Σάββατο, 2 Νοεμβρίου 2024
ιστορίεςΌταν το παιδί είπε «Μαμά, δεν νιώθω καλά» και λιποθύμησε, εκείνη κρατούσε...

Όταν το παιδί είπε «Μαμά, δεν νιώθω καλά» και λιποθύμησε, εκείνη κρατούσε ένα βάζο τραχανά

Όταν το παιδί είπε «Μαμά, δεν νιώθω καλά» και λιποθύμησε, εκείνη κρατούσε ένα βάζο τραχανά. Θα της έφτιαχνε ένα πιάτο ζεστό, με μπόλικο τυρί.

Άρπαξε το τηλέφωνο, κάλεσε ασθενοφόρο, πήρε τον άντρα της, προσπάθησε να συνεφέρει το παιδί. Αγκαλιά με το βάζο. Όταν πήραν οι τραυματιοφορείς το παιδί, μπήκε μαζί του στο ασθενοφόρο τρέμοντας από την υπερένταση. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της, βούιζαν τα αυτιά της, δεν καταλάβαινε τι της έλεγε ο διασώστης. Έσφιγγε μόνο το βάζο πάνω της, το νανούριζε σχεδόν και μιλούσε στο παιδί. Δεν την άκουγε.

Οξεία σκωληκοειδίτιδα. Το παιδί προφανώς λιποθύμησε από τον πόνο. Μπήκε χειρουργείο αμέσως, το έβγαλαν μετά από αιώνες. Έτσι της φάνηκε όσο περίμενε. Ο άντρας της μιλούσε στο τηλέφωνο. Ενημέρωνε συγγενείς, φίλους, έψαχνε στο διαδίκτυο πληροφορίες. Κι εκείνη εκεί. Με το βάζο τον τραχανά παραμάσχαλα.

Όταν τους ανακοίνωσε ο γιατρός ότι ναι μεν η επέμβαση πήγε καλά αλλά, το παιδί δεν είχε συνέλθει από την νάρκωση έως εκείνη τη στιγμή – ενώ θα έπρεπε – έμεινε ακίνητη. Όλα γύρω της έμειναν ακίνητα. Κάτι για αντίδραση στο φάρμακο της αναισθησίας, κάτι για πολύ σπάνια περίπτωση έλεγε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει. Κοίταξε τα χέρια της. Το βάζο εκεί. Το παιδί στην εντατική.

Το βράδυ τη βρήκε να κάθεται σε μια πολυθρόνα. Αρνήθηκε τον καφέ που της έφερε ο άντρας της, δεν συμμετείχε στις ψυχοφθόρες συζητήσεις των παππούδων, μόνο σκεφτόταν. Εκείνο το όνειρο.

Πρώτη φορά το είδε όταν γέννησε την μικρή. Το πρώτο βράδυ στην κλινική. Ήταν λέει καθισμένη σε ένα παγκάκι, έξω από ένα εκκλησάκι ενός ανώνυμου νοσοκομείου. Δεν ήξερε να πει αν προσευχόταν. Ποτέ δεν πίστευε. Αλλά κάπως βρέθηκε εκεί. Αισθανόταν κάποιον να κάθεται δίπλα της. Δεν τον έβλεπε – καμιά από όλες τις φορές που το ονειρεύτηκε – αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί. Μια γυναίκα εμφανίστηκε από το πουθενά. Μαυροντυμένη, σκυφτή, δεν φαινόταν το πρόσωπό της. Την πλησίασε και είπε με φωνή χαμηλή, αλλά καθαρή «Αυτό θα σου το πάρω… Αλλά θα σου δώσω άλλα δύο». Εκείνο το βράδυ ξύπνησε ιδρωμένη, τρέμοντας, αποπροσανατολισμένη. Πήρε το μωρό αγκαλιά και δεν το άφησε όλη την υπόλοιπη νύχτα.

Από εκεί και έπειτα, έβλεπε σταθερά αυτόν τον ίδιο εφιάλτη. Τη φόβιζε, περνούσαν οι μέρες και τον ξεχνούσε. Κάπου κάπου το σκεφτόταν όλο αυτό. Δεν ήταν λογικό. Ένας παράλογος φόβος του θανάτου. Να, αυτό ήταν.

Μέχρι που έμαθε ότι ήταν ξανά έγκυος. Δίδυμα. Ακόμα θυμόταν την καρδιά της να βροντά στο στέρνο της.

«…Αλλά, θα σου δώσω άλλα δύο»

Δεν μπόρεσε να χαρεί την εγκυμοσύνη. Όταν τη ρωτούσαν, έλεγε ότι αγχωνόταν για τα έξοδα, για τη βοήθεια που δεν είχε, για για για… Πώς να πει ότι έτρεμε η καρδιά της για την κόρη της; Ότι ώρες ώρες έλεγε πως ήταν λάθος, πως δεν έπρεπε να κάνουν άλλα παιδιά. Πως δεν ήταν άξια να τα αποκτήσει αυτά τα δύο, αφού θα τα «άλλαζε» ευχαρίστως για την πρωτότοκή της.

Το παιδί σταθερά κοιμόταν. Ούτε καλύτερα, αλλά ούτε και χειρότερα. Ήταν όλοι πάνω της, της έκαναν εξετάσεις, προσπαθούσαν να βρουν απαντήσεις. Έτσι είπε ο άντρας της. Τα μωρά τα φρόντιζε η γιαγιά. Ήθελε κάτι; Να ξαπλώσει λίγο; Τον κοίταξε. Είχε εκείνο το βλέμμα το αλαφιασμένο. Της φαινόταν γέρος, ανήμπορος. Γύρισε από την άλλη, βόλεψε το βάζο στην αγκαλιά της και έκλεισε τα μάτια.

