Της Θένιας Παφραλίδου
Οι στρατιώτες θέτουν τη ζωής τους σε κίνδυνο για να προστατεύσουν αυτούς που αγαπάνε. Όμως ορισμένες φορές οι πιο αξιότιμες πράξεις προκύπτουν όταν δεν βρίσκονται στο πεδίο της μάχης.
Η ιστορία που θα διαβάσετε αφορά έναν Αξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας, του οποίου η σύζυγος βίωσε μια φρικτή τραγωδία. Το γεγονός επηρέασε και τους δύο πάρα πολύ και θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για το γάμο τους. Όμως, χάρη στη δύναμη, στο σεβασμό και στην αγάπη που είχε ο ένας για τον άλλο, κατάφεραν να βρουν τον τρόπο για να ξεπεράσουν το εμπόδιο αυτό και να συνεχίσουν τη ζωή τους παρέα.
Η συγκεκριμένη ιστορία έχει να μας διδάξει πολλά για τη δύναμη της πραγματικής αγάπης και πως πρέπει να επιλέγουμε με σύνεση τον άνθρωπο που πρόκειται να παντρευτούμε. Σίγουρα η έλξη που προκαλεί η εξωτερική εμφάνιση, όταν συναντάς κάποιον για πρώτη φορά, είναι πολύ δυνατή, όμως η ομορφιά που πηγάζει μέσα μας είναι αυτή που θα βοηθήσει ένα ζευγάρι να βγει σώο από τις δυσκολίες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει.
Θα μας διδάξει επίσης πως η αγάπη μπορεί ειλικρινά να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο και με αυτήν μπορείς να αντιμετωπίσεις τα πάντα…
«Οι επιβάτες του λεωφορείου κοίταζαν με συμπάθεια καθώς η όμορφη νεαρή γυναίκα με το λευκό μπαστούνι προσπαθούσε να ανέβει προσεκτικά τις σκάλες. Πλήρωσε τον οδηγό και χρησιμοποιώντας τα χέρια της, για να νιώσει που βρίσκονταν οι θέσεις, διέσχισε το διάδρομο και βρήκε το κάθισμα που της είχε πει πως ήταν κενό. Έπειτα κάθισε, τοποθέτησε το χαρτοφύλακα στην αγκαλιά της και ακούμπησε το μπαστούνι δίπλα στο πόδι της.»
«Είχε περάσει ένας χρόνος από την ημέρα που, η 34 ετών Susan, έμεινε τυφλή. Λόγω μιας λανθασμένης ιατρικής διάγνωσης έχασε το φως της και έπεσε ξαφνικά στον κόσμο του σκότους, του θυμού, της απογοήτευσης και της μεμψιμοιρίας.
Όντας μια ανεξάρτητη γυναίκα, η Susan ένιωσε καταδικασμένη από αυτή τη τρομακτική στροφή της μοίρας που θα την ανάγκαζε να γίνει αδύναμη, ανήμπορη και έτσι να βασανίζει τον εαυτό της και οποιονδήποτε βρισκόταν γύρω της. ‘Πως μπόρεσε να συμβεί αυτό σε μένα;’ λέει, ενώ η καρδιά της χτυπά δυνατά από θυμό.
Όμως όσο και αν έκλαψε, όσο και αν θύμωσε ή προσευχήθηκε, ήξερε μέσα της την πικρή αλήθεια. Η όρασή της δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά. Ένα σύννεφο κατάθλιψης βρισκόταν πάνω από την άλλοτε αισιόδοξη Susan. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν για αυτήν ένα τεστ, μέσα στην απογοήτευση και την εξάντληση που ένιωθε. Και το μόνο της στήριγμα ήταν ο σύζυγός της, ο Mark.
Ο Mark ήταν Αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας και αγαπούσε τη Susan με όλη του την καρδιά. Όταν έχασε την όρασή της, την έβλεπε να βυθίζεται στην απόγνωση και αποφάσισε να βοηθήσει τη γυναίκα του να αποκτήσει τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν για να γίνει ανεξάρτητη ξανά. Το στρατιωτικό υπόβαθρο του Mark τον βοήθησε να αντιμετωπίσει την τόσο ευαίσθητη κατάσταση της γυναίκας του, παρόλο που γνώριζε πως αυτή είναι η πιο δύσκολη μάχη που θα έδινε ποτέ στη ζωή του.»
«Τελικά, η Susan ένιωσε έτοιμη να επιστρέψει στη δουλειά της, όμως πως θα πήγαινε εκεί; Συνήθιζε να παίρνει το λεωφορείο, όμως τώρα ήταν πολύ τρομακτικό να τριγυρνά στην πόλη μόνη της. Ο Mark προσφέρθηκε να την πηγαίνει στη δουλειά της κάθε μέρα, παρόλο που η δική τους δουλειά βρισκόταν στην απέναντι πλευρά της πόλης.
Αρχικά, αυτό ανακούφισε τη Susan και ικανοποίησε την ανάγκη του Mark να προστατεύει την τυφλή γυναίκα του, η οποία ήταν τόσο ανασφαλής για να εκτελέσει το παραμικρό. Σύντομα όμως, ο Mark συνειδητοποίησε πως αυτή η λύση δεν λειτουργούσε καλά, ήταν κουραστική και δαπανηρή. Η Susan έπρεπε να αρχίσει να παίρνει το λεωφορείο, παραδέχτηκε στον εαυτό του. Όμως μόνο στη σκέψη πως θα έπρεπε να της πει κάτι τέτοιο, έκανε πίσω. Ήταν ακόμη τόσο εύθραυστη, τόσο θυμωμένη. Πως θα αντιδρούσε;
‘Όπως ακριβώς το είχε προβλέψει ο Mark, η Susan τρομοκρατήθηκε στην ιδέα του να πάρει το λεωφορεία ξανά. ‘Είμαι τυφλή!’ του απάντησε με πικρία. ‘Πως υποτίθεται πως θα ξέρω που πηγαίνω; Νιώθω πως με εγκαταλείπεις.’
