Μου λένε να μην το δείχνω.
Να μην δείχνω ερωτευμένη, να μην δείχνω διαθέσιμη.
Να μην φανερώνω αυτό που αισθάνομαι για ‘κείνον.
Όχι τόσο.
Όχι έντονα.
Όχι πολύ.
Βγάλε λίγο ακόμα.
Ώπα εκεί…καλά είσαι!
Μην τρομάξει. Μην φύγει. Μη φανεί ότι πέφτω στα πατώματα γι’ αυτόν…
«Κάνε λίγο τη δύσκολη»
«Κάνε πως δεν είσαι εκεί»
«Άστον και λίγο να σε κυνηγήσει»
«Κράτα λιγάκι εγωϊσμό»
είναι οι «συμβουλές» τους.
Δεν ξέρουν πως ο έρωτας
ο καθαρός, ο αληθινός, ο 100% οινόπνευμα, δεν έχει κόλπα.
Δεν έχει εγωϊσμό, τερτίπια και στρατηγική.
Κι αν έχει, δεν είναι έρωτας.
Είναι γινάτι.
Καύλα που ξεφουσκώνει στο πεντάλεπτο.
Ο έρωτας δεν έχει εξουσία.
Ποιος από πάνω, ποιος από κάτω.
Ποιος επιβάλλει, ποιος εκτελεί.
Έρωτας είναι τα βαριά αντρικά του βήματα στις σκάλες.
Το χαμόγελό του, όταν η πόρτα ανοίγει.
Τα μάτια του όταν μ΄αντικρίζει.
Η αγκαλιά του, πίσω από τις γρίλιες.
Η γυναίκα που με κάνει να αισθάνομαι όταν μου κάνει έρωτα.
Έρωτας είναι οι μεγάλες του παλάμες που χαϊδεύουν μετά, το πρόσωπό μου.
Τα αστεία και τα γέλια μας, μέχρι το πρωί.
Οι κουβέντες μας, σαν να’ μαστε φίλοι από παλιά.
Η αγωνία μου όταν φεύγει αν ξαναπάρει, αν θα ξαναφανεί.
Η καρδιά μου που σφίγγεται κάθε που δεν απαντά.
Το άγχος μου για ‘κείνον, κάθε που χάνεται.
Η ζήλια που θολώνει τα λογικά μου, σ’ όποια τον πλησιάζει.
Τα μάτια μου που χαμηλώνουν, όποτε μου τραβούν τ’ αυτί
«Που θα πάει αυτό; Που θα βγει;».
«Θα πληγωθείς!»
Μα…
Ποια είναι αυτή που γνώρισε έναν τέτοιον άντρα και τον άφησε, μην πληγωθεί;
Ποια δεν τον φρόντισε, ποια δεν του μαγείρεψε, ποιά δεν του έστρωσε λευκό τραπεζομάντηλο και καθαρά σεντόνια;
Ποια δεν του έκανε όλα τα γούστα, στο κρεβάτι της;
Ποια δεν τον κοίμισε στο στήθος της;
Ποια δεν τον χάζεψε να κοιμάται μέχρι να χαράξει;
Ποια δεν του σέρβιρε γλυκό καφέ κερασμένο με το χαμόγελό της, το πρωί;
Ποια δεν του έσφιξε το χέρι στα δύσκολα;
Ποια δεν τον στήριξε στα όνειρά του;
Ποια γνώρισε έναν τέτοιο έρωτα και τον άφησε να φύγει, από τον φόβο της πληγής;
Της κατακραυγής;
Βγαίνω στο μπαλκόνι.
Χορταίνω το βλέμμα μου και με τον τελευταίο πόντο του κορμιού του, καθώς φεύγει.
Στην ησυχία της νύχτας, ακούω τη μηχανή του, που τον πηγαίνει πάλι πίσω στη ζωή του.
Ο έρωτάς μου, στρίβει στη γωνιά του δρόμου.
Κι όπως κλείνω τα παντζούρια, στο πρόσωπό μου έχω μόνο ένα χαμόγελο.
Ούτε μελαγχολία, ούτε θλίψη, ούτε «τί θα γίνει αν…»;
Ας πληγωθώ.
Ας χαθώ.
Ας μην γνωρίζω.
Δεν θέλω να ξέρω.
Και σ’ όποιον πει «στα έλεγα», εγώ θα λέω «το έζησα»!