Εκείνος ήταν πάλι δίπλα της. Τώρα τον ένιωθε πιο οικείο. Κάπου τον ήξερε. Γύρισε το κεφάλι της να του μίλησε, να τον δει επιτέλους, αλλά πάνω στην ώρα ήρθε η γυναίκα. «Αυτό θα σου το πάρω…Δεν έχεις παράπονο. Κράτησα τον λόγο μου. Σου έδωσα άλλα δύο».

Στο όνειρο της, το βάζο της έπεσε από τα χέρια. Έγινε χίλια κομμάτια, ο τραχανάς και τα γυαλιά ένα σώμα. Και αυτή η μυρωδιά… αλμύρα, θάλασσα. Πρώτη φορά τη μύριζε. Κοίταζε το βάζο ανήμπορη. Ένα χέρι ακούμπησε το δικό της. Ήταν εκείνου. Άκουσε τη φωνή του στο κεφάλι της.

«Μη φοβάσαι. Εδώ είμαι εγώ»

Αλμύρα. Θάλασσα. Και μια γλυκιά ευωδία λουλουδιών. Έσκυψε και χάιδεψε το θρύψαλα. Το άλλο του χέρι, σταθερά κρατούσε το δικό της.

Ξύπνησε απότομα. Το βάζο στην αγκαλιά της. Το παιδί όχι. Ο άντρας της άφαντος.

«Δεν ξέρω ποιος είσαι» σκέφτηκε. «Μα αν το παιδί ξυπνήσει, θα φτιάχνω κάθε χρόνο τέτοια μέρα τραχανά και θα τον μοιράζω στα παιδιά. Μόνο βόηθα!»

Η επόμενη μέρα ήταν το ίδιο σιωπηλή. Καμιά εξέλιξη. Κόσμος περνούσε κι εκείνη εκεί. Και το παιδί κοιμισμένο. Το βάζο ανέγγιχτο, στην αγκαλιά της. Να πήγαινε στο εκκλησάκι του νοσοκομείου; Ποτέ δεν πίστευε. Γιατί τώρα; Όχι, τη μάνα της, αυτή θα φώναζε για βοήθεια. Δυνατά, όχι στην σκέψη της. Κάθε φορά που έφτανε στα όριά της, εκείνη καλούσε.

«Μαμά, λίγη βοήθεια»

Κι εκείνη την άκουγε. Αρκεί να το έλεγε φωναχτά. Ακόμη και πεθαμένη, τη δίδασκε. Να ζητάει βοήθεια, να μην κάνει τον υπεράνθρωπο, να μην νομίζει αλαζονικά ότι θα τα κάνει όλα μόνη της. Να έχει πίστη. Κι ας μη πίστευε.

Το δεύτερο βράδυ την βρήκε στην ίδια θέση. Αγκαλιά με το βάζο τον τραχανά. Πάλι ονειρεύτηκε. Πάλι εκείνος εκεί. Πάλι η καθησυχαστική φωνή του.
«Μη φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ»

Αυτή τη φορά, τα χέρια του μάζεψαν προσεκτικά, τρυφερά αν είναι δυνατόν, τα θρύψαλα. Τα απόθεσε στην ποδιά της και ξαφνικά, δεν ήταν θρύψαλα. Ήταν το βάζο της. Αλμύρα. Θάλασσα. Και μια εξαίσια μυρωδιά λουλουδιών. Η γυναίκα άφαντη.

Ξύπνησε κλαίγοντας. Μπροστά της μια νοσοκόμα κάτι της έλεγε. Είδε τον άντρα της να έρχεται τρέχοντας. Εκείνο το αλαφιασμένο βλέμμα βούρκωσε. Την πήρε αγκαλιά και σχεδόν σηκωτή, την πήγε στον θάλαμο.

Το παιδί είχε ξυπνήσει.

*

(Έναν χρόνο μετά)

Γύρισε και κοίταξε το ρολόι της κουζίνας. 2:30 το πρωί. Τελείωσε τον καφέ της και στρώθηκε στη δουλειά. Η ζύμη είχε ξεκουραστεί. Άρχισε να παίρνει μικρά κομμάτια, να τα περνάει από τη μηχανή, να τα λειαίνει, να φτιάχνει μακριές γλώσσες ζυμαριού, να τις απλώνει στο στρωμένο κρεβάτι. Δούλευε ακούραστα για δύο ώρες.

Ο άντρας της μπήκε αγουροξυπνημένος στην ζεστή κουζίνα. Έβαλε καφέ. Στάθηκε δίπλα της, χάιδεψε τα μαλλιά της, τακτοποίησε τα γυαλιά της που της είχαν πέσει χαμηλά στη μύτη.

«Τι κάνεις, αγάπη μου;»

Κοίταξε τον ουρανό από το παράθυρο. Χάιδεψε την λεία ζύμη. Ετοίμασε τα μεταλλικά κουτιά. Τα γέμισε με την πρώτη δόση τραχανά. Το βάζο της ήταν κι εκείνο εκεί.

«Κρατάω τον λόγο μου»

Έξω ξημέρωνε του Αγίου Νικολάου. Όλα καλά.

Στην ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος είναι προστάτης των θαλασσινών, του Πολεμικού και Εμπορικού Ναυτικού. Στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος είναι, μεταξύ άλλων, προστάτης των παιδιών. Όπως πολλοί ακόμη άγιοι, χαρακτηρίστηκε από την Εκκλησία μυροβλύτης, καθώς το μνήμα του ευωδίαζε.

Βαΐα Ελίζα Τσαυλίδου 

Τα πιο σημαντικά