Γράφει η Ιωάννα Νικολαντωνάκη
Έλα να σου πω πότε ακριβώς θα νιώσεις πως το κλάμα που έριξες για ανούσιους έρωτες, για ανθρωπάρια που έπαιξαν με την καλοσύνη σου ήταν τελικά χωρίς λόγο.
Όταν βιώσεις τον πόνο για τον γονιό σου που τον βλέπεις να κείτεται ανήμπορος σε ένα κρεββάτι ενός άχαρου νοσοκομείου που βρωμάει θάνατο.
Τις στιγμές εκείνες σαν ταινία θα περάσουν από το μυαλό σου, όλες οι στιγμές που αρνήθηκες το ενδιαφέρον της μάνας σου, που σε περίμενε ξενυχτώντας σε μια καρέκλα μόνο να δει πως έφτασες σπίτι και είσαι καλά.
Την ειρωνεία στις κουβέντες σου, όταν την πλήγωνες λέγοντας την να μην ανακατεύεται στη ζωή σου, γιατί ξέρεις τι κάνεις.
Σκατά ήξερες.
Όταν οι επίδοξοι μνηστήρες σου έφευγαν προς αναζήτηση καινούργιας Πηνελόπης στη μάνα σου έτρεχες και έκλαιγες σαν μικρό παιδί.
Κι εκείνη σου άνοιγε την αγκαλιά της και σε έκλεινε μέσα με στοργή κι έκλαιγε πιο πολύ από εσένα.
Και όταν εκείνη πόναγε θυμάσαι;
Εσύ βιαζόσουν γιατί είχες ραντεβού για καφέ.
Ίσως γιατί νομίζεις σαν και εμένα, πως η μάνα σου θα είναι πάντα εκεί.
Και δίναμε απλόχερα την αδιαφορία μας. Ντρεπόσουν και εσύ να την πας μια βόλτα; Εγώ να δεις. Αναβολή στην αναβολή.
Και κοίτα που εκείνη άφηνε τα πάντα όλα να σε πάει στη παιδική χαρά.
Μήπως ξεχνάς πως πάντα ήταν παρούσα ακόμα και πίσω από την κουΐντα της τόσο ανεξάρτητης ζωής σου;
Πνοή σου έδωσε θυμάσαι; Ή μήπως τώρα έτσι όπως την κοιτάς με θολωμένα μάτια από το κλάμα ντρέπεσαι;
Προλαβαίνεις. Πιάστης το χέρι και δωστης ένα φιλί στο μέτωπο.
Μη ζητήσεις καμία συγνώμη. Ξέρει η μάνα. Δεν θέλει συγνώμη γιατί αν τη ρωτήσεις δεν την πλήγωσες ποτέ.
Πήγαινε και δώστης ένα φιλί και ένα σε αγαπώ.
Κάντο τώρα που έχεις την ευκαιρία. Κάντο και για εξιλέωση εκείνων που δεν πρόλαβαν.