Ήμουν 20 χρονών όταν τον γνώρισα στη καφετέρια που εργαζόμουν. Είχαμε 10 χρόνια διαφορά αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο να ερωτευτούμε και από το πρώτο κιόλας βράδυ να φύγουμε μαζί.
Μόνο μας εμπόδιο, η απόσταση. Έμενε στη Κρήτη και είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη να δεί τους φίλους του. Περάσαμε όλο το καλοκαίρι μαζί, πήρε κι άλλη άδεια από τη δουλειά του αλλά ήρθε η μέρα που έπρεπε να γυρίσει. Εκείνη τη μέρα που έκλαψα τόσο πολύ, δεν φαντάστηκα πόσο περισσότερο θα έκλαιγα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου μαζί του.
Πέρασαν λοιπόν 5 χρόνια. 5 χρόνια χαλάγαμε όλα μας τα λεφτά στα εισιτήρια, 5 χρόνια ζούσαμε για τις γιορτές και τις αργίες, 5 χρόνια κρεμόμασταν από τα τηλέφωνα. Ώσπου ήρθε η συζήτηση για οικογένεια και παιδί.
Εκείνος έλεγε ότι δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, ότι ήταν ήδη 35 και ήθελε να κάνει οικογένεια.Εγώ όσο κι αν τον αγαπούσα, ήμουν 25 και ήθελα να κάνω το μεταπτυχιακό μου αλλά και το μεταπτυχιακό να μην είχα, πώς θα κάναμε οικογένεια Θεσσαλονίκη-Κρήτη; Δεν είχαμε άλλη λύση και χωρίσαμε.
Φυσικά δεν γράφτηκα ποτέ στο μεταπτυχιακό. Έβαλα πλερέζα και το μόνο που έκανα ήταν να δουλεύω και μετά να κλείνομαι στο σπίτι και να κλαίω. Ένα πρωί μετά από 6 μήνες, τον βρήκα έξω από τη πόρτα μου.
Τρελλάθηκα. Μου είπε πως θα με περίμενε όσο χρειαζόταν και του είπα ενθουσιασμένη ότι δεν χρειαζόταν γιατί θα τον παντρευόμουν το επόμενο πρωί. Κι έτσι κι έγινε. Άφησα τη δουλειά μου και εκείνη τη φορά, γυρίσαμε στο σπίτι του μαζί.
Στο σπίτι του. Αυτό που έμελλε να γίνει το προσωπικό μου κολαστήριο. Παιδί μονογονεϊκής οικογένειας ο Αλέξης, είχε μόνο τη μητέρα του. Τη γνώριζα πρώτη φορά και μου φαινόταν καλή, δεν είχα λόγο να μην τη συμπαθήσω. Πολύ σύντομα είχα κάθε λόγο να τη μισώ.
Ο άνθρωπος αυτός ήθελε να ορίζει ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Από το τι θα φάμε, μέχρι και πότε θα το κάνουμε. Μπαινόβγαινε στο σπίτι μας με κλειδί και είχε άποψη για όλα. «
Δεν πλένεις καλά τα πιάτα» «Τα σεντόνια δεν είναι σωστά σιδερωμένα» «Εμένα η μάνα μου, μου είχε μάθει…» «Ο κόσμος δεν ζεί μόνο με μακαρόνια» «Αυτό το απορρυπαντικό να παίρνεις».
Ήθελα να της φωνάξω μέσα στα μούτρα της ένα τεράστιο «ΧΕΣΤΗΚΑ» αλλά το κρατούσα μέσα μου και κάθε μέρα με έτρωγε.
Όχι η δική της στάση αλλά η στάση του άντρα μου, που όποτε έλεγα κάτι για τον πόλεμο νεύρων που μας έκανε η μάνα του ή θα όρμαγε να την υπερασπιστεί ή απλά θα έβγαινε από το δωμάτιο κλείνοντας τη πόρτα δυνατά ή λέγοντας «Μπες στη θέση της, μάνα μου είναι».
Γιατί αντί να τη βάλει στη θέση της, του ήταν πιο εύκολο να θέλει να βάλει εμένα στη δική της. Ένιωθα φυλακισμένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όποτε ήθελα, να φάω ό,τι ήθελα, να περιποιηθώ τον άντρα μου όπως ήθελα. Ο γάμος μας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Τότε που σκέφτηκα το διαζύγιο, έμεινα έγκυος.
Τρελλοί κι οι δυο τους από χαρά, εγώ όμως καθόλου. Το ομολογώ, σκέφτηκα την έκτρωση για να απαλλαγώ από δαύτους και να μπορέσω να φύγω από το νησί. Αλλά δεν το έκανα, δεν μου έφταιγε σε τίποτα το παιδί.
Ο πόλεμος νεύρων συνεχίστηκε φυσικά και στην εγκυμοσύνη. Ο Αλέξης έλειπε όλη μέρα για δουλειά κι εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω στιγμή μέσα στο σπίτι ΤΟΥΣ.
Εννοείται ότι τον γυναικολόγο τον διάλεξε η μάνα του γιατί «Εμείς οι παλιές έναν γυναικολόγο είχαμε, αυτόν που είχε και η μάνα μας» και εννοείται ότι δεν έπρεπε να πίνω καφέ, δεν έπρεπε να βγαίνω πολύ για να μην λέει ο κόσμος ότι έγκυος πήρα τους δρόμους (ενώ ήμουν στο τσάκ να πάρω τα βουνά), δεν έπρεπε να ετοιμάζω τα ρούχα του παιδιού αν δεν έκλεινα τον έβδομο, δεν έπρεπε να κουνάω ούτε τα βλέφαρά μου μην τυχόν και αποβάλλω και φυσικά με τίποτα δεν έπρεπε να κάνω κορίτσι.
