Την Μεγάλη Εβδομάδα κάθε χρόνο, για να συμμετέχει περισσότερο στα Πάθη του Χριστού, ο Άγιος πλέον Γέροντας Παίσιος διάβαζε τα Ευαγγέλια των Παθών.
Από την σύλληψη του Χριστού ως την Αποκαθήλωση, δηλαδή από την Μ. Πέμπτη την νύχτα ως την Μ. Παρασκευή εσπέρας, ούτε καθόταν, ούτε κοιμόταν, ούτε έτρωγε. Μάλιστα έλεγε ότι αξίζει περισσότερο να βιάσουμε τον εαυτό μας σε ασιτία αυτό το διήμερο (Μ. Παρασκευής, Μ. Σαββάτου) παρά το τριήμερο (της Καθαράς Εβδομάδος).
Μόνο έπινε λίγο ξύδι, για να θυμηθεί το Δεσποτικό όξος. Αυτές τις μέρες δεν άνοιγε σε κανέναν. Έμενε κλεισμένος στο Κελί του και ούτε του έκανε καρδιά να ψάλει. «Πρώτη φορά ένιωσα μια τέτοια κατάσταση», είπε τελευταία στην «Παναγούδα».
Άγιος Παΐσιος: Πότε πιάνουν τα μάγια και πώς λύνονται;
Γέροντα, πάντοτε πιάνουν τά μάγια;
– Γιά νά πιάσουν τά μάγια, πρέπει νά δώση κανείς δικαιώματα στόν διάβολο. Νά δώση δηλαδή σοβαρή αφορμή καί νά μήν έχη τακτοποιηθή μέ τήν μετάνοια καί τήν εξομολόγηση. Σέ έναν πού εξομολογείται, καί μέ τό φτυάρι νά του ρίχνουν τά μάγια, δέν πιάνουν. Γιατί, όταν εξομολογήται καί έχη καθαρή καρδιά, δέν μπορούν οί μάγοι νά συνεργασθούν μέ τόν διάβολο, γιά νά τόν βλάψουν.
Μιά φορά ήρθε ένας μεσήλικας στο Καλύβι μέ έναν αέρα… Από μακριά, μόλις τόν είδα, κατάλαβα ότι έχει δαιμονική επήρεια. «Ήρθα νά μέ βοηθήσης, μού είπε. Προσευχήσου γιά μένα, γιατί έναν χρόνο τώρα έχω φοβερούς πονοκεφάλους καί οί γιατροί δέν βρίσκουν τίποτε».
«Έχεις δαιμόνιο, του λέω, γιατί έδωσες δικαιώματα στόν διάβολο». «Δέν έκανα τίποτε», μού λέει. «Δέν έκανες τίποτε; του λέω. Δέν απάτησες μία κοπέλα; Έ, αυτή πήγε καί σου έκανε μάγια. Πήγαινε νά ζήτησης συγγνώμη από τήν κοπέλα, μετά νά εξομολογηθής, νά σου διαβάσουν καί εξορκισμούς, γιά νά βρής τήν υγεία σου. Αν εσύ δέν καταλάβης τό σφάλμα σου καί δέν μετανοήσης, όλοι οί πνευματικοί του κόσμου νά μαζευτούν καί νά ευχηθούν, τό δαιμόνιο δέν θά φύγη». Όταν έρχωνται τέτοιοι άνθρωποι, μέ τέτοιον αέρα, τούς μιλάω ανοιχτά. Θέλουν τράνταγμα, γιά νά συνέλθουν.
Ένας άλλος μού είπε ότι ή γυναίκα του έχει δαιμόνιο. Κάνει συνέχεια φασαρίες στο σπίτι. Σηκώνεται τό βράδυ, τούς ξυπνάει, τά κάνει όλα άνω-κάτω. «Εσύ εξομολογείσαι;», τού λέω. «Όχι», μου λέει. «Πρέπει νά έχετε δώσει δικαιώματα στόν διάβολο, του λέω. Δέν έγινε αυτό στά καλά καθούμενα». Τελικά βρήκαμε ότι είχε πάει σ” έναν Χότζα καί του έδωσε κάτι νά ραντίση στο σπίτι γιά γούρι, γιά νά πάη καλά ή δουλειά του, καί ούτε καν έδινε σ” αυτό σημασία. Αλώνιζε μετά ό διάβολος στό σπίτι του.
