν ότι έχουν μία μοναδική ικανότητα να διαφεύγουν από τις Αρχές, καθώς και να δραπετεύουν τις λίγες φορές που πέφτουν στα χέρια τους. Τα επόμενα χρόνια, η ΕΛ.ΑΣ. εντοπίζει τους δύο εγκληματίες σε διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας -την Kέρκυρα, τα Iωάννινα, την Kαρδίτσα, την Πάτρα-, όμως εκείνοι καταφέρνουν πάντα να διαφύγουν.
Το ανελέητο μεν, αποτυχημένο δε, ανθρωποκυνηγητό της Αστυνομίας είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν διάφορες φήμες σχετικά με τη διαφυγή των αδερφών Παλαιοκώστα στο εξωτερικό. Δύο πληροφορίες ελέγχθηκαν ως περισσότερο αξιόπιστες: η πρώτη τούς ήθελε να έχουν διαφύγει στην Oλλανδία, η οποία ωστόσο ποτέ δεν επαληθεύθηκε. H δεύτερη έκανε λόγο για επένδυση των χρημάτων που είχαν αποκομίσει από την εγκληματική τους δράση σε τυροκομείο στη Bουλγαρία. Oύτε αυτή επιβεβαιώθηκε, αν και ελέγχθηκε εξονυχιστικά από κλιμάκιο αστυνομικών που μετέβη στη γειτονική χώρα. Θεωρείται βέβαιο ότι κάποια στιγμή αναζήτησαν την τύχη τους στο εξωτερικό, όμως δεν κατάφεραν να ενταχθούν στην εκεί παρανομία.
«Μου φέρθηκαν ανθρώπινα»
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Βασίλης Παλαιοκώστας σχεδιάζει μία από τις πιο καλά οργανωμένες απαγωγές στα ποινικά χρονικά.
Το πρωί της της 15ης Δεκεμβρίου 1995, λίγο μετά τις οκτώ, ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου, ένας από τους σημαντικότερος επιχειρηματίες της βόρειας Ελλάδας και παραγωγός του «Μακεδονικού Χαλβά», βγαίνει από την πολυτελή βίλα του στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης. Κατά τη μετάβαση στο γραφείο του, οι αδελφοί Παλαιοκώστα τον ακινητοποιούν και τον αναγκάζουν να μπει στο τζιπ τους. Τον απαγάγουν και ζητούν από την οικογένειά του πάνω από 260 εκατομμύρια δραχμές (σχεδόν 765 χιλιάδες ευρώ)για να τον ελευθερώσουν. Η ομηρία κρατά 80 ώρες, κατά τις οποίες ο επιχειρηματίας παραμένει σε ένα αυτοκίνητο που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, για να μην εντοπιστεί ποτέ από τις Αρχές. Τελικά, ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου αφήνεται ελεύθερος στα ΚΤΕΛ της Καρδίτσας, αφού ο αδελφός του θύματος, Κώστας Χαΐτογλου, άφησε σε ερημική τοποθεσία της Φθιώτιδας τα λύτρα. Ο ίδιος ο επιχειρηματίας ανέφερε μετά την απελευθέρωσή του:
«Ήταν μία απαγωγή που είχαν σκεφτεί αρκετά. Μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν ανθρώπινα πάνω απ’ όλα και είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για ανθρώπους ενήμερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα και μάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο σαν άνθρωποι γενικά».
Το μέγεθος της απαγωγής Χαΐτογλου ήταν τέτοιο που η ΕΛ.ΑΣ. επικήρυξε τον Βασίλη Παλαιοκώστα με το υπέρογκο χρηματικό ποσό των 250 εκατομμυρίων δραχμών, χαρακτηρίζοντας αυτόν και τον αδερφό του «αδίστακτους επαγγελματίες, που διαπράττουν οργανωμένα εγκλήματα με τρόπο ανεπανάληπτο στη χώρα». Παρά το υψηλό προσφερόμενο χρηματικό ποσό, ο Βασίλης Παλαιοκώστας δεν συλλαμβάνεται για πάνω από τρία χρόνια.
