Ποια η νέα υπόθεση αχαριστίας στον Άρειο Πάγο που συγκλονίζει;
Γιατί ο θείος ανακάλεσε τη δωρεά μονοκατοικίας προς την ανιψιά του;
Τον πέταξε έξω από το σπίτι και τον μάζεψε ο καφετζής της πόλης που του έδωσε μια γκαρσονιέρα για να μένει.
Η αχαριστία, όπως φαίνεται και από τις αποφάσεις των δικαστηρίων, αρχίζει να περνάει στο DNA του Ελληνα, καθώς ολοένα περισσότερες υποθέσεις απασχολούν τους δικαστές του Αρείου Πάγου.
Ετσι, λόγω αχαριστίας οι αρεοπαγίτες ανακάλεσαν δωρεά μονοκατοικίας που είχε γίνει από θείο προς ανιψιά. Η τελευταία, όμως, αντί να τον φροντίζει, όπως είχε υποσχεθεί και δεσμευτεί, τον άφησε σε γηροκομείο, αφού προηγουμένως του πήρε τα κλειδιά του σπιτιού και το βιβλιάριο καταθέσεων τραπέζης. Υπό αυτές τις συνθήκες ο θείος, απεγνωσμένος, αδυνατισμένος και καταβεβλημένος έφυγε νύχτα από το γηροκομείο και επέστρεψε στην πόλη όπου ήταν το σπίτι του, στο οποίο δεν μπορούσε όμως να μπει, καθώς δεν είχε τα κλειδιά. Ετσι, τον φιλοξένησε ο ιδιοκτήτης του τοπικού καφενείου.
Η σύζυγός του πριν πεθάνει του είχε πει, επειδή δεν είχαν παιδιά, τη μονοκατοικία που είχαν στη βορειοανατολική Ελλάδα να τη γράψει στην ανιψιά της. Πράγματι, μετά τον θάνατο της γυναίκας του υλοποίησε την επιθυμία της. Με συμβολαιογραφική πράξη «εις εκδήλωσιν αγάπης και στοργής και διά την έναντί του επιδεικνυομένην αγάπην και αφοσίωσιν», μεταβίβασε με δωρεά το μοναδικό σπίτι που είχε (την ψιλή κυριότητα) παρακρατώντας για όσο είναι εν ζωή την επικαρπία, υπό την προϋπόθεση, την οποία δεν έθεσε όμως ως όρο στο συμβόλαιο, ότι η ανιψιά μέχρι τον θάνατο του θα τον φρόντιζε και θα τον περιέθαλπε.
Αρχικά μετά το θάνατο της συζύγου του ο δωρητής ζούσε μόνος και «ένιωθε ανασφάλεια ως προς την περαιτέρω επιβίωσή του, την οποία είχε καταστήσει εντονότερη η μοναχική διαβίωσή του». Κι αυτό γιατί η ανιψιά διέμενε στη Γερμανία. Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο της θείας της, όμως, η ανιψιά επέστρεψε στην πατρίδα της, με τον θείο να πιστεύει αρχικά ότι αυτό έγινε για «να του προσφέρει προστασία και φροντίδα, όπως ο ίδιος προσδοκούσε».
Ωστόσο, η ανιψιά «προφασιζόμενη τη μη ανεύρεση εργασίας στην πόλη της, αποφάσισε να μετοικήσει στην Αλεξανδρούπολη», υποσχόμενη στον θείο της ότι «σύντομα θα προβεί στη μίσθωση κατοικίας, όπου θα εγκατασταθούν μαζί».
Αντί όμως να τηρήσει αυτή την υπόσχεσή, έφερε μεν τον θείο στην ακριτική Αλεξανδρούπολη, αλλά τον έβαλε σε γηροκομείο, όπου το πρώτο διάστημα τον επισκεπτόταν. Ωστόσο, εκείνος «επειδή περνούσε ο καιρός και δεν είχε προβεί σε αναζήτηση κατοικίας η ανιψιά είχε αρχίσει να δυσανασχετήσει με τη συμπεριφορά της». Απογοητευμένος πλέον, «εμφανώς καταβεβλημένος, αδυνατισμένος και με επιβαρυμένη την υγεία του», 4 μήνες μετά την εισαγωγή του στο γηροκομείο έφυγε ξαφνικά για την κοντινή πόλη όπου βρισκόταν το σπίτι του.
Εκεί, όμως, τον περίμενε μια άλλη αρνητική περιπέτεια. Οταν έφτασε στην περιοχή που ήταν το σπίτι του πήγε στο καφενείο «και παρέμεινε μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας». Οταν, λοιπόν, ο σύζυγος της ιδιοκτήτριας του καφενείου τον πλησίασε για να του πει ότι πρόκειται να κλείσει, λόγω του προχωρημένου της ώρας, εκείνος του απάντησε ότι «δεν είχε τα κλειδιά της οικίας του, ούτε χρήματα, ούτε το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας, ούτε το βιβλιάριο ασθενείας ή καταθέσεών του».
Προ αυτού του αδιεξόδου, οι ιδιοκτήτες του καφενείου τον οδήγησαν σε μια ισόγεια γκαρσονιέρα που είχαν και του την παραχώρησαν για να μένει.
Η ανιψιά ενημερώθηκε για τα συμβάντα από την τοπική Εισαγγελία Πρωτοδικών και την Αστυνομική Διεύθυνση, οι οποίες την κάλεσαν να παραδώσει τα κλειδιά και τα βιβλιάρια ασθενείας και καταθέσεων. Πράγματι τα παρέδωσε, ωστόσο «δεν επισκέφθηκε τον δωρητή της ούτε ενδιαφέρθηκε για την υγεία ή την τύχη του».
Ο θείος είχε ήδη ξεκινήσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας (εγκεφαλοπάθεια, αρτηριακή υπέρταση, χρόνια κολπική μαρμαρυγή, βαρεία καρδιακή ανεπάρκεια, αποφρακτική πνευμονοπάθεια κ.λπ.).
Ετσι, επικαλούμενος τον εγκλεισμό του στο γηροκομείο, την «παράνομη παρακράτηση» των κλειδιών της οικίας του, της αστυνομικής του ταυτότητας και των βιβλιαρίων ασθενείας και καταθέσεων προέβη σε ανάκλησή της δωρεάς προς την ανιψιά, επικαλούμενος το άρθρο 505 του Αστικού Κώδικα που προβλέπει ότι «ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή, στον σύζυγο ή σε στενό συγγενή του κ.λπ.».
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης έκανε δεκτό το αίτημά του και υποχρέωσε την ανιψιά «να επαναμεταβιβάσει το δωρηθέν ακίνητο στον θείο» λόγω «του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας της έναντι του δωρητή της».
Οι αρεοπαγίτες απέρριψαν ομόφωνα ως αβάσιμη την αίτηση της ανιψιάς που ζητούσε να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση.
Το Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου επισημαίνει ότι οι ισχυρισμοί της ανιψιάς ότι απομακρύνθηκε από τον θείο της «λόγω της σχέσης που αυτός είχε συνάψει με αλλοδαπή υπήκοο δεν κρίνονται ικανοί να πείσουν το παρόν δικαστήριο για την αλήθειά τους», αλλά ούτε δέχθηκε ότι η ανάκλαση της δωρεάς υποκινήθηκε από άλλα συγγενικά πρόσωπα.