«Μεταξύ μας δεν νικιέται η αλήθεια…», λέει σε μια ρίμα του ο ράπερ ΛΕΞ και η αλήθεια είναι πως εκείνος αποτελεί πιθανόν μια μουσική διέξοδο για τους νέους, καθώς χωρίς καμία απολύτως διαφήμιση συγκέντρωσε συνολικά πάνω από 50.000 θεατές σε δύο συναυλίες του, μια στη Νέα Σμύρνη το περασμένο καλοκαίρι και μια στη Θεσσαλονίκη το προχθεσινό (21/10) βράδυ.
Αν ρωτήσεις ποιος είναι ο ΛΕΞ, οι περισσότεροι – ενδεχομένως – να σου απαντήσουν με μια άλλη ρίμα του: «Eίμαι παιδί αυτής της γης δεν θέλω βία, δεν βλέπω χρώματα, έχω αχρωματοψία…». Άλλωστε, για τον ΛΕΞ, το μόνο που μετράει είναι «το μυαλό του», όπως λέει σ’ ένα τραγούδι. Η αναγνώριση της – λεγόμενης – underground hip hop σκηνής και του κοινού, κόντρα στο σύστημα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των δισκογραφικών εταιρειών, αποτελεί το επιστέγμασμα της πολύχρονης καλλιτεχνικής πορείας του.
«Δεν είμαι beatnik ποιητής, είμαι ράπερ»
Ο ίδιος ο ΛΕΞ, σε πρόσφατη συνέντευξή του με τον Παύλο Παυλίδη που δημοσιεύθηκε στο e-tetradio.gr, δίνει τη δική του έννοια στη ραπ μουσική, απορρίπτοντας ίσως την ιδιότητα ενός «μουσικού ποιητή».
Χαρακτηριστικά, ο ράπερ είπε: «Δεν το σπάω συνειδητά το ραπ. Δεν είμαι beatnik ποιητής, είμαι ράπερ και μου αρέσει. Πώς, όμως, να πεις τι είναι το ραπ; Αν είναι αλητεία σε εισαγωγικά ή χωρίς; Το hip hop, επαναλαμβάνω, είναι μέσο. Και δεν το βάζω σε κουτιά, δεν θα πω αυτό είναι ραπ και το άλλο όχι. Είναι ένα μέσο και το χρησιμοποιεί ο καθένας όπως θέλει. Βιβλίο είναι του Χένρι Μίλερ, βιβλίο είναι και της Λίτσας Πατέρα».
Εν συνεχεία, ο καλλιτέχης πρόσθεσε: «Όταν, λοιπόν, κατάλαβα τη δύναμη του μέσου, αποφάσισα να κάνω σόλο. Ήταν και ο Dof Twogee που έφτιαχνε τη μουσική, δέσαμε. Το hip hop πρέπει να είναι και songwriting. Πρέπει το ρεφρέν να το καταλαβαίνω, το synth να το νιώθω, να έχει τη δομή του».
Ποιος είναι ο ΛΕΞ
Ο Αλέξης Λαναράς, ευρύτερα γνωστός ως ΛΕΞ, είναι Έλληνας ράπερ από την Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 25 Σεπτεμβρίου 1984 και μεγάλωσε στην περιοχή του Φαλήρου. Αρχικά, ο ΛΕΞ ήταν γκραφιτάς στους «2G (Good Guys)» και, το 1999, αποφάσισαν να ασχοληθούν με τη μουσική, δημιουργώντας τα «Βόρεια Αστέρια». Έτσι, με τα «Βόρεια Αστέρια» κυκλοφόρησαν τέσσερις δίσκους προτού χωρίσουν οι δρόμοι τους και ακολουθήσει ο καθένας σόλο καριέρα.
Ενδιάμεσα, ο ράπερ είχε δημιουργήσει τα «Ανάποδα Καπέλα», μαζί με ένα άλλο μέλος των «Βορείων Αστεριών», τον «Μικρό Κλέφτη», κυκλοφορώντας το πρώτο τους άλμπουμ το 2007.