Η κινηματογραφική απόδραση Vol 1
Όλο αυτό το διάστημα ο Παλαιοκώστας ζει ως καταζητούμενος. Αυτό που καμιά φορά του κάνει κέφι είναι να πηγαίνει βόλτες με κλεμμένα αυτοκίνητα. Μία από αυτές τις βόλτες ήταν μοιραία. Το Δεκέμβριο του 1999, βρισκόμενος υπό την επήρεια ουσιών, ο Παλαιοκώστας έχει ένα τροχαίο ατύχημα, με αποτέλεσμα την εκτροπή του αυτοκινήτου σε αρδευτικό κανάλι και τον τραυματισμό του. Ο ίδιος φέρεται να είπε στους περαστικούς: «Μην τους πείτε ποιος είμαι, είμαι ο Βασίλης Παλαιοκώστας». Επιχείρησε να διαφύγει μετά το ατύχημα με το όχημα διερχόμενου οδηγού που σταμάτησε να δει τι συμβαίνει, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Στο αυτοκίνητό του βρέθηκαν δύο πιστόλια, δύο χειροβομβίδες, ένα καλάσνικοφ, ένα οπλοπολυβόλο, δύο ασύρματοι και χρήματα.
Ο Παλαιοκώστας καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης 25 ετών για την απαγωγή Xαΐτογλου και εγκαθίσταται στις φυλακές Κέρκυρας, όπου οι Αρχές σύντομα ανακαλύπτουν στα προσωπικά του αντικείμενα ένα λεπτομερές σχέδιο απόδρασης. Έτσι μεταφέρεται στις φυλακές υψηλής ασφαλείας του Κορυδαλλού. Εκεί γνωρίζει τον Aλβανό κακοποιοό Alket Rizai και μαζί του, μέσα σε 20 μέρες, οργανώνουν σχέδιο απόδρασης, το οποίο ωστόσο αποκαλύπτεται.
Όμως, οι Παλαιοκώστας και Rizai δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.
H μεγάλη μέρα για τους δύο κακοποιούς είναι η 4η Ιουνίου του 2006. Λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, ο Βασίλης Καρίκης -που δεν έχει καμία σχέση με τον Παλαιοκώστα- απογειώνει το ελικόπτερό του πάνω από την Αθήνα. Ο πρώην πιλότος της πολεμικής αεροπορίας κάνει συχνά πτήσεις πάνω από την πόλη, προσφέροντας ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής σε όσους θέλουν να δουν την πρωτεύουσα από ψηλά. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα, οι πελάτες τού έδωσαν να καταλάβει ότι δεν τους ενδιέφερε πώς δείχνει η πόλη από ψηλά.
Πέντε λεπτά μετά την απογείωση, ένας από τους δύο επιβάτες βάζει ένα όπλο στο λαιμό του Καρίκη. Λέει ότι το όνομά του είναι Νίκος Παλαιοκώστας και πως θέλει να σώσει τον αδελφό του, που παραμένει εδώ και 2.358 ημέρες στη φυλακή.
Μέσα σε δέκα λεπτά, το ελικόπτερο βρίσκεται πάνω από τις φυλακές Κορυδαλλού. Επιβραδύνει και σιγά-σιγά ακουμπά στο έδαφος, σηκώνοντας γύρω του ένα σύννεφο σκόνης.
«Έχουν χειροβομβίδες, έχουν εκρηκτικά!», λέει ο πιλότος και ένας φύλακας φωνάζει: «Απόδραση, απόδραση!».
Όμως, είναι πια αργά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, οι Παλαιοκώστας και Rizai έχουν ανέβει στο ελικόπτερο που αμέσως απογειώνεται. Οι αστυνομικοί δεν πυροβολούν, αφού το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι η πτώση ενός ελικοπτέρου στις φυλακές ή τον πυκνοκατοικημένο Κορυδαλλό. Μετά από λίγα λεπτά, οι τρεις παλιοί σύντροφοι προσγειώνονται σε ένα ήσυχο νεκροταφείο στο Σχιστό.
«Τα καταφέραμε», φωνάζει ο Βασίλης στον αδερφό του. Έδωσε στον πιλότο ένα κομπολόι για να καλμάρει τα τεταμένα νεύρα του και γύρισε τη μίζα της κλεμμένης μηχανής του.
Ήταν ελεύθερος ξανά.
