Πιστεύετε, ότι με κάποιον τρόπο, κάπου είναι γραφτό ο καθένας μας να ζήσει έναν μεγάλο έρωτα; Κάποιο μπορεί να βρήκαν τον έρωτα της ζωής τους από νωρίς και να πέρασαν μαζί το υπόλοιπο της ζωής τους. Κάποιοι άλλοι ίσως δεν ήταν τόσο τυχεροί και συμβιβάστηκαν με κάτι λιγότερο ή δεν παντρεύτηκαν καθόλου. Ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να γνώρισαν τον έρωτα της ζωής τους και μετά από λίγο να χωρίστηκαν οι δρόμοι τους.
Μερικές φορές, η τύχη και η μοίρα παίζουν τέτοια παιχνίδια, ώστε να ξαναβρούμε την μεγάλη μας αγάπη με την παρέμβαση άλλων ανθρώπων, ακριβώς όπως η ιστορία αυτών των δυο ανθρώπων, που έχασαν ο ένας τον άλλον και βρέθηκαν ξανά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Οι δυο παλιοί εραστές ξαναβρέθηκαν μετά από 60 χρόνια, εξαιτίας ενός χαμένου πορτοφολιού.
“Καθώς περπατούσα σπίτι μια παγωμένη μέρα, έπεσα πάνω σε ένα πορτοφόλι που κάποιος είχε χάσει στον δρόμο. Το σήκωσα και κοίταξα μέσα, μήπως υπήρχε κάποια στοιχείο για τον ιδιοκτήτη, αλλά το πορτοφόλι περιείχε μόνο 3 δολάρια και ένα τσαλακωμένο γράμμα, που έμοιαζε να είναι εκεί για χρόνια.
Ο φάκελος ήταν φθαρμένος και το μόνο πράγμα που ήταν ευανάγνωστο ήταν η διεύθυνση του αποστολέα. Άνοιξα την επιστολή με την ελπίδα να βρω κάποιο στοιχείο. Τότε, είδα την ημερομηνία- 1924. Η επιστολή είχε γραφτεί σχεδόν εξήντα χρόνια πριν.
Ήταν γραμμένο με έναν όμορφο γυναικείο γραφικό χαρακτήρα και είχε ένα λουλούδι στην αριστερή γωνία. Ο παραλήπτης λεγόταν Michael και η γυναίκα του έλεγε, ότι δεν μπορούσε να τον ξαναδεί, γιατί η μητέρα της το απαγόρευε. Αλλά, ακόμα και έτσι του έλεγε, ότι θα τον αγαπάει για πάντα. Η γυναίκα λεγόταν Hannah. Ήταν ένα υπέροχο γράμμα, αλλά εκτός από το όνομα του παραλήπτη δεν υπήρχε κανένα άλλο στοιχεία για τον παραλήπτη. Ίσως, αν τηλεφωνούσα στις πληροφορίες, θα μπορούσαν να μου δώσουν το τηλέφωνο για την διεύθυνση στον φάκελο.”
“Γεια σας, έχω ένα ασυνήθιστο αίτημα. Προσπαθώ να βρω τον ιδιοκτήτη ενός πορτοφολιού που βρήκα στον δρόμο. Υπάρχει περίπτωση να μου πείτε, αν υπάρχει αριθμός τηλεφώνου για μια διεύθυνση, που ήταν σε έναν φάκελο στο πορτοφόλι;”
Η υπάλληλος μου συνέστησε να μιλήσω με τον προϊστάμενό της, ο οποίος δίστασε για μια στιγμή, στη συνέχεια είπε: “Υπάρχει ένας αριθμός τηλεφώνου, που αντιστοιχεί σε αυτή την διεύθυνση, αλλά δεν μπορώ να σας τον δώσω. Μου πρότεινε να τηλεφωνήσει η ίδια σε αυτόν τον αριθμό, να τους πει την ιστορία και να αποφασίσουν οι ίδιοι αν θέλουν να επικοινωνήσουν μαζί μου. Αφού περίμενα για λίγο στην γραμμή, η προϊσταμένη μου είπε: “Έχω κάποιον που θέλει να σας μιλήσει.”
Ρώτησαν την γυναίκα στην άλλη μεριά της γραμμής, αν γνωρίζει κάποια γυναίκα με το όνομα Hannah. Λαχάνιασε. “Αγοράσαμε αυτό το σπίτι από μια οικογένεια, που είχε μια κόρη που την έλεγαν Hannah. Αλλά αυτό έγινε πριν από 30 χρόνια.” “Μήπως, γνωρίζετε που βρίσκετε αυτή η οικογένεια τώρα”, ρώτησα.