Το 2010, ο ΛΕΞ άρχισε σόλο καριέρα και, το 2014, κυκλοφόρησε τον πρώτο σόλο δίσκο του με τίτλο «Ταπεινοί και πεινασμένοι», ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «ένα από τα πιο “real” δείγματα του σύγχρονου ελληνικού hip hop». Εν συνεχεία, το 2018 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «2XXX».
Ο ΛΕΞ, το καλοκαίρι του 2019, πραγματοποίησε μια συναυλία στο Θέατρο Πέτρας της Αθήνας, όπου συγκεντρώθηκαν περίπου 10.000 θεατές. Με αφορμή τη συναυλία, αναφέρθηκε ότι με κάθε live του «ανεβάζει τον πήχη στη ραπ σκηνή». Οι στίχοι του ΛΕΞ αφορούν σε θέματα όπως είναι η οικονομική κρίση, τα ναρκωτικά και οι μικροπαραβατικότητες.
Το φαινόμενο ΛΕΞ στον κόσμο του Twitter
Ο ΛΕΞ κάνει «Τ.Γ.Κ.», δηλαδή κάνει «Τέχνη Για Κολλημένους», και οι χρήστες του Twitter προσπάθησαν να μεταφέρουν με αναρτήσεις τους τη δυναμική του ράπερ και το τι συνέβη στην πρόσφατη συναυλία του στο Καυτανζόγλειο, στη Θεσσαλονίκη, στην οποία βρέθηκαν περίπου 30.000 θεατές.
"Το πιο μεγάλο χωριό στην Ελλάδα μ’ ενάμιση εκατομμύριο ζωές"
Το ξεκίνημα της σημερινής συναυλίας #Λεξ με 30.000 ανθρώπους να τραγουδούν κάθε στίχο.#antireport pic.twitter.com/75GMiHLPyq— Chris Avramidis (@chris_avramidis) October 21, 2022
Γιατί η μουσική, μόνο ενώνει! Την απόδειξη μας την έδωσε ο ΛΕΞ!
Μου λένε γαμησέ τους Αλεξάκη#lexlive #lex #skg pic.twitter.com/xFrGIl0NEA— Chori™ (@heartless_kid12) October 21, 2022
Η απόλυτη συναυλία! #ΛΕΞ pic.twitter.com/Yf4SpjpRpb
— maria tsitlakidou (@maria_tsitla) October 22, 2022
ΛΕΞ: «Δεν είμαι μπίτνικ ποιητής, είμαι ράπερ και μου αρέσει»
Το 2022 ήταν η αναμφίβολα η χρονιά του ΛΕΞ, όχι μόνο επειδή για τα μέσα, που ξαφνικά ανακάλυψαν ότι υπάρχει και είδαν στο πρόσωπό του το φαινόμενο του ελληνικού ραπ, έκανε διπλό ρεκόρ με τις συναυλίες του. Οι σχεδόν 25.000 θεατές που τον αποθέωσαν στην εμφάνισή του στη Νέα Σμύρνη, στο γήπεδο του Πανιωνίου στις 3 Ιουλίου, και οι περίπου 30.000 που γέμισαν το Καυτανζόγλειο Στάδιο στη Θεσσαλονίκη στις 21 Οκτωβρίου είναι νούμερα πρωτόγνωρα για ραπ συναυλία στην Ελλάδα, αλλά ο ΛΕΞ δεν κατάφερε μόνο αυτό.
Ο τελευταίος δίσκος του, «Μετρό», που κυκλοφόρησε στις 12 Μαΐου απασχόλησε ακόμα και μέσα που δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με το ελληνικό ραπ, παίχτηκε στο ραδιόφωνο και έγινε θέμα συζήτησης ακόμα και σε παρέες boomers, οι οποίοι στη συνέχεια πήγαν, έστω και από περιέργεια, στο live να δουν τι στο καλό είναι αυτό το «φαινόμενο». Πολύ πιθανό να υπάρχει και στις λίστες τους με τα καλύτερα της χρονιάς κι ας μην έβαλαν να τον ακούσουν ξανά.
Ο ΛΕΞ έχει γίνει κάτι σαν το πασπαρτού για την κουλτουριάρικη πλευρά του ραπ, κάτι σαν τις ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς και παλιότερα τον Ταρκόφσκι ή τον Γκοντάρ για όποιον δήλωνε σινεφίλ ‒ όποιος, άσχετος με το ραπ, πρέπει να δηλώσει ότι ακούει και ραπ, λέει τον ΛΕΞ και ξεμπερδεύει. Τι σχέση έχει ο ΛΕΞ με όλο αυτό; Καμία απολύτως.