«Πάχυνες»
Ο Alket Rizai και ο Νίκος Παλαιοκώστας σύντομα συλλαμβάνονται και πάλι. Όμως, ο Βασίλης παραμένει ασύλληπτος και σύντομα σχεδιάζει το νέο του μεγάλο χτύπημα. Τα μεσάνυχτα της 9ης Ιουνίου του 2008, απαγάγεται στη Θεσσαλονίκη ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, Γιώργος Μυλωνάς. Το ποσό των ζητούμενων λύτρων ξεκινά από τα 30 εκατομμύρια ευρώ, για να καταλήξει στα 12. Αργότερα, το θύμα θα πει ότι «ήταν ευγενικοί μαζί μου και μου συμπεριφέρθηκαν καλά». Κάθε πρωί, οι απαγωγείς τού έφερναν να διαβάσει εφημερίδα.
Παλαιοκώστας και Μυλωνάς συναντήθηκαν στην Ασφάλεια, μετά τη σύλληψη του πρώτου ως αρχιτέκτονα της απαγωγής. «Μη μου κρατάς κακία, εγώ τη δουλειά μου έκανα», είπε ο Παλαιοκώστας όταν είδε τον επιχειρηματία, προσθέτοντας, «πάχυνες». Ο Γιώργος Μυλωνάς περιέγραψε στην ΕΛ.ΑΣ. τον Παλαιοκώστα ως έναν πολύ έξυπνο άνθρωπο, με οργανωτικό μυαλό. «Έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του και είναι μάλλον άνω του μετρίου επιπέδου». Όταν ρωτήθηκε αν θα τον έπαιρνε ως εργαζόμενο στη βιομηχανία του, την ALUMIL, απάντησε χωρίς περιστροφές: «Ναι, αν έβρισκα μια ασφαλή θέση».
Αυτήν τη φορά, o Παλαιοκώστας πιάστηκε από τις Αρχές, όταν τον εντόπισαν στο σπίτι όπου είχε μείνει ο Μυλωνάς κατά τη διάρκεια της απαγωγής του. Την ώρα που ετοιμαζόταν να βάλει ένα ποτό και να δει ταινία, η Αστυνομία έκανε έφοδο και τον συνέλαβε. Το ημερολόγιο έγραφε 2 Αυγούστου 2008 και ο Παλαιοκώστας μετρούσε 791 ημέρες ασύλληπτος.
Μετά από έρευνες, στο σπίτι βρέθηκε μία κόπια της ταινίας Ransom (Απαγωγή) και το Heat του Al Pacino, ένα νεονουάρ αστυνομικό θρίλερ που βασιζόταν εν μέρει στην αληθινή ιστορία ενός αστυνομικού και της εμμονής του να συλλάβει έναν ιδιοφυή ληστή.
Ο Παλαιοκώστας επέστρεψε στον Κορυδαλλό. «Έπαιξα και έχασα. Η Αστυνομία κέρδισε», είπε αργότερα στο δικαστήριο ο Παλαιοκώστας.
Όμως, όχι για πολύ.
Η κινηματογραφική απόδραση Vol 2
Η αντίστροφη μέτρηση για τη νέα απόδραση ξεκίνησε από ένα ρολόι χειρός που έδωσε κρυφά η Σούλα Μητροπία στο σύντροφό της, Alket Rizai, την ώρα που τον αγκάλιασε κατά τη διάρκεια μιας από τις δίκες του Αλβανού κακοποιού. Το εν λόγω ρολόι, εκτός από ρολόι, ήταν και κινητό.
Στις τρεις το μεσημέρι της Κυριακής, 22 Φεβρουαρίου του 2009, η Μητροπία καλεί τον Rizai. Η ώρα είχε φτάσει. Στις τέσσερις παρά τέταρτο, την ώρα που οι φυλακισμένοι ετοιμάζονται να αφήσουν τον προαύλιο χώρο για να γυρίσουν στα κελιά τους, ακούγεται από μακριά ο ήχος του έλικα ενός ελικοπτέρου, που γίνεται όλο και πιο δυνατός και ενοχλητικός.
