Ήταν το μέρος που οι Αθηναίοι συνωστίζονταν κάθε Σαββατοκύριακο με τις οικογένειές τους. Γονείς, παιδιά, έφηβοι, ζευγαράκια, μουσική, φασαρία, φώτα δυνατά. Αδρεναλίνη στα ύψη, χαμόγελα, κραυγές ενθουσιασμού, μαλλί της γριάς, ποπ κορν, φλερτ.
Το Ροντέο αποτελούσε το λούνα παρκ των Αθηνών, πόλο έλξης για μικρά και μεγάλα παιδιά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ξεκίνησε την λειτουργία του στη Λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος του Ωνασείου την δεκαετία του ’60. Εκεί γυρίστηκαν και σκηνές της ταινίας «Το κορίτσι του Λούνα Παρκ» και «Σ’ αγαπώ». Στη συνέχεια πήγε στη σημερινή είσοδο της μαρίνας του Αλίμου (τότε μπάζωμα, αριστερά των εκβολών του ρέματος Πικροδάφνης) και στα μέσα της δεκαετίας του ’70 μεταφέρθηκε στον Άλιμο, δίπλα από τη μαρίνα εκεί που ήταν αργότερα το Όστρια.
Ολόκληρη η περιοχή κινούνταν στους ρυθμούς του λούνα παρκ. Χιλιάδες κόσμου, άνθρωποι κάθε ηλικίας και από όλα τα σημεία της Αθήνας έδιναν ραντεβού εκεί. Στους γύρω δρόμους το μποτιλιάρισμα να κρατάει για τα καλά και στο Ροντέο η διασκέδαση να χτυπάει κόκκινο.
Μπαλαρίνα, ταψί, τρενάκι του τρόμου, εντρεπράιζ, ρόδα, σκοποβολή, συγκρουόμενα, χταπόδι και το τελεφερίκ με καρέκλες που σε έκανε βόλτα σε όλο το λούνα παρκ… Αυτές ήταν οι ατραξιόν του θρυλικού λούνα παρκ.
Ένας επίγειος παράδεισος για παιδιά, ένα μοδάτο στέκι για νέους και παράλληλα επιστροφή στην ανεμελιά για τους πιο μεγάλους. Τα παιδιά ξεσάλωναν, οι νέοι κατέβαιναν με την ελπίδα να δουν και να πειράξουν ωραία κορίτσια και οι μεγάλοι ξαναγίνονταν έστω και λίγο παιδιά.
Ολόκληρες οικογένειες γέμιζαν το Ροντέο κάθε Σαββατοκύριακο και παραδίδονταν σε ένα μεγάλο πάρτι παρασύροντας τους πάντες στους ξέφρενους ρυθμούς του. Ακόμα και ζευγαράκια επέλεγαν να συναντηθούν εκεί κι όταν δεν ήταν σε κάποιο από τα παιχνίδια, απολάμβαναν τις βόλτες τους τρώγοντας μαζί ένα κουτί ποπ κορν ή μαλλί της γριάς.
Στο Εντερπράιζ έμπαιναν και γονείς. Το ίδιο και στο τρενάκι του τρόμου, όπου μέσα στο απόλυτο σκοτάδι πετάγονταν ξαφνικά φαντάσματα, τέρατα και άλλες τρομακτικές μορφές, που άγγιζαν τους κατατρομαγμένους επιβάτες.
Το θρυλικό ταψί, χόρευε κυριολεκτικά τους τολμηρούς που ανέβαιναν σε αυτό. Στριφογυρνούσε ανεξέλεγκτα με ιλιγγιώδη ταχύτητα και αποτελούσε πόλο έλξης για τους επισκέπτες του λούνα παρκ. Δεν υπήρχαν ζώνες ασφαλείας και κινδύνευες ανά πάσα στιγμή να γλιστρήσεις από τη θέση σου και να βρεθείς στο κέντρο εάν δεν κρατιόσουν σφιχτά από τις μπάρες που υπήρχαν γύρω του.
Όσοι κατέβαιναν, ήταν ζαλισμένοι, πονούσαν τα χέρια τους από την προσπάθεια να κρατηθούν αλλά και η κοιλιά τους από τα γέλια.
Στο κέντρο του Ροντέο, που χωριζόταν σε δυο μέρη με δύο ξεχωριστές εισόδους που ενώνονταν, υπήρχε μια ντισκοτέκ η Fiji, η οποία φαίνεται στην ταινία «Ρόδα τσάντα και κοπάνα Νο 2». Και δεν ήταν μόνο αυτή η ταινία…
Αρκετές είναι οι ταινίες που γυρίστηκαν στο θρυλικό λούνα παρκ μεταφέροντας με αυτό τον τρόπο στις νεότερες γενιές το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «ο Γύρος του Θανάτου», όπου έχουν φιλοξενηθεί πολλά εξωτερικά πλάνα.
Επίσης άρωμα από Ροντέο μπορεί να πάρει κανείς στις ταινίες «Έξοδος Κινδύνου», «Πανικός στα Σχολεία», «Σατανάδες στα σχολεία», «Κλαδική εραστών», «Κλεφτρόνι και τζέντλεμαν», «Κέρατο κομπίνα και λαγωνικά» ενώ και η ιστορική ειδησεογραφική εκπομπή «Ρεπόρτερς» στους τίτλους αρχής είχε πλάνα από το Ροντέο.
Καταξίωση για το θρυλικό λούνα παρκ αποτέλεσε και η τελική σκηνή της γνωστής ταινίας «Le Casse» το 1971 όπου ο Ομάρ Σαρίφ καταδιώκει τον Ζαν Πολ Μπελμοντό στο καρουζέλ του λούνα παρκ.
Το Ροντέο σταμάτησε να λειτουργεί το 1986 όταν μια κοπέλα έπεσε από το Εντερπράιζ, ένα γεγονός που αμαύρωσε πολύ τη φήμη του λούνα παρκ και είχε ως συνέπεια να μειωθεί δραματικά η προσέλευση του κοινού καθώς δημιουργήθηκαν αμφιβολίες αναφορικά με τους κανόνες ασφαλείας του λούνα παρκ.
Αφετέρου ήταν και το πολύ υψηλό ενοίκιο που έπρεπε να καταβάλει ο ιδιοκτήτης, κύριος Ρίμπας, στο δήμο, ο οποίος μετά το κλείσιμο του Ροντέο, συνέχισε την επιχειρηματική του δραστηριότητα στη Βάρκιζα με το θρυλικό Ribas.
Το 1987 μπήκε οριστικά λουκέτο στον χώρο που σημάδεψε τα νιάτα εκατοντάδων Αθηναίων κλείνοντας μαζί τους τις αναμνήσεις μίας ολόκληρης εποχής.
[nbst]