Η καρδιά του Mark έγινε χίλια κομμάτια με αυτά τα λόγια, όμως ήξερε τι έπρεπε να γίνει. Της υποσχέθηκε πως κάθε πρωί και απόγευμα θα πήγαινε μαζί της στο λεωφορείο, για όσο χρειαζόταν, μέχρι να νιώσει πως μπορεί να το κάνει μόνη της. Και αυτό ακριβώς έγινε. Για δυο ολόκληρες εβδομάδες, ο Mark, φορώντας την στολή και τον εξοπλισμό του, συνόδευε τη Susan από και προς τη δουλειά της κάθε μέρα. Της έμαθε πώς να στηρίζεται στις υπόλοιπες αισθήσεις της, ειδικά στην ακοή της, για να προσδιορίζει που ακριβώς βρίσκεται και πώς να προσαρμοστεί στο νέο της περιβάλλον. Τη βοήθησε να γίνει φίλη με τους οδηγούς των λεωφορείων οι οποίοι θα την πρόσεχαν και της κρατούσαν μια κενή θέση. Την έκανε να γελάει, ακόμη και στις όχι και τόσο καλές μέρες, όταν σκόνταφτε στην έξοδο ή της έπεφτε ο χαρτοφύλακας.
Κάθε μέρα έκαναν τη διαδρομή παρέα, και ο Mark πήγαινε με ταξί πίσω στο γραφείο του. Παρόλο που αυτός ο τρόπος ήταν πιο δαπανηρός και κουραστικός από τον προηγούμενο, ο Mark ήξερε πως ήταν θέμα χρόνου, να καταφέρει η Susan να πάει μόνη της στη δουλειά με το λεωφορείο. Πίστευε σε αυτήν, στη Susan που γνώριζε πριν χάσει το φως της, η οποία δεν φοβόταν καμία πρόκληση και δεν το έβαζε ποτέ κάτω.»
«Τελικά, η Susan αποφάσισε πως ήταν έτοιμη να δοκιμάσει τη διαδρομή μόνη της. Το πρωί της Δευτέρας έφτασε, και πριν φύγει από το σπίτι, αγκάλιασε το Mark, την προσωρινή της συντροφιά στη διαδρομή με το λεωφορείο, τον σύζυγό και τον καλύτερο φίλο της.
Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα ευγνωμοσύνης για την πίστη, την υπομονή και την αγάπη του. Τον χαιρέτησε, και για πρώτη φορά πήραν ξεχωριστούς δρόμους. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη… Κάθε μέρα που περνούσε τα πήγαινε περίφημα και η Susan δεν είχε νιώσει ποτέ καλύτερα. Τα είχε καταφέρει! Πήγαινε στη δουλειά εντελώς μόνης της!
Το πρωί της Παρασκευής, η Susan πήρε το λεωφορείο για τη δουλειά ως συνήθως. Καθώς πλήρωνε για το εισιτήριο της, ο οδηγός είπε, ‘Εντάξει, σίγουρα σε ζηλεύω.’ Η Susan δεν ήταν σίγουρη αν ο οδηγός απευθυνόταν σε αυτήν ή όχι. Και στην τελική, ποιος θα ζήλευε μια τυφλή γυναίκα η οποία πάλευε να βρει το κουράγιο για να ζήσει τη ζωή της τα επόμενα χρόνια;
Από περιέργεια ρώτησε τον οδηγό, ‘Γιατί λέτε πως με ζηλεύετε;’ Ο οδηγός της απάντησε, ‘Πρέπει να είναι πολύ όμορφο συναίσθημα να νιώθεις πως σε φροντίζουν και σε προστατεύουν όπως εσένα.’ Η Susan δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε και τον ρώτησε ξανά, ‘Τι εννοείτε;’
Ο οδηγός της απάντησε, ‘Ξέρεις, κάθε πρωί, τις τελευταίες ημέρες, ένας εμφανίσιμος κύριος με στρατιωτική στολή στέκεται στην άκρη του δρόμου κοιτώντας σε να κατεβαίνεις το λεωφορείο. Περιμένει να σιγουρευτεί πως πέρασες με ασφάλεια το δρόμο και σε κοιτάζει μέχρι να μπεις στο κτίριο του γραφείου σου. Τέλος σου στέλνει ένα πεταχτό φιλί, σε χαιρετάει και φεύγει. Είσαι μια πολύ τυχερή γυναίκα.’
Δάκρυα χαράς γέμισαν τα μάτια της Susan. Παρόλο που δεν μπορούσε να τον δει φυσικά, πάντα ένιωθε την παρουσία του Mark. Ήταν τυχερή, πολύ τυχερή, που της έδωσε ένα δώρο πολύ πιο δυνατό από την όραση, ένα δώρο που δεν χρειάζεται να το δει για να το πιστέψει, το δώρο της αγάπης που μπορεί να φέρει φως εκεί που υπάρχει σκοτάδι.»
Παρακαλούμε κοινοποιήστε την όμορφη αυτή ιστορία, αν σας άρεσε! Και μην ξεχνάτε πως μόνο με την αγάπη μπορούμε να ξεπεράσουμε κάθε δυσκολία στη ζωή μας.