Κατά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896, ένας φτωχός νερουλάς προστίθεται την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή στη λίστα των αθλητών της ελληνικής ομάδας.
Κάποιος άσημος πιτσιρικάς από το Μαρούσι Αττικής είχε τερματίσει μόλις πέμπτος στους δεύτερους προκριματικούς αγώνες και τίποτα δεν έδειχνε ότι μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στους Ολυμπιακούς.
Ο αρμόδιος όμως του αγωνίσματος, ταγματάρχης Γιώργος Παπαδιαμαντόπουλος, έτυχε να είναι διοικητής του Λούη όταν υπηρετούσε ο τελευταίος τη θητεία του στον στρατό και τον θυμόταν πολύ καλά για την πρωτόγνωρη αντοχή του στο τρέξιμο: «Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά», θα πει στην επιτροπή εγγυώμενος προσωπικά για την ετοιμότητα και το αξιόμαχο του Λούη.
Κι έτσι θα πάρει τελικά μέρος στους Ολυμπιακούς του 1896 το μεγάλο αυτό αουτσάιντερ και κόντρα σε όλες τις προσδοκίες θα μετατραπεί στον πρώτο αθλητικό θρύλο της νεότερης Ελλάδας! Η θρυλική μορφή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και πρωταθλητής μαραθωνοδρόμος ήταν ένας άνθρωπος απλός που συνήθιζε να ντύνεται με την εθνική ενδυμασία του λαού του.
Ως γιος νερουλά, ο τσολιάς με το μετάλλιο στο στήθος κουβαλούσε από μικρός το νερό από σπίτι σε σπίτι διανύοντας τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια, κάτι που σφράγισε τα παιδικά του χρόνια και τα μετέτρεψε σε περίοδο προπόνησης, έστω και άτυπη. Κι έτσι στις 29 Μαρτίου 1896 έγραψε μια από τις λαμπρότερες στιγμές του ελληνικού αθλητισμού μπαίνοντας θριαμβευτής στο Παναθηναϊκό Στάδιο ως ο ταχύτερος μαραθωνοδρόμος του κόσμου!
Μετά ήρθαν οι τιμές, οι έπαινοι και οι κολακείες, αν και ο Λούης δεν ζήτησε ποτέ τίποτα και δεν εξαργύρωσε τη νίκη του σε τίποτα άλλο παρά μόνο καντάρια εθνικής δόξας. Μόνο ένα γαϊδουράκι ζήτησε για να βοηθά τον πατέρα του να κουβαλάει το νερό! Ο νερουλάς από το Μαρούσι παρέμεινε νερουλάς και μετά τον άθλο του, ένας γνήσιος και σωστός λαϊκός ήρωας δηλαδή που δεν άλλαξε στο παραμικρό τη ζωή του κάτω από το φως της σπουδαίας και ιστορικής πρωτιάς του.
Συνέχισε να δουλεύει σκληρά, παρέμεινε για όλη του τη ζωή μεροκαματιάρης και μέχρι και στη φυλακή σύρθηκε αδίκως, κατηγορούμενος για πλαστογραφία! Ο Λούης ήταν όμως μεγαλύτερος από τις μικρότητες του κόσμου που έζησε και άφησε παρακαταθήκη έναν μύθο-μάθημα ζωής…
Πρώτα χρόνια
Ο Σπύρος Λούης γεννιέται στις 12 Ιανουαρίου 1873 στο Μαρούσι της Αττικής μέσα σε φτωχή αγροτική οικογένεια απογόνων αγωνιστών του 1821. Ο πατέρας του δούλεψε κάποια στιγμή ως νερουλάς του χωριού και ο μικρός Σπύρος μπήκε από την πρώτη στιγμή στη δούλεψή του, βοηθώντας του να κουβαλά τα λίτρα νερού από σπίτι σε σπίτι, ελλείψει κεντρικής ύδρευσης. Τα γράμματα εξάλλου δεν τα έπαιρνε και τα σκασιαρχεία και οι τιμωρίες έπεφταν βροχή. Πριν εγκαταλείψει πάντως το Δημοτικό, πρόλαβε να μάθει δυο-τρια κουτσογράμματα που θα του φανούν αργότερα χρήσιμα.
