Ένας άντρας του οποίου η πεθερά παρενέβαινε πολύ στην οικογένειά του, βρήκε τον τρόπο να υψώσει το ανάστημά του και να υπερασπιστεί τους αγαπημένους του.
Η πεθερά μου ήταν ανέκαθεν πολύ καταχρηστική με την γυναίκα μου από τότε που ήταν ακόμα παιδί. Την κακοποιούσε σε σημείο να την διώξει από το σπίτι, όταν ήταν 10 ετών και να την πει τσούλα, επειδή άλλαξε την μπλούζα της μπροστά στον μπαμπά της ή προσπαθούσε να της κόψει τα χείλη με ψαλίδι, όταν την κακοποιούσε. Μιλάμε για τρελά πράγματα.
Ωστόσο, παρόλα αυτά τα τρελά πράγματα η γυναίκα μου αγαπούσε την μητέρα της και ήθελε να είναι ενεργό μέλος στην ζωή της. Έτσι, διατηρούσαμε μια σχέση μαζί της, η οποία αποτελούνταν από μήνες που μας επισκεπτόταν κάθε μέρα και μετά μας ξέκοβε από την ζωή της για τον πιο ανούσιο και ανόητο λόγο. Ήταν χάλια, αλλά είχαμε μάθει να τα βγάζουμε πέρα μαζί της.
Μετά η πεθερά μου διαγνώστηκε με καρκίνο και η γυναίκα μου, ως μοναχοπαίδι, ένιωσε υποχρεωμένη να φροντίσει την μητέρα της. Οπότε, μετακόμισε στο σπίτι μας για όσο καιρό διαρκούσαν οι επεμβάσεις και οι χημιοθεραπείες. Ακριβώς σε αυτό το σημείο ξεκίνησαν τα χειρότερα.
Η πεθερά μου επέμενε να αναλάβει η γυναίκα μου αποκλειστικά την φροντίδα της, να την πηγαίνει στα ραντεβού της, να την καθαρίζει, να καθαρίζει την τσάντα κολοστομίας της και να της μαγειρεύει κάθε γεύμα η ίδια. Όλα αυτά έπρεπε η γυναίκα μου να τα κάνει, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να συμπληρώνει 40 ώρες πρακτικής την εβδομάδα και να διαβάσει για τις τελικές εξετάσεις τους μεταπτυχιακού της.
Φυσικά, επέμενα συνέχεια να βοηθήσω, αλλά η πεθερά μου δεν ήθελε, γιατί ήμουν άντρας και ήταν χρέος της κόρης της να την φροντίζει. Ως αποτέλεσμα, η γυναίκα μου έπρεπε να αφήνει τα μαθήματα και την δουλειά της, για να πάει να φτιάξει σάντουιτς στην μαμά της. Μακάρι να υπερέβαλα έστω και λίγο, αλλά δυστυχώς δεν υπερβάλλω καθόλου.
Και μέσα σε όλο αυτό είχαμε και 3 παιδιά. Το μεγαλύτερο έμοιαζε σε μένα. Ήταν λευκό και ξανθό. Το μεσαίο στην γυναίκα μου, αφού είχε ασιατικά χαρακτηριστικά και ήταν αξιολάτρευτο και το τρίτο έμοιαζε πολύ στον μπαμπά της γυναίκας μου, που έμενε σε άλλη χώρα.
Η πεθερά μου φερόταν στα παιδιά μας με τον ανάλογο τρόπο: το πρώτο το αγνοούσε, όπως ακριβώς και εμένα, στο δεύτερο φερόταν όπως και στην γυναίκα μου, δηλαδή κάπου ανάμεσα μεταξύ αγάπης και μίσους και το τρίτο το αγαπούσε και το φρόντιζε σε τέτοιο σημείο, που δεν άφηνε την γυναίκα μου να το κρατάει, αλλά το κρατούσε η ίδια. Τα πράγματα είχαν φτάσει στο σημείο το παιδί μας να την φωνάζει “μαμά”. Και της άρεσε πολύ αυτό.
Στο μεταξύ η γυναίκα μου είχε να αντιμετωπίσει και τα διάφορα παιχνίδια χειραγώγησης της μητέρας της όση ώρα την έπλενε και της μαγείρευε. Η καλύτερή μου φίλη είναι γυναίκα. Μεγαλώσαμε μαζί και είναι πραγματικά σαν αδερφή μου.
