Η Καμάρα (Αψίδα του Γαλερίου) είχε 8 πεσσούς και ήταν σκεπασμένη με θόλο(!), ο Ιππόδρομος μήκους 450 μέτρων έφτανε ως τη θάλασσα (η τελευταία έφτανε ψηλά μέχρι τη σημερινή οδό Μητροπόλεως), η Ροτόντα ήταν αφιερωμένη στην αρχαία θρησκεία, το ανάκτορο είχε δεκάδες κτίρια, ανάμεσά τους τη Βασιλική, την κατοικία του καίσαρα, την αψιδωτή αίθουσα, δευτερεύοντα κτίσματα και όλο το συγκρότημα περιστοιχιζόταν από ψηλά τείχη (που έφταναν περίπου στο ύψος της σημερινής οδού Εθνικής Αμύνης).
Η εντυπωσιακή απεικόνιση της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης.
Στο πλαίσιο της αναστήλωσης του μνημειακού χώρου, έγινε η ψηφιακή αναπαράσταση του συγκροτήματος, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης (πρώην ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ) με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και κυκλοφορεί έτσι ένας οδηγός τσέπης, διαφορετικός από τους άλλους, ευρηματικός και ενδιαφέρων, που κυκλοφορεί με τίτλο «Γαλεριανό Συγκρότημα. Μια εικονική περιήγηση».
Κείμενα
Οι τρισδιάστατες αναπαραστάσεις, που συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα, δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη του αρχαιολογικού χώρου να κατανοήσει τη μορφή των κτιρίων στην εποχή λειτουργίας τους (4ος-7ος αιώνας μ.Χ.) και να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα της νοτιοανατολικής περιοχής της αρχαίας Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα της συνοικίας του ανακτόρου.
Αναπαράσταση από το Ανάκτορο του Γαλερίου και ψηφιακός χάρτης των μνημείων του Γαλεριανού συγκροτήματος σήμερα
«Το συγκρότημα του Γαλερίου είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο συγκρότημα της πόλης, άμεσα συνδεδεμένο με την εποχή της Υστερης Αρχαιότητας της Θεσσαλονίκης. Η μοναδικότητα της Ροτόντας για παράδειγμα μπορεί να συγκριθεί με τον Πάνθεον της Ρώμης, και αυτό δεν αποτελεί υπερβολή.
Ο αρχαιολογικός άξονας από το Επταπύργιο μέχρι τη θάλασσα και την οπτική επαφή του με το βουνό των θεών, τον Ολυμπο, και τον ισχυρό οικουμενικό συμβολισμό του είναι ο σημαντικότερος της ιστορίας της πόλης», αναφέρει στο «Εθνος» ο αναπληρωτής διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, Σταμάτης Χονδρογιάννης.
Η Ροτόντα όπως είναι σήμερα και η ψηφιακή αναπαράστασή της
«Η αναπαράσταση ήταν μια δουλειά δύσκολη και επίπονη. Ηταν ένας συνδυασμός στοιχείων των αρχαιολογικών ανασκαφών και της βιβλιογραφικής έρευνας. Για τα κτίσματα για τα οποία δεν υπάρχουν ανασκαφικά δεδομένα, όπως τα επιμέρους τμήματα του Ιππόδρομου, το περίκεντρο κτίριο, οικοδομικά τετράγωνα με οικίες, κ.ά., βασιστήκαμε στη μελέτη της αρχιτεκτονικής μορφής ανάλογων δημοσιευμένων οικοδομημάτων», μας λέει η αρχιτέκτονας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, Φανή Αθανασίου, μία από τις συντάκτριες του οδηγού – οι άλλες τρεις είναι η Βενετία Μάλαμα, η Μαρία Μίζα και η Μαρία Σαραντίδου, ενώ την τρισδιάστατη ψηφιακή αναπαράσταση έκανε ο αρχιτέκτονας Φώτης Τσακμάκης.