Οι ατέλειωτες αυτές διαδρομές που ήταν φορτωμένος με το πόσιμο νερό τον προπόνησαν πάντως καλά, αφήνοντας καλή παρακαταθήκη για το μέλλον. Τον Λούη τον ξαναβρίσκουμε στη στρατιωτική του θητεία, όπου διακρίνεται για τη σχεδόν υπεράνθρωπη αντοχή του και σύντομα γίνεται μύθος στον ελληνικό στρατό! Ένα περιστατικό της εποχής θέλει τον Λούη να τρέχει από την Αθήνα στο Μαρούσι και πάλι πίσω για να φέρει το πηλήκιο που είχε ξεχάσει στο σπίτι του, ώστε να είναι προβλεπόμενος στην πρωινή αναφορά του τάγματος!
Ο νεαρός υπηρετεί στο Τάγμα των Ευζώνων και ο διοικητής του Γιώργος Παπαδιαμαντόπουλος τον κάνει έμπιστό του, μιας και ο Λούης πεταγόταν να του φέρνει τσιγάρα σε μια απόσταση αρκετών χιλιομέτρων, την οποία κάλυπτε σε χρόνο-ρεκόρ. Όλοι οι ανώτεροί του έμεναν άφωνοι με την ταχύτητα και την αντοχή του. Μετά τον στρατό, ο Σπύρος συνέχισε να κουβαλά νερό στα σπίτια του Αμαρουσίου και της Αθήνας, ενώ εργαζόταν περιστασιακά και ως αγωγιάτης…
Οι Ολυμπιακοί της Αθήνας και ο θρίαμβος του Λούη
Με τις ελληνικές προετοιμασίες για την υποδοχή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα να είναι πυρετώδεις, ο Λούης εξομολογείται στους συντοπίτες του ότι σκοπεύει να λάβει μέρος. Όσοι τον ήξεραν τον παρότρυναν να το κάνει, μεταξύ των οποίων και ο γυμναστής του στο σχολείο. Ο Λούης δήλωσε συμμετοχή στους συμπληρωματικούς προκριματικούς του Μαραθωνίου στις 24 Μαρτίου 1896, όταν αποφασίστηκε ότι ο αριθμός των ελλήνων αθλητών θα ήταν τελικά 10 και όχι 6, και την επομένη το πρωί βρίσκει αφέτη στον τύμβο του Μαραθώνα τον παλιό του διοικητή, τον ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο.
Ο αγώνας ήταν αδυσώπητος και οι αντίπαλοί του καλύτερα προπονημένοι, γι’ αυτό και ο Λούης κατατάσσεται 17ος στα συμπληρωματικά προκριματικά. Στην τελική δοκιμασία θα περνούσαν οι πρώτοι 16 αθλητές, αν και με παρέμβαση του Παπαδιαμαντόπουλου και τις προσωπικές του εγγυήσεις γίνεται τελικά δεκτός κατ’ εξαίρεση ο αμαρουσιώτης δρομέας, ο οποίος τρύπωσε κυριολεκτικά από το παράθυρο στο αγώνισμα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896!
Την Παρασκευή, 29 Μαρτίου (10 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο), και πέμπτη μέρα των Αγώνων, οι στολισμένοι δρόμοι και το κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο είχαν γεμίσει από χιλιάδες κόσμο που περίμενε καρτερικά να φανούν οι δρομείς από τον Μαραθώνα. Το αγώνισμα του Μαραθωνίου είχε εισηγηθεί ο γάλλος φιλόλογος Μισέλ Μπρεάλ σε ανάμνηση της διαδρομής του Φειδιππίδη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα. Η απόσταση ήταν 40 χιλιόμετρα και ο τερματισμός θα γινόταν στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Κατά το απόγευμα, ακούστηκε ο πολυπόθητος πυροβολισμός που σηματοδοτούσε ότι ο προπορευόμενος μαραθωνοδρόμος είχε φτάσει στη Ριζάρειο Σχολή. Ο δρομέας έφερε πάνω του τον αριθμό 17 και δεν ήταν άλλος από τον Σπύρο Λούη! Κι αυτό κόντρα στις προσδοκίες του κόσμου και των ειδικών ότι πρώτος θα ερχόταν ο έμπειρος Χαρίλαος Βασιλάκος ή ο Ιωάννης Λαυρέντης, που κατείχε εξάλλου και το ρεκόρ της διαδρομής. Ο Λούης έτρεξε συνετά και μέχρι το 37ο χιλιόμετρο πήγαινε δίπλα δίπλα με τον αυστραλό δρομέα, όταν αύξησε τον ρυθμό του και πέταξε προς τη νίκη.
