Τα πράγματα είναι απλά. Ο πατέρας μου πέθανε πρόσφατα. Ό,τι σας πω, θα είναι όπως το βίωσα εγώ, από τη δική μου οπτική γωνία. Ο πατέρας μου ακόμα και αν ζούσε δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να αλλάξει κάτι από την ιστορία μου αν πίστευε ότι ήταν λάθος. Δεν ασχολήθηκε ποτέ με μένα. Με εγκατέλειψε όταν ήμουν μικρή. Προκαταβολικά να σας πω ότι όσα γράφω δεν τα γράφω για να πικράνω κανέναν. Δεν θέλω να στεναχωρήσω κανέναν.
Το κάνω γιατί όταν οι γονείς μας πεθαίνουν, πονάμε και βλέπουμε τα πράγματα εντελώς διαφορετικά, στην περίπτωση όμως ενός πατέρα που εγκατέλειψε το παιδί του τι γίνεται; Πώς θρηνούμε έναν τέτοιον άνθρωπο;
Όταν οι γονείς μου παντρεύτηκαν η μητέρα μου είχε ήδη δύο παιδιά, δυο κόρες από τον πρώτο της γάμο και ο μπαμπάς μου ένα γιο. Γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν σε κάπως μεγαλύτερη ηλικία και από την ένωση αυτή γεννήθηκα εγώ. Όταν γεννήθηκα, το μικρότερο από τα αδέρφια μου ήταν 12 χρονών. Για μένα ήταν σαν να ήμουν μοναχοπαίδι. Έτσι μου φέρονταν όλοι. Μου είχαν αδυναμία και θυμάμαι να περνάω πολύ χρόνο στο σπίτι των αδελφών μου. Όχι, δεν συνέβαινε κάτι κακό στο δικό μας σπίτι, αλλά στο σπίτι του πρώην άντρα της μητέρας μου υπήρχαν παιδάκια, οι αδερφές μου, οι οποίες με λάτρευαν και είχα παρέα να παίξω. Οι γονείς μου πάντα τα πήγαιναν καλά. Δεν τους θυμάμαι να τσακώνονται ούτε μια φορά. Μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, αποφάσισαν να χωρίσουν.
Χώρισαν όταν ήμουν 9 χρονών. Έμεινα με τη μαμά μου – την καλύτερη μαμά του κόσμου – και ο πατέρας μου μας παράτησε και μετακόμισε σε άλλη πόλη 1 ώρα περίπου μακριά από δω. Είχε συγγενείς εκεί, οι οποίοι τον βοήθησαν στην αρχή σε ό,τι χρειαζόταν και πιο πολύ να στήσει εκεί το συνεργείο του και να αποκτήσει πελατεία. Οι γονείς του πατέρα μου ζούσαν δύο τετράγωνα πιο κάτω από εμάς. Τους λάτρευα αυτούς τους ανθρώπους. Έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις. Περνούσα πολύ χρόνο στο σπίτι τους μαζί με άλλους συγγενείς. Το Πάσχα κατά κανόνα το περνούσαμε με τη μητέρα μου σπίτι τους. Τι ωραία που ήταν τότε! Μπορεί να μην είχα πάτερα, είχα όμως δύο εξαίρετους παππούδες.
Υποτίθεται ότι έπρεπε να βλέπω τον πατέρα μου κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Τα πράγματα στράβωσαν πολύ στην πορεία. Θυμάμαι τον παππού και τη γιαγιά μου να με πηγαίνουν σπίτι του, αλλά εκείνος να λείπει. Σε αυτές τις περιπτώσεις η γιαγιά μου και ο παππούς μου ή με έφερναν πίσω και έμενα σπίτι τους ή με άφηναν στο σπίτι της αγαπημένης μου θείας που είχε τρία μικρά κοριτσάκια κοντά στην ηλικία μου.
Μέχρι που πέθανε τον είδα ελάχιστες φορές και η εικόνα που είχα σχηματίσει για εκείνον ήταν η εξής: δούλευε πολύ και έπινε εξίσου πολύ. Λίγο πριν τελειώσει η μπύρα του, άνοιγε νέο μπουκάλι.
