Πριν από λίγες μέρες, έκλεισε τα 82 και ανακοίνωσε πως αποσύρεται από την υποκριτική.
Ο δεξιοτέχνης ηθοποιός, ο σκηνοθέτης, ο «δύσκολος», αντι-σταρ Robert Redford, είπε πως ένιωθε πάντα ενοχές «εξαιτίας της διαφοράς ανάμεσα σε αυτό που έδειχνα ότι είμαι και σε αυτό που ένιωθα μέσα μου».
Η αλήθεια είναι πως, είτε το ήθελε είτε όχι, (και μάλλον δεν το ήθελε), για εκατομμύρια γυναίκες ο Redford υπήρξε, κυρίως, ένα «χρυσό όνειρο».
Ιδανικά ωραίο, μακρινό, άπιαστο.
Σαν «τα καλύτερά μας χρόνια».
Η ταινία
Βασισμένο στο σενάριο του ταλαντούχου Αrthur Laurents, σε σκηνοθεσία Sydney Pollack και παραγωγή Ray Stark, το φιλμ «Τα καλύτερά μας χρόνια» έκανε πρεμιέρα στις 17 Οκτωβρίου 1973. Υπήρξε instant hit, προτάθηκε για έξι Όσκαρ, (μεταξύ αυτών και Α΄ρόλου για την Βarbra Streisand) και κέρδισε δύο: Πρωτότυπης Μουσικής και Τραγουδιού.
Επιπλέον, έκανε θριαμβευτική πορεία στις αίθουσες, φέρνοντας στα ταμεία πάνω από 50 εκατομμύρια δολάρια, στην πρώτη του προβολή, μόνο στην Αμερική. Με τα χρόνια – και αυτό είναι το σημαντικότερο – το φιλμ απέκτησε ένα πολλαπλάσιο εκτόπισμα στην pop κουλτούρα και μια περίοπτη θέση στις λίστες των ειδικών του σινεμά, έτσι ώστε σήμερα, πλέον, να θεωρείται «μια από τις σπουδαιότερες ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών».
Το θυελλώδες love story της πολιτικοποιημένης, μαχητικής Katie Morosky και του ψυχρού, γοητευτικού Αμερικανού «πρίγκηπα» Hubbell Gardiner, που διασχίζουν τρείς δεκαετίες, διαφωνώντας, καυγαδίζοντας, φλερτάροντας, χωρίζοντας, αγαπώντας, καυγαδίζοντας και πάλι, ως το θλιβερό φινάλε της σχέσης τους, συγκίνησε –κι εξακολουθεί να συγκινεί – εκατομμύρια τρυφερές καρδιές. Που κλαίνε πάντα στο τέλος για όλα εκείνα τα χαμένα, αδικαίωτα «και αν», που έμειναν λειψά…
Barbra & Bob
Η Βarbra Streisand – σταρ, παθιασμένη, χειμαρρώδης, ευαίσθητη, και, βεβαίως, Εβραία – ήταν η ιδανική Katie Morosky – άλλωστε ο ρόλος είχε γραφτεί για εκείνη.
Εξίσου καλός Ηubbell ήταν και ο – τότε ακόμα ανερχόμενος- Robert Redford, o oποίος στην αρχή, όταν του προτάθηκε ο ρόλος, τον απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αφενός, επειδή θεωρούσε πως ο χαρακτήρας, στο αρχικό σενάριο, ήταν «αδύναμος, άχαρος, μονοδιάστατος, χωρίς κανένα ελάττωμα, που θα τον έκανε να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον». Και αφετέρου, επειδή φοβόταν πως παίζοντας ένα όμορφο αγόρι – ερωτικό απωθημένο της πρωταγωνίστριας, θα τυποποιούνταν ως ξανθός γόης ή ζεν πρεμιέ «της σειράς», ενώ εκείνος, ήδη κυνηγούσε πιο απαιτητικούς ρόλους.
Εν τέλει δέχτηκε, μετά την αφόρητη, πολύμηνη πίεση του φίλου και παλιού του συνεργάτη Sydney Pollack, ο οποίος θεωρούσε πως η βαρύτητα και η ήρεμη εσωτερικότητα που θα έφερνε ο Redford στο ρόλο, ήταν βασικό στοιχείο του φιλμ. («Ξόδεψα περισσότερο χρόνο προσπαθώντας να πείσω τον Bob να παίξει αυτό τον ρόλο, από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου», θα δήλωνε αργότερα…).
