Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα.. Ένα υπέροχο τραγούδι του 1938 σε στίχους Σπυρόπουλου Παπαδούκα, από την επιθεώρηση «Βιολέττα» την μεγάλη επιτυχία του θιάσου Μηλιάδη Κυριακού στο θέατρο Σαμαρτζή. Ένα υπέροχο βαλς που απογείωσε με την ερμηνεία της η μεγάλη Σοφία Βέμπο.
Ένα αληθινό διαμάντι που σε συγκινεί και σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές, με ανθρώπους διαφορετικούς…
Η θεσπέσια μουσική του φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου ταλέντου του Κώστα Γιαννίδη, ο οποίος για την Σοφία Βέμπο και μόνο έκανε την υπέρβαση να μην γράφει μόνο Τανγκό όπως απαιτούσαν τότε οι περιστάσεις.
Το Πόσο λυπάμαι είναι από εκείνα τα τραγούδια που δεν παλιώνουν ποτέ. Που θα σιγοψιθυρίζουν τους στίχους τους και οι επόμενες γενιές..
Από όλους όσους διασκεύασαν το Πόσο λυπάμαι αξίζει να γίνει αναφορά στους Imam Baildi. Είναι εξαιρετικό..
Η Σοφία Βέμπο ήταν μια γυναίκα σύμβολο για την Ελλάδα. Ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «τραγουδίστρια της νίκης». Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπο και μάλλον γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910, στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία, τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ’ ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Τότε όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη προσφέρει στο ελληνικό ναυτικό 2000 χρυσές λίρες.
Η Σοφία Βέμπο πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και την επομένη, στην κηδεία της στο Ά Νεκροταφείο –τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, μια μέρα κρύα και βροχερή– σημειώθηκε λαϊκό προσκύνημα από χιλιάδες κόσμου που απέδειξαν με τον πιο θαυμαστό τρόπο ότι δεν ξεχνούν αυτούς που μίλησαν με τρόπο μοναδικό και απαράμιλλο στον ενικό της καρδιάς τους.
Οι στίχοι
Πολλές αγάπες γνώρισα
αγάπησα και χώρισα
μα όπου κι αν γυρνούσα
εσένα ζητούσα
Στα όνειρα τα χίλια μου
σε γύρευαν τα χείλια μου
σε γύρευ’ η ψυχή μου
κι οι πόθοι οι κρυφοί μου
Πόσο λυπάμαι
τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα
που πρόσμενα καιρό
Μα πώς φοβάμαι
πως ίσως μιά μέρα σε χάσω
γιατί να σε ξεχάσω
ποτέ δεν θα μπορώ
Γύρε κοντά μου αγάπη γλυκειά μου
θέλω ακόμα ξανά να σου πω