Οι άνθρωποι που σταματούν να τρώνε τρόφιμα με ζάχαρη μπορεί να δουν εντυπωσιακές βελτιώσεις στην υγεία τους μέσα σε μόλις εννέα ημέρες, ακόμα κι αν δεν μειώσουν τις θερμίδες τους, σύμφωνα με μία νέα μελέτη. Όπως έδειξε, μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα είχαν συμβεί εντυπωσιακές αλλαγές στα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερόλης σε μικρή ομάδα παχύσαρκων παιδιών και εφήβων, παρότι δεν είχαν χάσει ούτε γραμμάριο σωματικού βάρους.
Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι η ζάχαρη είναι μεταβολικώς επιβλαβής όχι εξαιτίας των θερμίδων της, αλλά εξαιτίας του τρόπου επίδρασής της στον οργανισμό, λένε οι ερευνητές. Η νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Obesity», εξέτασε τις επιδράσεις του περιορισμού της ζάχαρης στο μεταβολικό σύνδρομο – μία ομάδα παθήσεων και διαταραχών που συνυπάρχουν σε έναν άνθρωπο και αυξάνουν τον κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού και τύπου 2 διαβήτη.
Στις διαταραχές από τις οποίες μπορεί να πάσχει κανείς συμπεριλαμβάνονται η υπέρταση, η αυξημένη περίμετρος μέσης, τα αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, τα μειωμένα επίπεδα «καλής» (HDL) χοληστερόλης και τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου (προδιαβήτης ή διαβήτης).
Στη μελέτη συμμετείχαν 43 παιδιά, ηλικίας 9 έως 18 ετών, τα οποία ήσαν παχύσαρκα και έπασχαν από τουλάχιστον μία ακόμα παράμετρο του μεταβολικού συνδρόμου. Οι επιστήμονες από το Νοσοκομείο Παίδων Benioff του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF), υπέβαλλαν τα παιδιά σε μία σειρά εξετάσεων και στη συνέχεια τους ζήτησαν να ακολουθήσουν πιστά επί εννέα ημέρες ένα διαιτολόγιο, το οποίο περιείχε κάθε είδους πρόχειρο φαγητό αλλά κανένα γλυκό.
Στην πραγματικότητα, το νέο διαιτολόγιο περιείχε ό,τι συνήθιζαν να τρώνε τα παιδιά, ακόμα και τα χοτ ντογκ, τις πίτσες και τις τηγανητές πατάτες, αλλά τα γλυκά είχαν αντικατασταθεί με άλλους υδατάνθρακες (π.χ. ψωμιά, ζυμαρικά) ενώ οι συνολικές θερμίδες, λίπη και πρωτεΐνες είχαν παραμείνει σταθερές. Επιπλέον, οι ερευνητές ζύγιζαν καθημερινά τα παιδιά και μόλις έβλεπαν ότι κάποιο πήγαινε να χάσει βάρος, του ζητούσαν να αυξήσει την πρόσληψη τροφής, διότι δεν ήθελαν να υπάρξουν αλλαγές στους δείκτες της υγείας τους εξαιτίας του αδυνατίσματος.
Τους ζήτησαν επίσης να αποφύγουν να αυξήσουν το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητάς τους. Αποτέλεσμα: στο τέλος των εννέα ημερών η διαστολική αρτηριακή πίεση (ο μεγάλος αριθμός στη μέτρηση) των παιδιών είχε μειωθεί κατά 5 χιλιοστά της στήλης υδραργύρου (mmHg), τα τριγλυκερίδιά τους είχαν μειωθεί κατά 33 mg/dl και η «κακή» (LDL) χοληστερόλη τους κατά 10 mg/dl.
Επιπλέον, το σάκχαρό τους είχε μειωθεί κατά 5 mg/dl και τα επίπεδα ινσουλίνης κατά το ένα τρίτο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι τα παιδιά άρχισαν να αντιλαμβάνονται καλύτερα τα μηνύματα κορεσμού της πείνας από τον οργανισμό τους και κάποια άρχισαν να γκρινιάζουν ότι οι ερευνητές τους ζητούσαν να τρώνε πάρα πολύ.
«Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η ζάχαρη είναι μεταβολικώς επιβλαβής όχι εξαιτίας των θερμίδων ή των επιδράσεών της στο σωματικό βάρος, αλλά απλώς επειδή είναι ζάχαρη», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ρόμπερτ Λάστιγκ, καθηγητής Κλινικής Παιδιατρικής στο UCSF. «Είναι τα ισχυρότερα που διαθέτουμε έως σήμερα για το ότι οι δυσμενείς επιδράσεις της δεν σχετίζονται με τις θερμίδες ή την αύξηση του σωματικού βάρους, αλλά με την ίδια την φύση της».
«Δεν έχω δει ποτέ σε μελέτες με ανθρώπους τόσο δραματικά αποτελέσματα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα», πρόσθεσε ο ερευνητής δρ Ζαν-Μαρκ Σβαρτς, καθηγητής στο Τμήμα Βασικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Touro της Καλιφόρνια. «Μέσα σε μόλις εννέα ημέρες από τον περιορισμό της ζάχαρης από το 28% των ημερήσιων θερμίδων στο 10%, είδαμε σε όλα τα παιδιά και τους εφήβους εντυπωσιακές βελτιώσεις. «Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά έτοιμα τρόφιμα του εμπορίου περιέχουν ζάχαρη, επομένως είναι δύσκολο να αποκλειστεί εντελώς από τη διατροφή. Αλλά ακόμα κι έτσι, τα οφέλη για την υγεία είναι πολύ μεγάλα».
Οι δύο επιστήμονες λένε επίσης ότι τα ευρήματά τους καταρρίπτουν τον μύθο ότι «μία θερμίδα είναι θερμίδα, απ’ όπου κι αν προέρχεται» και, αντιθέτως, δείχνουν ότι έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία το είδος της θερμίδας. «Άλλο είναι οι θερμίδες του ψωμιού και άλλες των γλυκών – και αυτό πρέπει πλέον να το καταλάβουμε όλοι», κατέληξε ο δρ Λάστιγκ.
Πηγή: ygeia.tanea.gr