Το πλήθος των 100.000 ανθρώπων παραληρούσε και ζητωκραύγαζε όρθιο, ενώ ο Κωνσταντίνος και ο πρίγκιπας Γεώργιος άρχισαν να τρέχουν πίσω από τον Λούη. Με το που έφτασαν στη γραμμή του τερματισμού, ο λαός σήκωσε τον δρομέα στους ώμους του και τον περιέφερε στον στίβο. Ο καταβεβλημένος αλλά πανευτυχής Λούης οδηγήθηκε μετά τις επευφημίες στα αποδυτήρια, όπου μέσα στην ανθρώπινη μάζα που συνωστιζόταν γύρω του εμφανίστηκε το βασιλικό ζεύγος: η βασίλισσα Όλγα τον φίλησε στο μέτωπο και του χάρισε τα κοσμήματά της, ενώ ο βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε για τον άθλο του.
Ο Λούης του ζήτησε μια σούστα και ένα γαϊδουράκι για να μεταφέρει το νερό στα σπίτια της πρωτεύουσας! Την Τετάρτη, 3 Απριλίου 1896, ημέρα λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, έγινε η τελετή απονομής των μεταλλίων στους νικητές όλων των αγωνισμάτων. Ο Σπύρος Λούης, εν μέσω γενικής αποθέωσης στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο, έλαβε κλάδο ελαίας και το ασημένιο μετάλλιο (χρυσό δεν προβλεπόταν τότε) και ο δεύτερος Χαρίλαος Βασιλάκος τιμήθηκε με ένα δάφνινο στεφάνι.
Χρόνια αργότερα (4 Νοεμβρίου 1935), ο Σπύρος Λούης θα δώσει συνέντευξη στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» περιγράφοντας τον ιστορικό αγώνα: «Όχι, οι αγώνες άρχιζαν την Κυριακή του Πάσχα και εγώ τη Μεγάλη Πέμπτη δεν είχα ιδέα ότι θα έτρεχα. Εγνώριζα μονάχα ότι ο Παπασυμεών από το Μαρούσι και ο Καλαντζής ή Καρράς από το Χαλάνδρι, επροπονούντο στον Μαραθώνιο και θα έτρεχαν δοκιμαστικώς. Η επιτροπή είχε δηλώσει ότι όποιος τρέξει σε τρεις ώρες και πέντε λεπτά, θα είχε το δικαίωμα να μετάσχει στους Ολυμπιακούς. Πολλοί Μαρουσιώτες πήγαμε να παρακολουθήσουμε τη δοκιμή, στην οποία ο Χαλανδριώτης πέρασε τον Μαρουσιώτη. Γυρίζοντας στο χωριό μας περάσαμε μέσα από το Χαλάνδρι και ακούσαμε κοροϊδίες από τους Χαλανδριώτες για το πάθημα του δικού μας. Δεν μπορούσαμε να το χωνέψουμε και αποφασίσαμε να εκδικηθούμε. Ο Μουσούρης, ο Λαυρέντης, ο αδελφός του Παπασυμεών, εγώ και ένας άλλος κατεβήκαμε το Μεγάλο Σάββατο στην Αθήνα και δηλώσαμε στην επιτροπή ότι θέλουμε να τρέξουμε. Μας είπαν να κάνουμε μία δοκιμή και αν τρέξουμε κάτω από τρεις ώρες και πέντε λεπτά, θα μας εδέχοντο στους Ολυμπιακούς. Οι συγχωριανοί μας έκαναν έρανο και μας αγόρασαν αθλητικά παπούτσια, 25 δραχμές στοίχιζαν τότε. Τη Δευτέρα του Πάσχα ξεκινήσαμε για τον Μαραθώνα».
