Το σίγουρο είναι πως αποτελεί μια ευχάριστη ανάσα δροσιάς στην εν γένει δυσωδία της ελληνικής τηλεόρασης του trash και των φθηνών.
Στο μεγάλο θέμα-συζήτηση για τα 25 χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, όλοι σχεδόν οι συμμετέχοντες συμφωνούσαν πως για την έλλειψη καλών δουλειών τα τελευταία χρόνια, δεν ευθύνεται (μόνο) η οικονομική κρίση.
Αντίθετα, ως βασική αιτία εντοπίστηκε η απουσία καλών δημιουργών και αντίστοιχα πρωτότυπων σεναρίων που έχουν πραγματικά κάτι να πουν. Μην τρελαθούμε άλλωστε, οι περισσότερες απ’ τις σειρές που αγαπήσαμε όλα αυτά τα χρόνια, δεν ήταν υπερπαραγωγές που χρειάστηκαν εκατομμύρια κι ώρες επεξεργασίας με ειδικά εφέ για να γυριστούν.
Οι ‘Απαράδεκτοι’, οι ‘Δύο Ξένοι’, τα ‘Εγκλήματα’, βασίστηκαν στο καλό κείμενο και τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών τους, κερδίζοντας εύκολα την αγάπη του κοινού. Ναι, υπήρξαν και σειρές όπως το ‘Νησί’ ή ‘Η Αίθουσα του Θρόνου’ που ήταν πράγματι ακριβές παραγωγές, όμως δεν αποτελούν παρά την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις σειρές των ΗΠΑ στην ποιότητα του ήχου, της εικόνας και των ειδικών εφέ. Μπορεί όμως να ακολουθήσει το παράδειγμα των αγγλικών, των ιταλικών και των γαλλικών σειρών και να παρουσιάσει σειρές που έχουν πράγματι κάτι καλό και ουσιαστικό να πουν.
Κι εδώ ακριβώς έρχεται ‘Η Λέξη Που Δε Λες’. Μια σειρά που, για να σε προλάβω, βασίζεται στο σίριαλ του BBC ‘The A Word’ και δεν αποτελεί πρωτότυπη σύλληψη. Μειώνει αυτό όμως σε κάτι την αξία του εγχειρήματος;
Ίσα-ίσα που όλα αυτά τα χρόνια έχουμε δει ένα κάρο μέτριες ξένες σειρές να προσαρμόζονται στα ελληνικά δεδομένα με το τελικό αποτέλεσμα να είναι απογοητευτικό. Ακόμη κι όταν οι ξένες σειρές ήταν όντως καλές όμως, πολλές φορές η ελληνική διασκευή του σεναρίου ήταν φρικτή. Θέλεις να σου θυμίσω τα παραδείγματα της ‘Μοντέρνας Οικογένειας’, του ‘Με λένε Βαγγέλη’ και άλλων προσπαθειών που σε έκαναν να ξεχάσεις ότι η ξένη σειρά βλεπόταν ευχαρίστως;
Οι δημιουργοί του ‘Η Λέξη Που Δε Λες’ λοιπόν, έκαναν το πρώτο βήμα, διαλέγοντας να διασκευάσουν ένα ήδη εξαιρετικό σενάριο, και το έκαναν σωστά, καταφέρνοντας ένα αποτέλεσμα που ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσα στο γάλα στην μετριότητα (για να είμαστε επιεικείς) της ελληνικής τηλεόρασης.
Η σειρά, παρουσιάζει την ιστορία του μικρού Παυλή, ενός αυτιστικού παιδιού που μεγαλώνει με την οικογένειά του σ’ ένα χωριό έξω απ’ τα Χανιά. Ναι, η σκηνοθεσία του Θοδωρή Παπαδουλάκη, ο οποίος σκηνοθέτησε και το ‘Νησί’ είναι εξαιρετική. Σίγουρα, οι ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών είναι τρομερές.
Η Μαρία Πρωτόπαππα κι ο Βασίλης Μπισμπίκης στο ρόλο των γονιών του μικρού αγοριού (το οποίο ενσαρκώνει εξαιρετικά ο 9χρονος Γιώργος Στεντούμης), ο Δημήτρης Καταλειφός στο ρόλο του παππού, ο Μάξιμος Μουμούρης, η Πηνελόπη Τσιλίκα, είναι όλοι τους εξαιρετικοί.
Καμία αντίρρηση επίσης στο ότι η διασκευή του σεναρίου απ’ την Κατερίνα Γιαννάκου έχει γίνει με άρτιο τρόπο. Όμως η επιτυχία της σειράς δεν βασίζεται μόνο σ’ αυτά. Το μεγαλύτερο όπλο του ‘Η Λέξη Που Δε Λες’ είναι ότι θίγει με εξαιρετική ευαισθησία ένα θέμα το οποίο ενδιαφέρει πράγματι τους τηλεθεατές.