Ο ΛΕΞ δεν έγινε ξαφνικά κάτι άλλο από αυτό που ήταν πάντα, ένας δημοφιλής ράπερ με στίχο που άγγιζε –και αγγίζει‒ τα λαϊκά στρώματα. Λέει αυτό που θέλεις να ακούσεις, σε αφορά, ταυτίζεσαι και αν είσαι πιτσιρικάς, βρίσκεις έναν τρόπο εκτόνωσης στις συναυλίες του που μαζεύουν ένα ετερόκλητο κοινό από άτομα κάθε ηλικίας και όχι μόνο οπαδούς της ραπ. Δεν είναι «μουσική για μπαχαλάκηδες», όπως με στόμφο τη χαρακτήρισαν κάποιοι, δεν ενθαρρύνει τη βία, δεν χειραγωγεί (τουλάχιστον συνειδητά), δεν κάνει κάτι περισσότερο από αυτό που κάνουν ο Αγγελάκας, ο Παυλίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, δηλαδή μουσική την αλήθεια τους, που για ένα μεγάλο μέρος των ακροατών τους είναι και η δική τους αλήθεια.
Δεν καυχήθηκε ποτέ γι’ αυτό που κάνει, δεν μιλάει δημόσια, δεν κάνει καν διάλογο με το κοινό –γιατί τα λέει όλα με τους στίχους του‒, είναι χαμηλών τόνων, προστατεύει την προσωπική του ζωή. Σε αυτήν τη στάση κατά της δημοσιότητας, που δημιουργεί αχλή μυστηρίου γύρω από το όνομά του, οφείλεται εν μέρει αρκετό από το «κύρος» που έχει στα media. Το όνομα ΛΕΞ το τοποθετούν δίπλα στον τίτλο «ποιητής» και ως ποιητής ανυψώνεται και αποκτά διαφορετικό καλλιτεχνικό status από έναν άλλο ράπερ. Κι αυτό που τον χρίζει κυρίως ποιητή είναι ο ελληνικός στίχος, τα κατεβατά αλήθειας που είναι βιωματικά (γιατί «πώς να αποφύγεις την αυτοαναφορικότητα στο βιωματικό; Προσωπικά, λέω ό,τι σκέφτομαι, λέω ό,τι ζω», όπως αναφέρει κι ο ίδιος) αλλά και το δυνατό storytelling.
«Είναι πολύ δύσκολο να υπάρχει χιπ-χοπ στην Ελλάδα με ξένο στίχο» έλεγε πέρσι στη μοναδική συνέντευξη που έχει δώσει, στο «Rolling Stone», σε μια συνομιλία του με τον Παύλο Παυλίδη, (Νοέμβριος 2021, σε συντονισμό του Δημήτρη Κανελλόπουλου). «Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν παιδιά που το προσπαθούν και κάνουν καλή δουλειά. Αλλά το χιπ-χοπ είναι απέραντο. Είναι παντού, πιάνει όλο το φάσμα».
Πώς να πεις τι είναι το ραπ; Αν είναι αλητεία σε εισαγωγικά ή χωρίς; Το χιπ-χοπ, επαναλαμβάνω, είναι μέσο. Και δεν το βάζω σε κουτιά, δεν θα πω αυτό είναι ραπ και το άλλο όχι. Είναι ένα μέσο και το χρησιμοποιεί ο καθένας όπως θέλει. Βιβλίο είναι του Χένρι Μίλερ, βιβλίο είναι και της Λίτσας Πατέρα. Όταν, λοιπόν, κατάλαβα τη δύναμη του μέσου, αποφάσισα να κάνω σόλο.
Η αλήθεια είναι ότι πάντα ο στίχος του ΛΕΞ είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από τον ήχο του, ο οποίος, ακόμα και όταν φλερτάρει με το drill και το τραπ, δεν χάνει την τύπου σάουντρακ ατμόσφαιρα «και δεν αποσπά την προσοχή από τον λόγο και το γκρουβ», όπως γράφει ο Σεραφείμ Γιαννακόπουλος (μουσικός των Planet of Zeus κ.ά.) στο βιβλίο Ένα αστέρι από τσιμέντο που κυκλοφόρησε πέρσι και έγινε εκδοτική επιτυχία.