«Ύστερα από τέσσερις μέρες, πρώτος τερμάτισε ο Λαυρέντης. Εγώ ήλθα πέμπτος γιατί με είχε πιάσει πόνος αλλά ήμουνα στην ώρα μου. Την άλλη μέρα ήμουνα πιασμένος και προσπαθούσα με μασάζ να ξεμουδιάσω. Τρεις μέρες αργότερα, την παραμονή του αγώνα για τους Ολυμπιακούς, πήγαμε στον Μαραθώνα και το βράδυ μας φιλοξένησε ο δήμαρχος. Δεν πίστευα ότι θα κερδίσω γιατί ήμουνα ακόμα πιασμένος. Όταν ήρθε η ώρα, ένας από την Ολυμπιακή Επιτροπή έβγαλε λόγο σε ξένη γλώσσα και ελληνικά και μας είπε πώς εκείνη ήταν η μεγάλη μέρα της Ελλάδος. Δεν καταλάβαινα γιατί ήταν μεγάλη μέρα, το κατάλαβα αργότερα. Εκείνη τη στιγμή, σκεπτόμουν πως ο δρόμος ήταν πολύς και με παρηγορούσε ότι είχα το δικαίωμα να σταματήσω αν έβλεπα πως δεν μπορώ να συνεχίσω».
«Όχι, έως το Πικέρμι, στα μισά του δρόμου, ήμουν έκτος. Πρώτος ερχόταν ο Γάλλος, δεύτερος ένας Αυστραλός και άλλοι. Από το Πικέρμι και ύστερα, άρχισα να τους πιάνω έναν-έναν και στην Αγία Παρασκευή, έφθασα τον πρώτον. Από κει και πέρα διατήρησα την πρώτη θέση». Όσο για το τι ένιωσε μετά τον αγώνα, ο Σπύρος Λούης σημείωσε: «Τίποτα. Πεινούσα. Ύστερα από τόσο δρόμο»…
Τον απίστευτο άθλο του ήρθαν να αμαυρώσουν οι φήμες ότι είχε κλέψει την πρωτιά στον Μαραθώνιο διανύοντας ένα μέρος της απόστασης με κάρο! Οι επικριτές ισχυρίζονται ότι ο θρίαμβος του Λούη ήταν μια σωστή απάτη, θέλοντας τον επισήμως δεύτερο Χαρίλαο Βασιλάκο μεγάλο νικητή της κούρσας. Η υπόθεσή τους στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Λούης στα συμπληρωματικά προκριματικά που έδωσε (δεν είχε πάρει μέρος στους επίσημους προκριματικούς) τερμάτισε πέμπτος, αποτυγχάνοντας να πιάσει το χρονικό όριο της πρόκρισης (3 ώρες και 17 λεπτά) κατά 2 λεπτά. H ένσταση που διατυπώνεται λοιπόν είναι πώς κατάφερε ο άπειρος μαραθωνοδρόμος να βελτιώσει τον χρόνο του κατά 20 ολόκληρα λεπτά μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες (σημείωσε επίδοση 2 ωρών, 58 λεπτών και 50 δευτερολέπτων);
Παραθέτεται επίσης ότι η κλεψιά ήταν εύκολη υπόθεση στον Μαραθώνιο, μιας και θεατές δεν υπήρχαν καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής και η μόνη δικλείδα ασφαλείας ήταν ένα έφιππο επιτελείο που επέβλεπε τους δρομείς, υπεύθυνος για το οποίο ήταν ο μέντορας και φίλος του Λούη, ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος. Μέχρι το 15ο χιλιόμετρο είναι γνωστό ότι προπορευόταν ο Βασιλάκος, ενώ ο Λούης ήταν ανάμεσα στους τελευταίους. Η μεγάλη προσπέραση του Λούη έγινε μετά το 37ο χιλιόμετρο, δηλαδή μόλις 3 χιλιόμετρα πριν από το Παναθηναϊκό. Και κάτι ακόμα: ούτε ο δεύτερος Βασιλάκος, ούτε ο τρίτος Σπύρος Μπελόκας (που ακυρώθηκε τελικά όταν αποδείχτηκε ότι είχε διανύσει μέρος της απόστασης πάνω σε κάρο) ούτε ο τέταρτος Γκιούλα Κέλνερ (Ούγγρος) είδαν τον Λούη να τους προσπερνά. Χρόνια αργότερα, όταν ο Βασιλάκος ρωτήθηκε για το θέμα, δήλωσε πως ο Λούης ήρθε «ουρανοκατέβατος».