Έρχονται αντιμέτωποι με τον αυτισμό του γιου τους και αργούν να το αντιληφθούν. Οι γονείς που αρνούνται να αποδεχτούν την διαφορετικότητα του παιδιού τους, θεωρώντας πως είναι απλά λίγο διαφορετικό απ’ τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.
Ο τρόπος με τον οποίο ένα τέτοιο γεγονός επηρεάζει τους δεσμούς μιας οικογένειας, αλλά και οι αντιδράσεις που γεννάει σε μια μικρή κοινωνία όπως αυτή ενός χωριού της Κρήτης. Το τι νιώθει, τι σκέφτεται, τι αντιλαμβάνεται ένα μικρό παιδί με αυτισμό και ποια είναι τα στάδια της θεραπείας του αλλά κι ο σωστός τρόπος με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Όλα τα παραπάνω, είναι κάποια απ’ τα θέματα που θίγει η σειρά, θέματα πολύ διαφορετικά απ’ αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις περισσότερες ελληνικές παραγωγές. Εκτός από συγκινητική, ευαίσθητη και βαθιά ανθρώπινη, η σειρά -για μένα τουλάχιστον- λειτουργεί και παιδευτικά, αφού σε βάζει στη θέση μιας οικογένειας που βιώνει μια τέτοια δυσκολία αλλά και σου παρουσιάζει την οπτική γωνία ενός ανθρώπου με αυτισμό.
Βάλε δίπλα στο ‘Η Λέξη Που Δε Λες’ τις περισσότερες απ’ τις τηλεοπτικές σειρές των τελευταίων χρόνων. Σειρές με κάκιστο χιούμορ και σενάριο που αναπαράγει διαρκώς τα ίδια αστεία και στερεότυπα για την κρίση και τον σημερινό Έλληνα, όταν τουλάχιστον δεν καταπιάνεται με ερωτικά τρίγωνα. Σειρές που δεν έχουν τίποτα ουσιαστικό να προσφέρουν, του ποδαριού. Με ερμηνείες πολλές φορές στα όρια της παρωδίας, από ηθοποιούς που αισθάνεσαι ότι το μόνο τους προσόν είναι η εμφάνισή τους. Δεν είναι ανάγκη να αρχίσω να πετάω ονόματα, δεν είναι κι αυτή η ουσία του θέματος άλλωστε.
Η απουσία χρημάτων λειτουργεί στα χρόνια της κρίσης ως η τέλεια δικαιολογία για να καλύψει πρόχειρες κι ανέμπνευστες δουλειές, όταν το μόνο που απαιτείται τελικά είναι μια καλή ιδέα και άνθρωποι ικανοί να την εκτελέσουν
Βλέπω τουλάχιστον 10 ξένες σειρές ταυτόχρονα αυτή την εποχή. Πίστευα πως πολύ δύσκολα θα καταφέρει ξανά μια ελληνική σειρά να με κάνει να ασχοληθώ μαζί της. Κι όμως, πλέον έχω βάλει στο πρόγραμμα, δίπλα στις 10 ξένες, και μια ενδέκατη σειρά, η οποία γυρίζεται στη χώρα μας.
Γιατί όπως ακριβώς κι οι πολυδιαφημισμένες σειρές του εξωτερικού, το ‘Η Λέξη Που Δε Λες’ έχει καταφέρει να κεντρίσει το ενδιαφέρον μου, να μου προκαλέσει αγωνία, να με συγκινήσει, να με κάνει να συμπαθήσω και να αντιπαθήσω συγκεκριμένους χαρακτήρες αλλά και να μ’ εκπαιδεύσει πάνω σ’ ένα ευαίσθητο θέμα, το οποίο είναι πράγματι ακόμη ταμπού στην Ελλάδα.
Μια σειρά που μιλάει για αληθινά προβλήματα, παρουσιάζει αληθινούς ανθρώπους, αναδεικνύει την σημασία της επικοινωνίας και σε κάνει να σκεφτείς διαφορετικά.
Μακάρι η σειρά αυτή να πετύχει τους δύο βασικούς στόχους τους οποίους φαντάζομαι ότι έχει θέσει: αρχικά να δώσει το παράδειγμα ώστε να δούμε κι άλλες αντίστοιχες παραγωγές στο άμεσο μέλλον κι επίσης, να ξεκινήσει μια κουβέντα για τους ανθρώπους με αυτισμό στην ελληνική κοινωνία.
Το σίγουρο είναι πως αποτελεί μια ευχάριστη ανάσα δροσιάς στην εν γένει δυσωδία της ελληνικής τηλεόρασης του trash και των φθηνών, όχι σε χρήματα, αλλά σε πνευματική αξία παραγωγών.
Ακόμη όμως κι αν η ιστορία το καταγράψει ως μια εξαίρεση που επιβεβαίωσε τον κανόνα της μετριότητας, μπορούμε να κρατήσουμε ένα αδιαπραγμάτευτο κέρδος: μας έδειξε πως για να παρουσιάσεις κάτι καλό δεν χρειάζεσαι χρήματα αλλά μια καλή ιδέα κι έναν όμορφο τρόπο να την παρουσιάσεις.