Η πίτσα με ανανά έχει αποκτήσει ανά τους καιρούς ταγμένους υποστηρικτές και φανατικούς πολέμιους. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι η λεγόμενη και πίτσα Χαβάη αποτελεί δημιουργία ενός Έλληνα που έζησε στον Καναδά και πέθανε την προηγούμενη Πέμπτη σε ηλικία 83 ετών.
Ο Σαμ Πανόπουλος μετανάστευσε στα 20 του χρόνια στον Καναδά το 1954 και άρχισε να λειτουργεί διάφορα εστιατόρια στο Οντάριο μαζί με τα αδέρφια του.
Αρχικά τα εστιατόρια των αδερφών Πανόπουλου σέρβιραν τυπικό αμερικάνικό φαγητό όπως μπέργκερ και πατάτες και μερικά κινέζικα πιάτα. Στις αρχές του 1960 ο Πανόπουλος αποφάσισε να πουλά και πίτσες, οι οποίες είχαν ήδη γίνει πολύ δημοφιλείς στις γειτονικές ΗΠΑ.
Η πιο διάσημη δημιουργία του ήταν αποτέλεσμα ενός πειράματος: Μια ημέρα ο Πανόπουλος αποφάσισε να βάλει κονσέρβα ανανά σε μια πίτσα για να δει τι γεύση θα έχει. «Απλά βάλαμε τον ανανά, έτσι για την πλάκα, να δούμε τι γεύση θα έχει», είχε δηλώσει ο ίδιος στο BBC. «Ήμασταν καινούργιοι στη δουλειά και κάναμε πολλά πειράματα».
Σε αυτόν και τα αδέρφια του, τους άρεσε η αντίθεση ανάμεσα στον γλυκό ανανά και την αλμυρή γεύση του ζαμπόν. «Το δοκιμάσαμε στην αρχή, και μετά το δείξαμε σε μερικούς πελάτες. Μερικούς μήνες μετά είχε μεγάλη επιτυχία, οπότε το βάλαμε στο μενού».
Σύμφωνα με τον Πανόπουλο εκείνη την εποχή οι πίτσες είχαν απλά μανιτάρια, μπέικον και πεπερόνι.
Η «κόντρα» του ανανά
Η προσθήκη του ανανά στην πίτσα έχει προκαλέσει αρκετές «κόντρες» ανάμεσα στους λάτρεις του παραδοσιακού ιταλικού φαγητού. Το ερώτημα για το αν ο ανανάς είναι επιθυμητός ή ακόμη και αν θα έπρεπε να επιτρέπεται στην πίτσα τέθηκε για άλλη μια φορά τον προηγούμενο Φεβρουάριο όταν ο πρόεδρος της Ισλανδίας είπε κατά την διάρκεια απαντήσεων που έδινε σε μαθητές ότι ήταν «αντίθετος».
Μια εβδομάδα αργότερα ο ίδιος έδωσε μια πιο πλήρη απάντηση μέσω του Facebook: «Μου αρέσει ο ανανάς. Απλά όχι στην πίτσα μου… Για την πίτσα προτείνω τα θαλασσινά», έγραψε.
Ακόμη και ο Καναδός πρωθυπουργός απάντησε σε μια ερώτηση για το… φλέγον ζήτημα στο Twitter.
«Έχω έναν ανανά. Έχω μια πίτσα. Και στηρίζω απόλυτα αυτή τη πεντανόστιμη δημιουργία του Νοτιοδυτικού Οντάριο», έγραψε ο Τζάστιν Τριντό.