Επιπλέον, ο Pollack του υποσχέθηκε πως ο ρόλος του Hubbell θα μεγάλωνε και θα αποκτούσε ουσία, έτσι ώστε να ισορροπούνται καλύτερα τα πρόσωπα, οι αντιθέσεις τους, η ερωτική δυναμική τους.
Μέχρι τότε –παρότι έτρεφαν σεβασμό για την πορεία και το ταλέντο ο ένας του άλλου –ο Robert Redford και η Βarbra Streisand δεν γνωρίζονταν. Μάλιστα, ο Pollack φρόντισε να τους κρατήσει μακριά μέχρι να ξεκινήσουν τα γυρίσματα, θεωρώντας – ορθά μάλλον – πως η κάμερα θα κατέγραφε την αληθινή αμηχανία του πλησιάσματος, το ενδιαφέρον, το μυστήριο, την αναζήτηση, την ερωτική σπίθα θηλυκού- αρσενικού και θα τα ενσωμάτωνε «οργανικά» στο love story και στους ρόλους τους. Έτσι κι έγινε. (σ.σ. Για την ιστορία, η πρώτη τους κοινή σκηνή, ήταν η σκηνή του χορού και σε αυτήν, η νευρικότητα της Streisand είναι φανερή…).
Το πρόβλημα που ανέκυψε στην πορεία ήταν πως αυτοί οι δύο – έντονοι και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους – άνθρωποι, ανήκαν, επίσης, σε διαφορετικές «σχολές» υποκριτικής : η Streisand ήθελε να αναλύει ένα ρόλο σε βάθος, να κάνει πολλές πρόβες, ενώ ο Redford ήταν πιο «σπλαχνικός», αυθόρμητος, ενστικτώδης ηθοποιός.
Σύμφωνα με τον Pollack, «η Barbra μου τηλεφωνούσε κάθε βράδυ, στις 9 ή στις 10 η ώρα, και μιλούσαμε για κανά δυό ώρες, για το γύρισμα της επόμενης μέρας. Μετά θα πηγαίναμε στο πλατό και εκείνη θα ήθελε να μιλήσουμε λίγο ακόμα, ενώ ο Bob ήθελε να γυρίσουμε τη σκηνή. Εκείνος αισθανόταν πως όσο περισσότερο μιλούσαν, τόσο χανόταν η φρεσκάδα της ερμηνείας κι εκείνη ένιωθε πως την πίεζε, με τη βιασύνη του. Έπειτα, όσο πιο πολύ προβάραμε μια σκηνή εκείνη γινόταν καλύτερη και εκείνος άρχιζε να «πέφτει» – οπότε έπρεπε να βρίσκω την χρυσή στιγμή για να ανοίγω την κάμερα, την στιγμή που οι δυνάμεις τους συνέκλιναν…».
Ευτυχώς, παρά τις διαφορές τους (ή και εξαιτίας τους ) στο πανί ο Bob και η Barbra είχαν μια ακατανίκητη, σχεδόν χειροπιαστή ερωτική χημεία, κάτι ηλεκτρικό και τόσο πυκνό που μπορούσες να το κόψεις με το μαχαίρι. Κι αυτό, όπως αποδείχτηκε ήταν το μεγαλύτερο «μυστικό όπλο», του φιλμ που ξεχείλιζε από την ένταση της ανεκπλήρωτης επιθυμίας, και μιας άπιαστης υπόσχεσης ευτυχίας…
Τα γυρίσματα
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 1971 και τράβηξαν σε μάκρος, αφού, όσο παράξενο και αν ακούγεται, στα παρασκήνια του «μεγάλου love story», η ατμόσφαιρα ήταν πολεμική. O λόγος ήταν πως o Laurents, που είχε υπογράψει το σενάριο και ο σκηνοθέτης Sydney Pollack είχαν διαφορετική οπτική για τα πρόσωπα, τους ρόλους και τον στόχο της ταινίας:ο πρώτος επέμενε να δοθεί το βάρος στο πολιτικό κομμάτι του φιλμ– σε αυτή την εκδοχή, η κεντρική ηρωίδα ήταν η Katie, ενώ ο Hubbell ήταν ένας μικρός, δευτερεύων ρόλος.