Όποια κι αν είναι η ιστορική αλήθεια, το πλήθος ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιημένο που το αγώνισμα το κέρδισε Έλληνας. Έτσι εξάλλου υποδέχτηκε τον Λούη στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όχι με το όνομά του αλλά με αλαλαγμούς «Έλλην, Έλλην»…
Κατοπινά χρόνια
Μετά τη λήξη των Ολυμπιακών, η φήμη του Σπύρου Λούη εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου και η δόξα του γιγαντώθηκε στο εσωτερικό της χώρας μας. Πόλεις και χωριά από όλη την Ελλάδα τον καλούσαν για να τον θαυμάσουν και να τον τιμήσουν, την ίδια ώρα που χιλιάδες φωτογραφίες του τσολιά ταξίδεψαν ως καρτ ποστάλ στις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Το αποκορύφωμα της διεθνούς προβολής του έλαβε χώρα στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 1936, όπου τιμήθηκε από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο φωτογραφικός φακός απαθανάτισε τον έλληνα μαραθωνοδρόμο να προσφέρει στον Χίτλερ κλαδί ελιάς, ως σύμβολο μιας εύθραυστης ειρήνης που σύντομα θα καταστρατηγούνταν.
Η επίμαχη φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε μάλιστα εκτεταμένα κατά τη γερμανική Κατοχή: όταν η Γκεστάπο έπιανε κάποιον, οι συγγενείς του συνήθιζαν να παραθέτουν την εικόνα ισχυριζόμενοι ότι ο συλληφθείς ήταν συγγενής του έλληνα ολυμπιονίκη! Ο Σπύρος Λούης ήταν πλέον λαϊκός ήρωας και όλοι ήθελαν να του προσφέρουν ένα δώρο, δανειζόμενοι λίγη από τη δόξα του, την οποία ωστόσο αυτός φαινόταν να καταφρονεί!
Από τις εφημερίδες εποχής ανασύρουμε: «Ο κύριος Κυπαρίσσης, πρόεδρος της συντεχνίας αργυροχρυσοχόων, του πρόσφερε μία χρυσή αλυσίδα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κύριος Τζιβανόπουλος, ένα δαχτυλίδι, ο καφεπώλης Δημήτριος Μπαβέας δωρεάν καφέδες για ένα χρόνο, ο Παύλος Αθανασίου 100 οκάδες κρασί, η ξενοδόχος Δήμητρα Βιβή δωρεάν φαγητό εφόρου ζωής, οι Σιδηρόδρομοι Αττικής δωρεάν εισιτήριο εφόρου ζωής, ο Μιχαήλ Βόδας μια κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μία ραπτομηχανή»!
Αν και ο δαφνοστεφανωμένος τσολιάς δεν θα ξανάτρεχε ποτέ στη ζωή του. Παρά τη γιγαντιαία φήμη του, επέστρεψε στην ήσυχη καθημερινότητά του ξαναπιάνοντας τη ζωή του από κει που την είχε ακριβώς αφήσει πριν από τον θρίαμβό του στον Μαραθώνιο. Με το γαϊδουράκι και το κάρο που του είχαν κάνει δώρο, συνέχισε να κουβαλά νερό στο Μαρούσι και την Αττική, καθώς είπε όχι σε όλες τις άλλες τιμές, τα δώρα και τις ευεργεσίες.
Μοναδική μελανή σελίδα στάθηκε μια περίεργη υπόθεση στην οποία βρέθηκε μπλεγμένος το 1926, όταν κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων. Ο λαϊκός ήρωας παρέμεινε προφυλακισμένος για περισσότερο από έναν χρόνο και η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο τόσο στον Τύπο όσο και τον απλό λαό, ώσπου αθωώθηκε τελικά και επέστρεψε στην αφανή ζωή του. Είχε κατηγορηθεί αδίκως.
Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών του Βερολίνου ως επίτιμος φιλοξενούμενος του Χίτλερ. Ο καθημερινός ήρωας Σπύρος Λούης άφησε την τελευταία του πνοή λίγους μήνες πριν από την ιταλική εισβολή, στις 26 Μαρτίου 1940. Και έφυγε από τον κόσμο όπως ακριβώς είχε έρθει, πάμφτωχος και καθαρός. Έζησε το υπόλοιπο του βίου του στο ήσυχο Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως αστυνομικός. Παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια.
Ο θρύλος του παρέμεινε όμως αναλλοίωτος και η εικόνα του τσολιά με το μετάλλιο στο στέρνο σφράγισε τα αθλητικά και κοινωνικά ήθη του τόπου μας για περισσότερο από έναν αιώνα…