Ήρθε η μέρα που έφερα ένα όμορφο μελαχρινό κοριτσάκι στον κόσμο. Τη κόρη μου. Η ευτυχία μου κράτησε 3 μέρες στο μαιευτήριο που ήμασταν οι τρείς μας, εγώ το παιδί και ο άντρας μου.
Γυρίζοντας στο σπίτι τα πράγματα χειροτέρεψαν. Δεν μπορούσα να ταΐσω το παιδί μου χωρίς τη «γνώμη» της, δεν μπορούσα να το κάνω μπάνιο, να το νανουρίσω, να το πάρω αγκαλιά γιατί «το παιδί μαθαίνει στα χέρια». Εγώ που πόνεσα για να βγάλω την εγκυμοσύνη, που ανεχόμουν τον απόλυτο φασισμό για χάρη του παιδιού της, εγώ που γέννησα αυτό το μωρό, δεν μπορούσα να το χαρώ.
Καλά γι αυτό το ηλίθιο κόλλημα που έχουν άτομα σαν εκείνη με το όνομα του παιδιού μην το συζητήσουμε, μόνο που δεν το βάφτισε μέσα από τη μήτρα μου μη και δεν πάρει το όνομά της. Σύντομα έπαθα κατάθλιψη.
Για ένα χρόνο το παιδί μου μεγάλωσε χωρίς εμένα. Γιατί αντί να πάρω τη κατάσταση στα χέρια μου και ή να την πετάξω έξω ή να φύγω από εκεί μέσα, εγώ κοιμόμουν. Κυριολεκτικά. Μέρα και νύχτα.
Σταμάτησα το θηλασμό γιατί δεν είχα γάλα και το παιδί το ανέλαβε αυτή και ο γιος της. Εγώ μόνο σηκωνόμουν το πρωί, τη χάζευα για λίγο στη κούνια της και μετά έμπαινε η πεθερά μου στο δωμάτιο και με έβγαζε έξω για να μην τη ξυπνήσω, να μην την αναστατώσω, μη το ένα μη το άλλο.
Κι έτσι κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και κοιμόμουν και όταν δεν κοιμόμουν, ένιωθα απίστευτους πόνους στο σώμα μου και αναγκαζόμουν να παίρνω παυσίπονα. Πρώτα ένα την ημέρα μετά δύο μετά 7 και 10.
Όταν έμεινα έγκυος έτρεξαν να βρούν γυναικολόγο και τώρα που δεν ήμουν καλά ψυχολογικά, με πέταξαν σε ένα δωμάτιο και έκαναν το κορόιδο.
Ένα βράδυ, μέσα στη ζαλάδα μου, την άκουσα να λέει «Να τη πάμε στο ψυχιατρείο να τη κλείσουμε, δεν μπορεί να μεγαλώσει το παιδί με αυτή εδώ μέσα». Και ο άντρας μου, συμφωνούσε.
Αυτός που υποτίθεται ότι με αγαπούσε τόσο που με έφερε από την άλλη άκρη για να κάνουμε οικογένεια, αντί να πετάξει τη μάνα του έξω που μέρα με τη μέρα μας διέλυε, ήθελε να με κλείσει στο τρελλάδικο και να ζήσει το παιδί του χωρίς μητέρα. Αυτός που ήταν παιδί μονογονεϊκής οικογένειας και ήξερε πόσο δύσκολο είναι….
Όχι, δεν θα μεγάλωνε η μικρή μου άλλον ένα χρόνο χωρίς εμένα. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα ζαλισμένη και η πεθερά μου απόρησε «Πέσε για ύπνο, πώς θα βγείς έτσι έξω;» μου είπε. Δεν της έδωσα σημασία, κατέβηκα στο λιμάνι και πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου κλαίγοντας.
Την επόμενη μέρα, ήρθε στο νησί με έναν δικηγόρο, πήρα το παιδί μου και φύγαμε. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς έκανε η μάνα του. Έβριζε, καταριόταν, έσκουζε, ούρλιαζε, τράβαγε το μωρό, έκανε σαν τρελλή.
Ο άντρας μου, ή καλύτερα ο πρώην άντρας μου, είχε ξαφνιαστεί. Ίσως τότε πια, στο έσχατο σημείο που αποκαλύφθηκε ότι αν κάποιος χρειαζόταν ψυχίατρο ήταν η μητέρα του, να κατάλαβε. Αλλά ήταν αργά πια.
Όταν έπρεπε να καταλάβει και να κάτσει κάτω να τα βρούμε και να βάλουμε όρια μαζί, θύμωνε και βάραγε τις πόρτες μην του θίξουμε τη μανούλα. Ο καθένας ας πληρώσει τα λάθη του λοιπόν.
Εκείνος την αδυναμία του να επιλέγει ο ίδιος για τη ζωή του κι εγώ τη δική μου αδυναμία να πατάω πόδι σε ό,τι με κάνει δυστυχισμένη. Κι αν δεν πάτησα πόδι για τη δική μου ευτυχία, την ευτυχία της κόρης μου δεν τη διαπραγματεύομαι ποτέ και με κανέναν.
Ξανθή
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο φόρουμ του singleparent.gr