Τον έλεγχο του ελικοπτέρου είχε πάρει αυτήν τη φορά όχι ο Νίκος Παλαιοκώστας, αλλά μία κομψή γυναίκα που συστήθηκε στον πιλότο ως «κυρία Alexandrova». Παρά την αρχική της ευγένεια, λίγο μετά την απογείωση βγάζει από την τσάντα της μία χειροβομβίδα. «Θα πάμε να πάρουμε τα παιδιά. Στις φυλακές του Κορυδαλλού ή πέθανες», λέει στον πιλότο.
H αντίδραση των ΜΜΕ στη δεύτερη απόδραση Παλαιοκώστα με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού
Πολλοί υποστήριξαν ότι αυτή η γυναίκαν ήταν η Μητροπία, αν και εκείνη έχει αρνηθεί κάτι τέτοιο. Την ώρα που Παλαιοκώστας και Rizai είναι έτοιμοι να πιάσουν το σχοινί για να ανέβουν στο ελικόπτερο, ένας φύλακας προσπαθεί να τους εμποδίσει. Τότε ο Rizai βγάζει ένα ακονισμένο σουβλάκι και του λέει: «Κάνε πίσω, αλλιώς σε κάρφωσα». Η ταπείνωση της πρώτης απόδρασης κάνει τους φύλακες να βγάλουν και να ζεστάνουν τα MP5 όπλα τους, χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να σταματήσουν την απόδραση.
«Τα καταφέραμε και πάλι», φώναξε ο Παλαιοκώστας. «Αν και μας πυροβόλησαν, εμείς δεν πυροβολήσαμε κανέναν».
Το βίντεο της απόδρασης Παλαικώστα και Rizai
Από εκείνη την ημέρα, ο Βασίλης Παλαιοκώστας παραμένει ασύλληπτος.
Μία ληστεία σύντομα θα τον επαναφέρει στη μνήμη των αστυνομικών Αρχών. Στις 31 Μαρτίου 2009, τρία λεπτά μετά τις δύο το μεσημέρι, τρεις ληστές -δύο άνδρες και μία γυναίκα- κάνουν ένοπλη έφοδο σε τράπεζα των Τρικάλων. «Ληστεία. Ψηλά τα χέρια!», φωνάζουν και γρήγορα καταφέρνουν να αποσπάσουν 250.000 ευρώ, διαφεύγοντας με τρεις κλεμμένες μηχανές. Ο Τύπος γράφει τότε ότι η Αστυνομία έχει βάσιμες υποψίες πως οι ληστές ήταν ο Βασίλης Παλαιοκώστας, ο Alket Rizai και μία συνεργός τους, η «ξανθιά Lara Croft». Λίγο αργότερα, οι Αρχές φτάνουν στη σύλληψη του Rizai και της Μητροπίας, η οποία καταδικάστηκε για την αεροπειρατία του ελικοπτέρου και κατηγορήθηκε για συμμετοχή στη ληστεία.
Η Σούλα Μητροπία αρνείται ότι ήταν στο ελικόπτερο της απόδρασης Παλαιοκώστα-Rizai
Στις 24 Ιουνίου 2010, ο 52χρονος Αστυνομικός Διευθυντής Γιώργος Βασιλάκης, υπασπιστής του Υπουργού Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ανοίγει έναν φάκελο-βόμβα στον έβδομο όροφο του κτηρίου της Λεωφόρου Κατεχάκη. Ο φάκελος εκρήγνυται και ο αστυνομικός χάνει τη ζωή του. Λίγους μήνες αργότερα, η Αστυνομία λέει ότι πάνω στον φάκελο βρέθηκε παλαμικό αποτύπωμα του Βασίλη Παλαιοκώστα, σαν αυτό που είχε ο ίδιος εσκεμμένα αφήσει ως υπογραφή σε ανοιχτή του επιστολή προς τα ΜΜΕ (αυτό το περιστατικό, περιέργως, απουσιάζει από το βιογραφικό του στη Europol).
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας είναι πλέον 51 ετών. Σήμερα τον αναζητούν τόσο η Αντιτρομοκρατική, όσο και η Europol. Το αν θα δράσει ξανά, παραμένει άγνωστο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ίδιος έχει γράψει: «Σε διάφορες φάσεις της ζωής μου υπήρξα καταζητούμενος πρώτης γραμμής […] Ελπίζω να υπάρξει και συνέχεια».
[vice]