“Θυμάμαι, ότι η Hannah έπρεπε να βάλει την μητέρα της σε ένα γηροκομείο πριν από μερικά χρόνια. Ίσως, αν επικοινωνήσετε μαζί τους, μπορεί να σας πουν που βρίσκεται η Hannah”, είπε η γυναίκα. Μου έδωσε το όνομα του γηροκομείου και κάλεσα τον αριθμό. Μου είπαν, ότι η ηλικιωμένη γυναίκα είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια, αλλά είχαν έναν αριθμό τηλεφώνου για το που πίστευαν, ότι ζούσε η κόρη. Τους ευχαρίστησα και μετά τηλεφώνησα στον αριθμό που μου έδωσαν. Η γυναίκα που απάντησε το τηλέφωνο μου εξήγησε, ότι η ίδια η Hannah ζει τώρα σε γηροκομείο.
Αναρωτιόμουν, αν όλο αυτό το πράγμα είχε κάποιο νόημα. Γιατί έκανα τόσο μεγάλο κόπο για βρω τον ιδιοκτήτη του πορτοφολιού που είχε μέσα μόνο 3 δολάρια και ένα γράμμα περίπου 60 ετών; Παρόλα αυτά τηλεφώνησα στο γηροκομείο που ζούσε η Hannah και μου είπα, ότι ήταν εκεί μαζί τους.
Αν και ήταν ήδη 10 το βράδυ, ρώτησα αν μπορούσα να περάσω να την δω. “Αν θέλετε να την δείτε”, μου είπε, “ίσως έχετε την ευκαιρία να την βρείτε στην αίθουσα τηλεόρασης.” Τον ευχαρίστησα και πήγα στο γηροκομείο. Η νυχτερινή νοσοκόμα και ο φύλακας με χαιρέτησαν στην πόρτα και πήγαμε στον τρίτο όροφο, που βρισκόταν η αίθουσα τηλεόρασης, όπου η νοσοκόμα με σύστησε στην Hannah.
Ήταν μια γλυκιά γυναίκα με λευκά μαλλιά και μια λάμψη στα μάτια της. Της είπα για το χαμένο πορτοφόλι που βρήκα και της έδειξα το γράμμα. Μόλις, αναγνώρισε το γράμμα πήρε μια βαθιά ανάσα και μου είπε: ” Νεαρέ μου, αυτή ήταν η τελευταία επαφή που είχα ποτέ με τον Michael.”
Κοίταξε μακριά για μια στιγμή και στην συνέχεια είπε σιγανά: “Τον αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά τότε ήμουν μόλις 16 ετών και η μητέρα μου πίστευε, ότι ήμουν πολύ νέα. Ήταν τόσο όμορφος. Έμοιαζε με τον Σον Κόνερι, τον ηθοποιό.”
“Ο Michael Goldstein ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Αν τον βρεις, πες του ότι τον σκέφτομαι συχνά και..”, δίστασε για λίγο, “πες του ότι ακόμα τον αγαπώ. Δεν παντρεύτηκα ποτέ. Υποθέτω, ότι κανείς δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Michael”, είπε χαμογελώντας, καθώς άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια της.
Ευχαρίστησα την Hannah και έφυγα. Πήρα το ασανσέρ για το ισόγειο και καθώς στεκόμουν στην πόρτα, ο φύλακας με ρώτησε:“Σας βοήθησε η ηλικιωμένη κυρία;” Του είπα, ότι μου έδωσε κάποια στοιχεία. “Τουλάχιστον, τώρα ξέρω το επώνυμό του, αλλά νομίζω, ότι θα το αφήσω για λίγο καιρό. Ξόδεψα σχεδόν ολόκληρη την μέρα, προσπαθώντας να βρω τον ιδιοκτήτη του πορτοφολιού.’
Έβγαλα έξω το πορτοφόλι, το οποίο ήταν ένα απλό καφέ δερμάτινο πορτοφόλι με κόκκινο δέσιμο στο πλάι. Όταν ο φρουρός το είδε, είπε: “Μισό λεπτό! Αυτό το πορτοφόλι είναι του κύριου Goldstein. Θα αναγνώριζα παντού το κόκκινο δέσιμο στο πλάι. Πρέπει να το έχω βρει στις αίθουσες πάνω από τρεις φορές.”
“Ποιος είναι ο κύριος Goldstein”, είπα, καθώς τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. “Είναι ένας από τους πιο παλιούς ενοίκους στον 8ο όροφο. Αυτό είναι το πορτοφόλι του σίγουρα. Πρέπει να το έχασε σε κάποια από τις βόλτες του.” Ευχαρίστησα τον φύλακα και έτρεξα στο γραφείο της νοσοκόμας. Της είπα αυτά που μου είπε ο φύλακας και πήραμε το ασανσέρ για τον 8ο όροφο. Προσευχόμουν ο κύριος Goldstein να είναι πάνω.