«Εγώ δεν θέλω να είμαι ποιητής», λέει ο ΛΕΞ, «η ποίηση νιώθω ότι φέρει ένα πνευματικό παίδεμα παραπάνω από έναν χιπ-χοπ στίχο. Ναι, ο στίχος είναι δυνατός, ναι, ο στίχος έχει να πει, αλλά στο ραπ έχει μεγάλη σημασία η ερμηνεία, το πάτημα. Είναι πολλές οι παράμετροι. Το ραπ για μένα δεν είναι ιδεολογία, είναι ένα μέσο, όπως η συγγραφή. Δεν παύω, βέβαια, να τηρώ συγκεκριμένους αισθητικούς κώδικες, δεν θα τους καταπατήσω. (…) Δεν το σπάω συνειδητά το ραπ. Δεν είμαι μπίτνικ ποιητής, είμαι ράπερ και μου αρέσει. Πώς όμως να πεις τι είναι το ραπ; Αν είναι αλητεία σε εισαγωγικά ή χωρίς; Το χιπ-χοπ, επαναλαμβάνω, είναι μέσο. Και δεν το βάζω σε κουτιά, δεν θα πω αυτό είναι ραπ και το άλλο όχι. Είναι ένα μέσο και το χρησιμοποιεί ο καθένας όπως θέλει. Βιβλίο είναι του Χένρι Μίλερ, βιβλίο είναι και της Λίτσας Πατέρα. Όταν, λοιπόν, κατάλαβα τη δύναμη του μέσου, αποφάσισα να κάνω σόλο. Ήταν και ο Dof Twogee που έφτιαχνε τη μουσική, δέσαμε. Το χιπ-χοπ πρέπει να είναι και songwriting. Πρέπει το ρεφρέν να το καταλαβαίνω, το synth να το νιώθω, να έχει τη δομή του».
Δεν έχει ανάγκη ο ΛΕΞ από άλλο ένα κείμενο (από τα πολλά που γράφτηκαν από τον Ιούλιο, απίθανα πολλά για έναν άνθρωπο που αγνοούσαν ή περιφρονούσαν μέχρι τότε) που να μιλάει για τους λόγους που είναι σημαντικός. Δεν είναι περισσότερο σημαντικός φέτος απ’ όσο ήταν όταν έφτιαχνε τους «Ταπεινούς και Πεινασμένους» ή το «2XXX».
«Ο αληταράς από τη Σαλούγκα βρέθηκε να είναι μεσσιανική φιγούρα, χωρίς να το ζητήσει. Επειδή ήταν όχι απλά ο μόνος καλλιτέχνης αλλά ο μόνος άνθρωπος που τόλμησε να αρθρώσει αυτές τις κουβέντες που όλοι και όλες θέλαμε να πούμε μέσα από τα δόντια μας, με τις λέξεις που μας σκάλωναν στον λαιμό και στο τέλος γίνονταν ένας αναστεναγμός, ένας λυγμός ή μια χριστοπαναγία προς το πουθενά», έλεγε ο Μήτσος Μαυράκης στην πρώτη ακρόαση του δίσκου του τον Μάιο.
«Μια εσωστρεφής κοινωνία σε αποσύνθεση κοιτάχτηκε επιτέλους στον καθρέφτη που ήταν τα λόγια ενός τύπου που όμως δεν έκρινε και δεν ηθικολογούσε. Απλώς έδειχνε την αλήθεια που υπήρχε εκεί έξω και μας υποχρέωνε όλους να κοιτάξουμε μέσα μας. Και ξαφνικά βρέθηκε ο ΛΕΞ, δίχως ποτέ να το ζητήσει ο ίδιος, στον ρόλο του προφήτη, “ενώ νεκρούς δεν ανασταίνει, δεν είναι ο Χριστός”, να είναι η φωνή του Zeitgeist “με μανάδες εικοσάρηδων να εξαπολύουν το μένος τους…”, αλλά κυριότερα να έχει κληθεί αυτός, μόνος του, να καλύψει την ανυπαρξία των καλλιτεχνών και την ανικανότητα των “διανοουμένων” να μιλήσουν για το σήμερα.