Αψίδα του Γαλερίου, κύρια λεωφόρος και στοές (αναπαράσταση)
Η «ταυτότητα» των μνημείων
Το σημαντικότερο μέρος του συγκροτήματος καταλάμβανε το ανάκτορο, που χτίστηκε στις παρυφές της πόλης, δίπλα στο ανατολικό τείχος, και έφτανε μέχρι τη θάλασσα (οδός Μητροπόλεως), ενώ στο δυτικό του όριο πρέπει να έφτανε έως την οδό Απελλού. Από τα πιο μεγαλοπρεπή κτίρια ήταν η Βασιλική, που λειτουργούσε ως χώρος υποδοχής και ακροάσεων. Δυτικά της Βασιλικής υπάρχει μια σημαντική κτιριακή ενότητα του ανακτόρου, που αποτελείται από ένα κτίσμα 30Χ40 μ. με 11 χώρους.
Εκατέρωθεν ενός μακρύ διαδρόμου ήταν τα λουτρά και το Οκτάγωνο, που σύμφωνα με την ιστορική έρευνα προορίζονταν για αίθουσα ακροάσεων ή αίθουσα του θρόνου των ανακτόρων, ενώ αργότερα λειτούργησε και ως χριστιανικός ναός.
Η καταστροφή του Οκτάγωνου τοποθετείται τον 7ο αιώνα μ.Χ., εποχή που η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από ισχυρούς σεισμούς. Το βορειότερο κτίσμα του ανακτόρου ήταν η Αψιδωτή Αίθουσα, που χρησιμοποιούνταν για τη διοργάνωση συμποσίων και άλλων τελετών.
Ο ιππόδρομος αποτελούσε έναν κατεξοχήν σημαντικό πολιτικό χώρο, κατά τους χρόνους της Τετραρχίας. Είχε μήκος 450 μέτρα και πλάτος 95 μέτρα. Στο βόρειο τμήμα του (σήμερα οδός Αγαπηνού) που ήταν καμπύλο, σχηματίζονταν 12 χώροι που πλαισίωναν την κεντρική είσοδο και χρησίμευαν για τη στάθμευση και την εκκίνηση των αρμάτων, ενώ τα καθίσματα ήταν υπερυψωμένα σε σχέση με τον στίβο.
Ο ιππόδρομος κατασκευάστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. και σύμφωνα με τις γραπτές πηγές συνέχισε να λειτουργεί τουλάχιστον μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. Το βορειότερο κτίριο ήταν η Ροτόντα που κατά την τετραρχική περίοδο ήταν ναός αφιερωμένος στην αρχαία θρησκεία.
Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στους Ασώματους ή Αρχαγγέλους και τα εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτά ανάγονται στην παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-6ος αιώνας μ.Χ.). Οι μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που έγιναν στο μνημείο κατά την περίοδο αυτή επιβάρυναν τη στατική του επάρκεια, ενώ οι σεισμοί του 7ου αιώνα μ.Χ. κατέστρεψαν την αψίδα του ιερού και το υπερκείμενο τμήμα του θόλου.
Νότια της Ροτόντας υπήρχε η θριαμβευτική Αψίδα του Γαλέριου (γνωστή σήμερα ως Καμάρα), η οποία κτίστηκε μεταξύ των ετών 298 και 305 μ.Χ., πιθανόν σε ανάμνηση της εκστρατείας και της νίκης του Γαλέριου κατά των Περσών. Το οικοδόμημα αποτελούνταν από οκτώ πεσσούς, διατεταγμένους ανά τέσσερις σε δύο παράλληλες σειρές, με τρία τοξωτά ανοίγματα ανάμεσά τους. Από τους πεσσούς σήμερα σώζονται μόνο τρεις.
Την Καμάρα, που ήταν σκεπασμένη με θόλο, διέσχιζε η σημαντική οδική αρτηρία, η ρωμαϊκή Decumanus maximus, η Μέση Οδός ή Λεωφόρος (σημερινή Εγνατία) όπως την έλεγαν οι Βυζαντινοί – κατάλοιπά της έχουν βρεθεί κάτω από το οδόστρωμα της Εγνατίας, στην οδό Βενιζέλου, στα έργα κατασκευής του μετρό.
Πηγή: tanea.gr
ΜΑΡΙΑ ΡΙΤΖΑΛΕΟΥ
[email protected]