Η πεθερά μου ήταν πεπεισμένη, ότι είχα σχέση μαζί της, ότι η φίλη μου επωφελούνταν από την κατάσταση υγείας της πεθεράς μου, για να περνάει χρόνο μαζί μου και ότι η φίλη μου σχεδίαζε να σκοτώσει την γυναίκα και τα παιδιά μου, για να μπορέσει να είναι μαζί μου.
Η πεθερά μου εκνευριζόταν απίστευτα ακόμα και αν ήξερε, ότι ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με την φίλη μου, που το σχολίαζε στην γυναίκα μου για μέρες ολόκληρες. Παρόλο που η γυναίκα μου δεν είναι τρελή, η μητέρα της είναι τόσο χειριστική, που άρχισε να την βάζει υποψίες για την ακεραιότητά μου και παρά λίγο να καταστρέψει την φιλία μου.
Σε αυτό το σημείο είναι λογικό να αναρωτιέστε, γιατί δεν έκανα κάτι νωρίτερα. Ήθελα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να κάνω κάτι, αλλά ήξερα, ότι ό,τι και να κάνω θα προκαλούσε πολύ πόνο και στεναχώρια στην γυναίκα μου. Όποτε, παρέμενα σιωπηλός και την βοηθούσα αθόρυβα. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να την ελαφρύνω από αυτό το φορτίο.
Και μετά ήρθε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Γυρίζοντας σπίτι, άκουσα την πεθερά μου να μαλώνει τον μεγαλύτερο γιο μου για κάτι ανούσιο. Ο μεσαίος έκλαιγε, αφού είχε ακούσει πρώτα τις προσβολές του. Η γυναίκα μου προσπαθούσε να πείσει την μητέρα της να πάει μέσα στο δωμάτιό της, για να την βοηθήσει να αλλάξουν την τσάντα κολοστομίας της. Η πεθερά μου χτύπησε την γυναίκα μου, έκλεισε την πόρτα πάνω στο κεφάλι της γυναίκας μου και μετά πήγε στο δωμάτιό της και ξάπλωσε.
Και μετά η γυναίκα μου, μου είπε την φράση που περίμενα όλον αυτόν τον καιρό να ακούσω:
“Σε παρακαλώ, κάνε κάτι.”
Αμέσως, πήγα στο δωμάτιο της πεθεράς μου και στάθηκα ακριβώς μπροστά από το κρεβάτι της. Με κοιτούσε επίμονα, σαν να με προκαλούσε να κάνω την κίνησή μου.
“Βγες έξω”, της είπα.
“Τι;”, μου απάντησε.
“Βγες έξω από το σπίτι μου.”
“Θα πετάξεις μια άρρωστη γυναίκα με καρκίνο έξω στον δρόμο;”
“Διώχνω τον καρκίνο έξω από το σπίτι μου. Θα σου βρω ένα μέρος να μείνεις και μια νοσοκόμα να σε φροντίζει, αλλά σε αυτό το σπίτι δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτη.”
Είχε θολώσει από τον θυμό της, όταν μου είπε: “Αν με διώξεις, δεν θα ξανακούσεις ποτέ νέα μου. Δεν θα μιλήσω ποτέ ξανά στα παιδιά σου. Δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ στην κόρη μου. Αυτό θέλεις;”
“Αν αυτή είναι η επιλογή σου, τότε ναι”, απάντησα.
Δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα μεταξύ μας. Την βοήθησα να μαζέψει τα πράγματά της, την έβαλα σε ένα διαμέρισμα , που μας παρείχε το νοσοκομείο και φρόντισα να έχει την βοήθεια που χρειαζόταν.
Μόλις έφυγε, πήγα να βρω την γυναίκα μου στο δωμάτιό μας. Ήμουν ειλικρινά τρομοκρατημένος, ότι δεν θα με συγχωρούσε ποτέ που έδιωξα την μητέρα της από το σπίτι μας.
Με κοίταξε με δάκρυα στα μάτια της και μου είπε: “Σ’ ευχαριστώ. Περίμενα όλη μου την ζωή να το κάνει κάποιος αυτό για μένα.” Και μετά άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε ασταμάτητα όλο το βράδυ για όλα αυτά τα χρόνια, που περίμενε από κάποιον να την σώσει.
Δεν έχουμε ξαναμιλήσει με την μητέρα της από τότε.