Λίγο η αδιαφορία του, λίγο οι κακές του συνήθειες, οι επισκέψεις μου σε εκείνον μειώθηκαν μέχρι που στο τέλος διακόπηκαν. Όταν ταξίδευα στην πόλη του προτιμούσα να πάω να μείνω στο σπίτι της θείας μου και στα ξαδέρφια μου.
Ένα Σαββατοκύριακο που ήμουν στη θεία μου ήρθε και με πήρε. Πήρα τη μικρή μπλε βαλίτσα μου και μπήκα στο αμάξι του χωρίς να το θέλω. Δεν μιλούσα, αλλά έκλαιγα σιωπηλά. Μετά από μισή ώρα, στα μέσα περίπου της διαδρομής, έκανε αναστροφή και με πήγε στο σπίτι της πρώην γυναίκας του. Μου άνοιξε την πόρτα και μου είπε «κατέβα». Όταν η πρώην γυναίκα του άνοιξε την πόρτα και με είδε, του είπε «Δεν τη θέλω σπίτι μου. Συνέχεια κλαίει και γκρινιάζει». Τελικά με δέχτηκε όχι γιατί το ήθελε, αλλά γιατί ο πατέρας μου πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι δεν σήμαινα τίποτα για εκείνον.
Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν όταν τελείωσα το λύκειο. Όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο και πήρα το πτυχίο μου, δεν ήταν εκεί. Αρνήθηκε να έρθει. Δεν είχε χρόνο, είπε. Δεν πήρε τηλέφωνο. Δεν έστειλε μια κάρτα. Όταν παντρεύτηκα αναρωτιόμουν αν θα ήθελε να με παραδώσει νύφη. Το έκανε, αλλά φαινόταν πώς το έκανε τελείως διεκπεραιωτικά. Πριν λίγους μήνες είχε ξαναπαντρευτεί και όπως έλεγε «έχω νέα παιδιά και εγγόνια». Αντιμετώπιζε σαν παιδιά του τα παιδιά της νέας του συζύγου και όλη την ώρα μιλούσε για εκείνα.
Παρόλα αυτά η μητέρα μου δεν είπε ποτέ κακή κουβέντα για εκείνον. Με άφησε μεγαλώνοντας να σχηματίσω μόνη μου τη δική μου άποψη. Κάθε χρόνο τον καλούσα στα γενέθλιά μου παρόλο που ούτε τηλέφωνο με πήρε ποτέ να μου πει ένα χρόνια πολλά ούτε μου έστειλε κανένα δώρο.
Τα χρόνια πέρασαν και δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να έρθει σε επαφή μαζί μου. Έγινα μάνα και δεν μου είπε ποτέ ένα «να σου ζήσει». Εγώ όμως εξακολουθούσα να προσπαθώ να κρατήσουμε επικοινωνία. Τον καλούσα στα γενέθλια των παιδιών μου χωρίς να τα έχει δει ποτέ, χωρίς να τα έχει αγκαλιάσει, χωρίς να τα έχει φιλήσει, χωρίς να έχουν ανταλλάξει μια κουβέντα. Συνήθως δεν ερχόταν. Ήρθε δύο φορές με το ζόρι και ούτε που τα κοίταξε. Το μόνο που έκανε ήταν να μιλάει για τα εγγόνια που είχε από τη γυναίκα του. Μου είπε κάποτε μπροστά στη μητέρα και τις αδερφές μου να φέρω τα παιδιά σπίτι του γιατί τα εγγόνια του ήθελαν παρέα και δεν ήθελε να τα τραβολογάει δεξιά και αριστερά. Δεν τον ένοιαζαν τα παιδιά μου. Δεν τον ένοιαζε αν ταλαιπωρηθούν. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να έχουν παρέα τα εγγόνια του που δεν ήταν καν εγγόνια του.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα και μιλήσαμε. Τα παιδιά μου δεν είχαν καμία δουλειά μ’ έναν τέτοιο άνθρωπο. Παρόλα αυτά κάθε πρωί που ξυπνούσα αναρωτιόμουν αν θα έρθει ποτέ εκείνη η μέρα που θα πάρει ένα τηλέφωνο να ρωτήσει τι κάνουμε, τι κάνουν τα παιδιά. Δεν το έκανε. Μέχρι και που πέθανε δεν έκανε ποτέ κάτι τέτοιο.