Με τη σειρά του ο Pollack, επέμενε να γυρίσει ένα love story με πολιτικό φόντο και έδινε μάχη ώστε να «μεγαλώσει» ο Hubbell, να αποκτήσει βαρύτητα, ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, να γίνει ο ρόλος του αντάξιος με κείνον της ηρωίδας. Χολωμένος, καθώς έβλεπε μεγάλο μέρος του κειμένου του να πετιέται στα σκουπίδια, ο Laurents κάποια στιγμή, παραιτήθηκε και αποσύρθηκε από το project και μια ορδή από 11 άλλους σεναριογράφους, (σ.σ. μεταξύ αυτών και ο Dalton Trumbo) κλήθηκαν να γράψουν καινούργιες σκηνές και να «γεμίσουν» τα κενά των χαρακτήρων.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα αλλοπρόσαλλο κείμενο, χωρίς συνοχή, που δεν άρεσε ούτε στον Redford, ούτε στην Streisand, οπότε ο Laurents, κλήθηκε πίσω εσπευσμένα.
Δέχτηκε να γυρίσει μόνο αφού ζήτησε (και πήρε) ένα εξωφρενικό χρηματικό ποσό.
Το τελικό story – μετά από πολλά σβησίματα, αλλαγές, εγκρίσεις και ξαναγραψίματα – φαίνεται πως κούρασε και το κοινό. Σύμφωνα με τον Pollack, οι θεατές στην πρώτη πρεμιέρα του φιλμ, τη χαρακτήρισαν «υπερβολικά μεγάλη», «κάπως βαρετή», «υπερβολικά πολιτική. Μάλιστα, λίγο πριν το τέλος, άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά την αίθουσα, και να συνωστίζονται στο μπαρ, για ποπ κορν.
Προκειμένου να αποτρέψει την καταστροφή, ο σκηνοθέτης ξαναμπήκε στο μοντάζ και έκοψε σχεδόν 10- 15 λεπτά δράσης, (κατά βάση, σκηνές πολιτικού χαρακτήρα), κάνοντας έξαλλο τον Laurents και την Streisand, οι οποίοι πίστευαν πως έτσι, η ιστορία, έχανε το «ζουμί» της, την κλιμάκωσή της. Παραδόξως, την επόμενη μέρα, στην δεύτερη πρεμιέρα, το κοινό, λάτρεψε το νέο φινάλε (σε αντίθεση με την κριτική που το βρήκε «απότομο» και «τσαπατσούλικο»), όπως και το μελαγχολικό, larger than life, κινηματογραφικό ρομάντζο, που, με τα χρόνια, έγινε κλασικό.
Και άλλα 10+1 trivia
1) Ο συγγραφέας Arthur Laurents έχει δηλώσει πως εμπνεύστηκε τον ρόλο της Katie, από την περσόνα μιας συμφοιτήτριάς του, στο Cornell Univesity – ένα κορίτσι που λεγόταν Fanny Price και ήταν αρχηγός της κομμουνιστικής νεολαίας. Από μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση, η Streisand, στο πιο πρόσφατο –τότε- hit- movie της, το «Funny Girl», λεγόταν Fanny Brice…
2) Μετά την αρχική, επίμονη άρνηση του Robert Redford να υποδυθεί τον Hubbell, o παραγωγός Ray Stark, προσέγγισε δοκιμαστικά τον Ryan O’ Neal, ο οποίος είχε μόλις τελειώσει το «What’s up Doc», πάλι με την Barbra – συν τοις άλλοις, εκείνη την εποχή οι δυό τους ήταν ζευγάρι και στη ζωή. Ο Pollack, όμως, δεν τον ήθελε. Ήξερε πως η σχέση του ζευγαριού δεν πήγαινε καλά και δεν ήθελε να μεταφέρουν τις τριβές και τα νεύρα τους, στο πλατό.