Έσπευσαν όλοι αυτοί οι χίπστερ διανοούμενοι που περιφρονούσαν το χιπ-χοπ, όπως εξάλλου και κάθε λαϊκή τέχνη, να χρίσουν τον ΛΕΞ ένα είδος προφήτη. Πολύ ταιριαστό για μια χώρα που ο εθνικός της ύμνος ήταν γραμμένος από έναν ευγενή αστό ο οποίος φαντασιωνόταν την παλιγγενεσία από το μπαλκόνι του. Ο ΛΕΞ όμως είναι ακόμη στα χαρακώματα, είναι ένας από εμάς και δεν σκοπεύει να εξωραΐσει ό,τι βλέπει από το παράθυρό του. Κι ούτε να βγάλει μια διδακτική μπούρδα που θα τσεκάρει όλα τα λαϊκίστικα κουτάκια για να τον ακούνε οι όψιμοι ακροατές και να νιώθουν πως είναι σε επαφή με την πραγματικότητα».
Το «Μετρό» (μια σαρκαστική αναφορά στο πολύπαθο μετρό της Θεσσαλονίκης) είχε ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις από το (τεράστιο) κοινό που τον παρακολουθεί, για κάποιους ήταν το πιο αδύναμο άλμπουμ του, «διαφορετικό», πολύ drill για τα γούστα τους. Οι άνθρωποι που τον ακούνε από παλιά και τον εκτιμούν διαχρονικά βρήκαν σε αυτό τα προτερήματα που έχουν όλα τα άλμπουμ του. Κι είναι ένα άλμπουμ στο οποίο επιστρέφεις ξανά και ξανά.
Ο ΛΕΞ δεν είναι προβλέψιμος, ποτέ δεν ήταν, από τον τρόπο που εμφανίζει ξαφνικά τα άλμπουμ του εκεί που κανείς δεν τα περιμένει μέχρι τις συνεργασίες του (στο «Μετρό», πέρα από τον σταθερό συνεργάτη του Dof Twogee, τον βοηθούν στον ήχο ο Solid, ο Night Grind, ο Beats Pliz, Ortiz και ο Dennis Green των ATH Kids). Και για άλλη μια φορά τίποτα στο άλμπουμ δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν είναι αδούλευτο και τίποτα δεν είναι άχρηστο.
Το «Μετρό» είναι κάτι σημαντικότερο από ένα σπουδαίο έργο τέχνης. «Ποιος δίνει μία για την τέχνη, αφού είπαμε “ο πόνος των φτωχών γίνεται τέχνη των αστών”. Το “Μετρό” είναι η αλήθεια όπως τη ζει ο ΛΕΞ. Είναι μια κατάθεση ψυχής από έναν ράπερ που δεν έχει ψευδαισθήσεις μεγαλείου και δεν τον ενδιαφέρει να παραδώσει κάτι σπουδαίο, θέλει απλώς να μιλήσει γι’ αυτό που ζει ο ίδιος. Το άλμπουμ είναι όσο πιο λιτό γίνεται. Εννέα κομμάτια, κανένα από αυτά δεν φτάνει καν τα τέσσερα λεπτά.
Eμείς όλοι περιμέναμε από τον ΛΕΞ να είναι ο υποστηρικτικός αδελφούλης, η πατρική φιγούρα, η τρυφερή φωνή της εν υπνώσει συνείδησής μας. Όσο εμείς τον κοιτούσαμε, αυτός, πιο ταπεινός από ποτέ και ακόμη πεινασμένος, πήρε το δάχτυλό του και μας έδειξε τη ζωή του. Και μας μίλησε για το πώς προσπαθεί να ζει άνετα δίχως την ντροπή που προκαλεί το ένστικτο του επιζήσαντα. Μας έδειξε τη γειτονιά του και τους δρόμους που ποτέ δεν ξεχνάνε. Μοιράστηκε τη δική του αλήθεια κι έφτυσε τις ρίμες σε σαλονικιώτικο drill. Τον αυθεντικό ήχο της γειτονιάς του.