Όταν φτάσαμε στον 8ο όροφο, η νοσοκόμα μου είπε: “Νομίζω, ότι είναι ακόμα στην αίθουσα αναψυχής. Του αρέσει να διαβάζει τα βράδια. Είναι ένας αξιαγάπητος ηλικιωμένος άντρας.” Πήγαμε στο δωμάτιο και είδαμε, ότι ακόμα διάβαζε το βιβλίο του. Η νοσοκόμα πήγε κοντά του και τον ρώτησε, αν είχε χάσει το πορτοφόλι του. Ο κύριος Goldstein έψαξε στην τσέπη του και συνειδητοποίησε, ότι είχε χάσει το πορτοφόλι του. “Αυτός ο ευγενικός άντρας βρήκε ένα πορτοφόλι και αναρωτιόμασταν, αν είναι δικό σας.”
Έδωσα στον κύριο Goldstein το πορτοφόλι και μόλις το είδε, χαμογέλασε και είπε: “Ναι αυτό είναι. Πρέπει να μου έπεσε σήμερα το μεσημέρι. Θέλω να σου δώσω μια ανταμοιβή.” “Δεν χρειάζεται”, του είπα, “αλλά έχω και κάτι ακόμα να σας πω. Διάβασα το γράμμα μέσα στο πορτοφόλι, ελπίζοντας να μάθω τον ιδιοκτήτη.”
Το χαμόγελο στο πρόσωπό του εξαφανίστηκε ξαφνικά: “Διάβασες το γράμμα;”
“Όχι μόνο διάβασα το γράμμα, αλλά νομίζω, ότι ξέρω που είναι η Hannah.”
Χλόμιασε. “Η Hannah; Ξέρεις που είναι; Πως είναι; Είναι τόσο όμορφη όσο τότε; Σε παρακαλώ, πες μου.”
“Είναι καλά και είναι τόσο όμορφη όσο ήταν και τότε”, απάντησα. Ο ηλικιωμένος άντρας χαμογέλασε και με ρώτησε: ” Μπορείς να μου πεις που είναι. Θέλω να της τηλεφωνήσω αύριο. Ξέρεις, ήμουν τόσο ερωτευμένος μαζί της, που όταν έλαβα αυτό το γράμμα η ζωή μου κυριολεκτικά τελείωσε. Δεν παντρεύτηκα ποτέ. Μάλλον, δεν σταμάτησε ποτέ να την αγαπώ.”
“Κύριε Goldstein, ελάτε μαζί μου”, του είπα.
Πήραμε το ασανσέρ για τον τρίτο όροφο. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός και υπήρχαν μόνο 2 φώτα αναμμένα, που οδηγούσαν στην αίθουσα αναψυχής, στην οποία ήταν η Hannah και έβλεπε τηλεόραση. Η νοσοκόμα περπάτησε προς το μέρος της.
“Hannah”, είπε απαλά, δείχνοντας τον Michael, που περίμενε μαζί μου στην πόρτα. “Γνωρίζεις αυτόν τον άντρα;”
Έφτιαξε τα γυαλιά της, κοίταξε για μια στιγμή, αλλά δεν είπε λέξη.
Ο Michael είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας, “Hannah, είμαι ο Michael. Με θυμάσαι;”
“Μichael; Δεν το πιστεύω, ότι είσαι εσύ, ότι σε ξαναβλέπω”, είπε η ηλικιωμένη γυναίκα.
Περπάτησε αργά προς το μέρος του και αγκαλιάστηκαν. Η νοσοκόμα και εγώ φύγαμε με δάκρυα στα μάτια μας.
“Είδες, αν κάτι είναι γραφτό να γίνει θα γίνει”, είπα.
Περίπου τρεις βδομάδες αργότερα έλαβα ένα τηλεφώνημα από το γηροκομείο: “Μπορείτε να έρθετε στο γηροκομείο την Κυριακή, για να παραστείτε σε έναν γάμο; Ο Michael και η Hannah αποφάσισαν να παντρευτούν.” Ήταν ένας υπέροχος γάμος με καλεσμένους όλους τους ενοίκους του γηροκομείου.
Έγινα κουμπάρος τους. Το γηροκομείο τους έδωσε δικό τους δωμάτιο και αν θέλετε να δείτε μια 76χρονη νύφη και ένα 79χρονο γαμπρό να συμπεριφέρονται σαν έφηβοι, τότε πρέπει να δείτε αυτό το ζευγάρι. Το ιδανικό τέλος για μια ερωτική σχέση που διήρκεσε σχεδόν 60 χρόνια.
Αυτή η ιστορία έχει κάνει τον γύρο του διαδικτύου, αν και ο συγγραφέας της παραμένει άγνωστος. Ήταν μια πολύ συγκινητική ιστορία δυο ανθρώπων που ξαναβρήκαν τον έρωτα της ζωής τους μετά από 60 χρόνια.