Έτσι, όταν ο αγαπημένος μου ξάδερφος με πήρε τηλέφωνο πριν από μερικές εβδομάδες και μου είπε ότι πέθανε στον ύπνο του, δεν ταράχτηκα καν. Πόσο απαίσιο ακούγεται όταν λες κάτι τέτοιο για τον ίδιο σου τον πατέρα. Δεν έκλαψα. Δεν ένιωσα τίποτα. Τον είχα κλάψει πολύ προτού πεθάνει. Είχε σταματήσει να υπάρχει για μένα εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των εγγονιών του. Δεν ήξερε ούτε σε ποιον έμοιαζαν, τι φαγητό τους αρέσει, πόσο χρονών είναι.
Τα συναισθήματά μου είναι πολύ μπερδεμένα. Από τη μία ήταν πατέρας μου, από την άλλη δεν υπήρχε πια λόγος να αναρωτιέμαι αν θα αποφασίσει ποτέ να «καταπιεί» την περηφάνια του και να ζητήσει να δει τα εγγόνια του. Είχε πάρει ήδη την απόφασή του. Δεν μας ήθελε στη ζωή του.
Δεν τον ένοιαζε να μάθει ότι η μεγάλη μου κόρη έμαθε να παίζει κιθάρα και ότι τραγουδούσε πολύ ωραία. Δεν ήταν εδώ να δει τη μεσαία μου κόρη πόσο καλά τα πάει στο σχολείο και πόσο δημοφιλής είναι. Δεν έμαθε ποτέ ότι έκανα τέταρτο παιδί. Δεν ήρθε ποτέ να δει τον εγγονό του στο ποδόσφαιρο. Ωστόσο πάντα ζούσα με την ελπίδα ότι ένα τηλέφωνο από μόνος του θα το κάνει.
Πολλές φορές λένε ότι οι άντρες γενικά αμελούν κάποια πράγματα και ότι γι’ αυτό υπάρχουν οι γυναίκες τους, για να τους τα θυμίζουν και να τους παροτρύνουν να τα κάνουν. Κι όμως η σύζυγός του δεν του είπε ποτέ «Πάρε ένα τηλέφωνο την κόρη σου. Πάρε να μάθεις τι κάνουν τα εγγόνια σου». Κατηγορώ εκείνον, κατηγορώ όμως κι εκείνη. Έχει παιδιά κι εγγόνια κι έπρεπε να ξέρει, αλλά απ’ ότι φαίνεται ίδια με εκείνον ήταν.
Όταν ένας γονέας πεθαίνει, αντιμετωπίζεις μια από τις μεγαλύτερες απώλειες που μπορούν να σου συμβούν, αλλά στην περίπτωσή μου επέλεξα να συνεχίσω τη ζωή μου κοντά σε ανθρώπους που με αγαπούν πραγματικά και να μην το αφήσω να με επηρεάσει. Είχε πεθάνει για μένα πριν από πολλά χρόνια. Ο θάνατος ενός αποξενωμένου γονέα σημαίνει να θρηνείς εις διπλούν: την πρώτη φορά όταν σε εγκαταλείπει και αναγκάζεσαι στο τέλος να προχωρήσεις στη ζωή σου επειδή δεν έχει μείνει τίποτα πια να περιμένεις από εκείνον και τη δεύτερη φορά όταν πεθαίνει. Στην περίπτωσή μου δεν πονάω γιατί δεν ζει, αλλά γιατί επέλεξε να μείνει μακριά από μένα και τα εγγόνια του.
Ξέρετε τι άλλο με πόνεσε; Στο κηδειόχαρτο τα ονόματα των παιδιών μου και το δικό μου δεν αναφέρθηκαν πουθενά. Στην τελική ήμασταν οικογένειά του. Αναφέρθηκαν όμως τα ονόματα των παιδιών και των εγγονιών της συζύγου του. Εγώ ποια ήμουν; Δεν ήμουν κόρη του; Δεν υπήρχα; Ούτε στο κηδειόχαρτό του δεν ήθελε το όνομά μου; Τόσο πολύ ξεγραμμένους μας είχε πια;
Από όλη αυτή την ιστορία μόνο ένα καλό προκύπτει: δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να αναρωτηθώ αν η σημερινή μέρα είναι η μέρα που θα αποφασίσει να επικοινωνήσει μαζί μας. Γιατί σίγουρα δεν είναι…