Η παρακάτω ιστορία γράφτηκε από την κυρία Σάνια Μωραΐτου (Niki Vikou) στην fb ομάδα Untold stories
Για ένα γ@μημένο Πι….
Η ‘Ολγα κι Πάρης, είναι το υπόδειγμα του ταιριασμένου, αγαπημένου, αγέραστου ζευγαριού. Αν και εβδομηντάρηδες δεν εγκατέλειψαν καμιά από τις νεανικές τους συνήθειες. Κάνουν τη βόλτα τους στην παραλία χεράκι – χεράκι, ξενυχτούν στα μπαράκια, χορεύουν οι δυο τους στο μπαλκόνι σέικ και μάμπο ή ροματζάρουν αγκαλιασμένοι, ροκάρουν με κάθε ευκαιρία, δεν βγάζουν από πάνω τους τα τζιν όπως τότε που ήταν φοιτητές.
Οι πιο πολλοί τους ζηλεύουν, κάποιοι τους θεωρούν φρικιά, κάποιοι άλλοι ντροπή της γειτονιάς ή του σογιού τους.
Το σίγουρο είναι πάντως πως κανείς δεν αμφιβάλλει πως είναι ακόμη ερωτευμένοι κι ευτυχισμένοι.
Έπεσε σαν κεραυνός λοιπόν στον περίγυρό τους η είδηση πως χωρίζουν. Οι φήμες παίρνουν και δίνουν. Τρίτο πρόσωπο, ακόμη μια λωλαμάρα, αλτσχάιμερ. Ο Πάρης κυκλοφορεί αξύριστος, με το κεφάλι σκυμμένο, η΄Ολγα βγαίνει μόνη της για ψώνια, απεριποίητη και συχνά βουρκωμένη. Σαν να γέρασαν κι οι δυο απότομα.
Ο Γιάννης κι η Μαρία, δυο παιδιά που μένουν δίπλα τους και τους πονάνε, άσε που τους θαύμαζαν ως τώρα, τους θεωρούσαν πρότυπο για τη δική τους σχέση αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να τους τα ξαναφτιάξουν.
Σφίγγες κι οι δυο χωρισμένοι, δεν μπόρεσαν να τους πάρουν κουβέντα. Ήδη ο Πάρης ετοίμαζε τα μπογαλάκια του για να μετακομίσει στο εξοχικό τους. Ιππότης, της άφηνε το σπίτι, μιας κι εκείνη δεν οδηγούσε και θα της ήταν δύσκολο να απομονωθεί στην Ασπροβάλτα.
Τη βραδιά πριν αναχωρήσει, το νεαρό ζευγάρι τους κάλεσε σπίτι του με την ψεύτικη πρόφαση πως επιτέλους θ΄ αποκτούσαν παιδί. ‘Ατεκνοι οι ίδιοι θα φάνταζε μικροπρεπές να αρνηθούν την πρόσκληση. Στο τραπέζι μετά το απεριτίφ, ένα κοκτέιλ βόμβα, κάθε τόσο τους γέμιζαν με τρόπο τα ποτήρια και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά το φαγητό συνέχισαν στο μπαλκόνι με ουίσκι.
Κουβέντα στη κουβέντα περί ανέμων και υδάτων και ποτήρι στο ποτήρι οι φίλοι τους έγιναν τούρνα και λύθηκε η γλώσσα τους.
-Μα να με απατήσεις μετά πενήντα χρόνια γάμου; Δεν το χωράει ο νους μου.
-Τι είναι αυτά που λες; Εγώ που πίνω νερό στο όνομα σου σε απάτησα; Για αυτό δεν με πλησιάζεις ένα μήνα τώρα;
-Μην το αρνείσαι! Σιγά μην σου κάνω κι έρωτα μετά από αυτό. Να πας στον Άρη σου για γούστα.
Η Μαρία σκουντάει με τον αγκώνα τον καλό της και του λέει ψιθυριστά; “Τα βλέπεις; Κάνουν έρωτα σε αυτή την ηλικία, όχι σαν κι εμάς που βαριόμαστε”
-Ποιος είναι ο Άρης; Έναν Άρη γνωρίζαμε κι αυτός είναι πεθαμένος από κόβιντ από το 20.
– Δεν λέω αυτόν, τον άλλον, το γομάρι που μπήκε ανάμεσα μας
-Πάρη, αγάπη μου να πάμε σ΄ έναν νευρολόγο, κάτι έπαθες, βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν.
-Ναι, βγάλε με και τρελό τώρα! ‘Εχω αποδείξεις κυρία μου, ατράνταχτες!
– Ωραία για να τις ακούσω κι εγώ.
-Όχι μπροστά στα παιδιά, μετά στο σπίτι.
-Δεν πάω πουθενά αν δεν λυθεί η παρεξήγηση. Σε προειδοποιώ, θα χωρίσουμε χωρίς λόγο!
– Και το τατουάζ;
-Ποιο τατουάζ; Έχω και πολλά.
-Στην κοιλιά, πάνω από το εφηβαίο.
Δίχως άλλη κουβέντα η Όλγα σηκώνεται, κατεβάζει το τζιν, σπρώχνει λιγάκι το εσώρουχο κι εμφανίζονται δυο καρδιές που στη μια με κεφαλαία γράφει Όλγα και στην άλλη Άρης.
– Να το – να το! Άρης! Που είμαι εγώ;
Η Όλγα ατάραχη τεντώνει το δέρμα κι εμφανίζεται επιτέλους το γαμημένο Π που είχε κρυφτεί σε μια πτυχή της ηλικίας και θα τους χώριζε τώρα στα γεράματα.
-Εδώ είσαι βασανάκι μου, τρελόγερε. Αχ καημένε, δεν σ΄ απατώ εγώ, η ομορφιά, τα νιάτα με απατούν από καιρό όπως κι εσένα!