3) Η συνήθεια της «Κatie», να χτενίζει την ξανθιά φράντζα του «Ηubell», ήταν ένας αυτοσχεδιασμός της Streisand, στην πρώτη σκηνή της ταινίας. Άρεσε και έγινε μοτίβο. Ο Laurents θυμόταν πως ο Redford του είχε εξομολογηθεί, ότι στο παρελθόν, πολλές, γνωστές του ή άγνωστες γυναίκες, συνήθιζαν να τον πλησιάζουν και να του απομακρύνουν τρυφερά, από το μέτωπο, την ατίθαση ξανθιά του φράντζα…
4) Ο νεαρός James Woods υποδύεται τον φίλο της Katie Morosky, στο κολλέγιο – ουσιαστικά, ήταν ο πρώτος «μεγάλος» ρόλος του ηθοποιού, στο σινεμά.
5) Η σκηνή του τηλεφωνήματος – αυτή όπου η Katie, παίρνει κλαίγοντας τον Hubbell και του λέει πως θα ευχόταν να έχει έναν φίλο για να του μιλήσει για το αγόρι της, που χώρισαν, αλλά στην πραγματικότητα εκείνος είναι ο καλύτερος φίλος που έχει – περιλαμβανόταν και στην σύνοψη του έργου που έστειλε ο Laurents στον Pollack. Και ήταν, αυτή η υπέροχη, συγκινητική σκηνή που τον έπεισε να σκηνοθετήσει την ταινία. Η Streisand την απέδωσε εξίσου υπέροχα, με ευαισθησία και πειστικότητα– ουσιαστικά, έγιναν μόνο δύο λήψεις, αλλά ο Pollack κράτησε την πρώτη.
6) Σύμφωνα, πάλι, με τον Pollack, υπήρχε διαρκής, σημαντική πίεση από τα studios της Columbia (Pictures), που – τότε – αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αγωνιούσαν για το αν το φιλμ θα γινόταν επιτυχία. Ένας, μάλιστα, από τους διευθυντές της, του είχε πει: «Θα κάνεις μια ταινία όπου η Barbra Streisand παίζει μια Εβραία κομμουνίστρια και δεν τραγουδάει στο πανί ούτε νότα. Τι προσπαθείς να κάνεις ; Να καταστρέψεις την εταιρία;»
7) Χαριτωμένες ανακολουθίες: το 1971, τόσο η Streisand όσο και ο Redford ήταν πολύ μεγαλύτεροι, από τα εικοσάχρονα κολλεγιόπαιδα που υποδύονταν (σ.σ. εκείνη ήταν 29 και εκείνος 35!). Επιπλέον, στα γυρίσματα, εκείνη αρνήθηκε πεισματικά να αποχωριστεί, τα εντυπωσιακά μακριά κόκκινα νύχια της, τα οποία είναι βέβαιο πως δεν διέθετε καμιά μαχητική, αριστερή Εβραία φοιτήτρια, στην Αμερική των 30’s…
8) Στην πρώτη εκδοχή του φιλμ, ο συνθέτης του «The way we were», Μarvin Hamlisch, δεν είχε ενσωματώσει το μουσικό θέμα της ταινίας στους τίτλους τέλους, όμως μετά τις πρώτες δοκιμαστικές προβολές, άλλαξε γνώμη. Μάλιστα, επειδή το στούντιο γκρίνιαζε και αρνιόταν να καλύψει το κόστος της νέας ηχογράφησης, ο Hamlisch «έκοψε» 15.000 δολάρια από την αμοιβή του, ώστε να γίνουν οι αλλαγές. Στην επόμενη προβολή, είδε το κοινό να κλαίει στο τέλος του έργου και κατάλαβε πως δεν είχε κάνει λάθος…
9) To τραγούδι «Τhe way we were», γράφτηκε σε συνεργασία με την Barbra Streisand η οποία ενθουσιάστηκε όταν το πρωτάκουσε και έκανε μόνο δυό μικρές αλλαγές – μία στην ενορχήστρωση και μία στον στίχο. (σ.σ. άλλαξε την πρώτη λέξη. Ήταν «daydreams» και την έκανε «memories»). Τόσο το τραγούδι, όσο και το ομώνυμο soundtrack κέρδισαν πάμπολλα βραβεία –μεταξύ αυτών ένα Grammy και από ένα Oscar – και έκαναν «χρυσή» πορεία στα charts, πουλώντας πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα.