«Πώς λύνονται τά μάγια» – Άν πιάσουν, Γέροντα, τά μάγια, πώς λύνονται;
– Μέ τήν μετάνοια καί τήν εξομολόγηση. Γι” αυτό πρέπει πρώτα νά βρεθή ή αιτία, γιά τήν οποία έπιασαν τά μάγια, νά καταλάβη ό άνθρωπος τό σφάλμα του, νά μετανοήση καί νά εξομολογηθή. Πόσοι έρχονται εκεί στό Καλύβι πού ταλαιπωρούνται, επειδή τούς έχουν κάνει μάγια, καί μου λένε: «Κάνε προσευχή, γιά νά απαλλαγώ από αυτό τό βάσανο»! Μού ζητούν βοήθεια, χωρίς νά ψάξουν νά βρουν από πού ξεκίνησε τό κακό, γιά νά τό διορθώσουν. Νά βρουν δηλαδή σέ τί έφταιξαν καί έπιασαν τά μάγια, νά μετανοήσουν, νά εξομολογηθούν, γιά νά σταματήση ή ταλαιπωρία τους.
– Γέροντα, όταν ό άνθρωπος πού τού έχουν κάνει μάγια φθάση σέ τέτοια κατάσταση πού δέν μπορεί νά βοηθήση ό ίδιος τόν εαυτό του, νά εξομολογηθή κ.λπ., μπορούν οί άλλοι νά τόν βοηθήσουν; – Μπορούν νά καλέσουν τόν ιερέα στό σπίτι νά κάνη ένα ευχέλαιο ή έναν αγιασμό. Νά τού δώσουν νά πιή αγιασμό, γιά νά υποχώρηση λίγο τό κακό καί νά μπή λίγο Χριστός μέσα του. Έτσι έκανε μιά μητέρα γιά τό παιδί της καί βοηθήθηκε.
Μού είχε πει ότι ό γιός της υπέφερε πολύ, γιατί τού είχαν κάνει μάγια. «Νά πάη νά εξομολογηθή», τής είπα. «Πώς νά πάη, πάτερ, νά εξομολογηθή, στήν κατάσταση πού είναι;», μού είπε. «Τότε πές στόν πνευματικό σου, τής λέω, νά έρθη στό σπίτι, νά κάνη αγιασμό καί νά δώσης στόν γιό σου νά πιή από τόν αγιασμό.
Θά τόν πιή όμως;». «Θά τόν πιή», μού λέει. «Έ, ξεκίνησε μέ τόν αγιασμό, τής λέω, καί μετά προσπάθησε νά μιλήση τό παιδί σου μέ τόν παπά. Άν εξομολογηθή, θά τόν πετάξη τόν διάβολο πέρα». Καί πράγματι, μέ άκουσε καί βοηθήθηκε τό παιδί. Μετά από λίγο μπόρεσε νά εξομολογηθή καί έγινε καλά.
Μιά άλλη γυναίκα, ή φουκαριάρα, τί έκανε; Ό άνδρας της είχε μπλέξει μέ μάγους καί δέν ήθελε ούτε σταυρό νά φορέση. Γιά νά τόν βοηθήση λίγο, έρραψε στόν γιακά από τό σακκάκι του ένα σταυρουδάκι. Μιά φορά πού χρειάσθηκε νά περάση από ένα γεφύρι στήν άλλη όχθη ενός ποταμού, μόλις πάτησε στο γεφύρι, άκουσε μιά φωνή νά τού λέει: «Τάσο, Τάσο, βγάλε τό σακκάκι, νά περάσουμε μαζί τό γεφύρι». Ευτυχώς έκανε κρύο καί είπε: «Πώς νά τό βγάλω; Κρυώνω!». «Βγάλ” το, βγάλ” το, νά περάσουμε», άκουσε τήν ίδια φωνή νά τού λέει. Βρέ τόν διάβολο!
Ήθελε νά τόν ρίξη κάτω στο ποτάμι, αλλά δέν μπορούσε, γιατί είχε επάνω του τό σταυρουδάκι. Τελικά τόν έρριξε εκεί σέ μιά άκρη. Έν τω μεταξύ, τόν έψαχναν οί δικοί του όλη τήν νύχτα καί τόν βρήκαν τόν καημένο πεσμένο επάνω στο γεφύρι. Αν δέν έκανε κρύο, θά έβγαζε τό σακκάκι καί θά τόν πετούσε ό διάβολος μέσα στο ποτάμι. Τόν φύλαξε ό σταυρός πού είχε στο πέτο του. Πίστευε ή φουκαριάρα ή γυναίκα του. Αν δέν είχε πίστη, θά τό έκανε αυτό;