Σήμερα, το «Τhe way we were» φιγουράρει στις λίστες της Recording Industry Association of America, με τα πιο σημαντικά τραγούδια του περασμένου αιώνα.
10) Η σκηνή του φινάλε, όπου οι ήρωες ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια μπροστά στο Plaza Hotel, θεωρείται κλασική με πολλές αναφορές, στην pop κουλτούρα – ακόμα και στο «Sex and the City», η «Carrie» έχει τη δική της «Υour girl is lovely Ηubbell» στιγμή.
11) Μες στα χρόνια, συζητήθηκε πολλές φορές το ενδεχόμενο να γυριστεί ένα sequel της ταινίας. Τρεις φορές, γράφτηκαν και στάλθηκαν στους συντελεστές της τρία διαφορετικά σενάρια.
Κανένα δεν ευδοκίμησε, δικαιώνοντας τον Robert Redford, ο οποίος έχει δηλώσει πως «ορισμένα πράγματα πρέπει να τ’ αφήνεις όπως έχουν. Κι αυτό το φιλμ είναι ένα από αυτά».
Οι ωραιότερες ατάκες
1) Hubbell : Οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τις αρχές τους.
Κatie: Οι άνθρωποι ΕΙΝΑΙ οι αρχές τους !
2.) Κatie : Δεν έχω το σωστό στιλ για σένα, έτσι ;
Ηubbell: Όχι, δεν έχεις το σωστό στιλ.
Κatie:Θα αλλάξω.
Ηubbell:Όχι, μην αλλάξεις. Έχεις τη δική σου προσωπικότητα, το δικό σου στιλ.
Katie:Έτσι όμως δεν θα έχω εσένα. Γιατί δεν μπορώ να έχω εσένα;
Ηubbell:Γιατί πιέζεις πολύ, σκληρά, κάθε καταραμένο λεπτό. Δεν υπάρχει χρόνος ποτέ για να χαλαρώσει κανείς και να χαρεί, απλώς, τη ζωή.
Katie:Αν πιέζω σκληρά, όπως λες, είναι γιατί θέλω τα πράγματα να είναι καλύτερα, θέλω εμείς να είμαστε καλύτερα, θέλω εσύ να είσαι καλύτερος. Ναι, σίγουρα, ταρακουνάω τα νερά, έτσι πρέπει. Και θα συνεχίσω να το κάνω, μέχρι να γίνεις όλα όσα πρέπει να γίνεις – και θα γίνεις. Ποτέ δεν θα βρεις καμιά τόσο καλή για σένα, όπως εγώ, να πιστεύει σε σένα όσο εγώ και να σε αγαπάει τόσο, όσο εγώ.
Hubbell: Το ξέρω.
Κatie:Τότε λοιπόν γιατί;
Hubbell: Πιστεύεις αλήθεια πως αν γυρίσω, όλα θα είναι καλά, ως δια μαγείας;Τι θα αλλάξει; Τι θα είναι διαφορετικό; Και οι δύο θα κάνουμε λάθος. Και οι δύο θα χάσουμε.
Κatie: Δεν θα μπορούσαμε να νικήσουμε και οι δύο ;
3) Katie: Δεν θα ήταν υπέροχα, αν ήμασταν μεγάλοι, γέροι και είχαμε επιβιώσει απ΄όλα αυτά ; Τότε, όλα θα μπορούσαν να είναι εύκολα και απροβλημάτιστα, όπως όταν ήμασταν νέοι.
Hubbell : Ποτέ δεν ήταν απροβλημάτιστα, Katie.
4) Hubbell:Νομίζεις πως είσαι εύκολος άνθρωπος ; Σε σχέση με τι; Με τον Εκατονταετή Πόλεμο ;
5) Hubbell: Περιμένεις πάρα πολλά από μένα Katie.
Katie: Ω, μα κοίταξε τι (σ.σ. υλικό) έχω.
6) Κatie : Το κορίτσι σου είναι πολύ όμορφο Hubbell. Γιατί δεν την φέρνεις καμιά φορά από το σπίτι, να πιούμε ένα ποτό ;
Hubbell: Δεν μπορώ να έρθω Katie. Δεν μπορώ…
Katie: Το ξέρω.