Ο Φειδιππίδης (ή Φιλιππίδης) ήταν Αθηναίος δρομέας. Στάλθηκε από τους Αθηναίους στη Σπάρτη για να ζητήσει τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων, λίγο πριν τη μάχη του Μαραθώνα. Διέτρεξε την απόσταση (μεγαλύτερη των 200 χιλιομέτρων) σε δύο μέρες, πράγμα που θεωρήθηκε άθλος. Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα, είπε στους συμπολίτες του ότι η νίκη θα ήταν με το μέρος τους. Αν και οι ιστορικές αναφορές δεν πιστοποιούν 100% τα γεγονότα ή το όνομα του δρομέα, η φιγούρα ενός «υπεραθλητή» της εποχής υπήρξε καταγεγραμμένη. Στις μέρες μας -για την ακρίβεια, τις τελευταίες δεκαετίες- επανεμφανίστηκε η μορφή του στο σώμα ενός Έλληνα, γεννημένου και μεγαλωμένου στην Αμερική, που δεν έχει σταματήσει να τρέχει τα τελευταία 25 χρόνια.
Ο Ντιν Καρνάζης, από την ηλικία των έξι ετών, είχε μια φυσική κλίση προς το τρέξιμο. «Περίμενα πώς και πώς να χτυπήσει το κουδούνι του σχολείου, για να τρέξω. Επέστρεφα κάθε μέρα στο σπίτι μου τρέχοντας. Η μητέρα μου, μου έλεγε “Είσαι τρελός, είναι σχεδόν τρία χιλιόμετρα μακριά”», θυμάται ο ίδιος. Ωστόσο, στα 15-16 του, ενώ πήγαινε στην Α’ Λυκείου και είχε ξεκινήσει επιτυχημένα τους αγώνες, βαρέθηκε, έχασε το ενδιαφέρον του και εγκατέλειψε το τρέξιμο και τον αθλητισμό. Μέχρι τα 30 του είχε αποκτήσει πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, μια στρωμένη δουλειά σε πολυεθνική, οικογένεια, παιδιά ενώ δεν γυμναζόταν ιδιαίτερα, έβγαινε κι έπινε – πάνω-κάτω, ό,τι κάνουμε οι περισσότεροι.
Η ιστορία με τα 30ά του γενέθλια, που του άλλαξε τη ζωή
«Σκοπεύω να κάνω μια κούρσα από τη Μάνη ως τη Θεσσαλονίκη βραχυπρόθεσμα»
Στο πάρτι των τριακοστών γενεθλίων του, εκεί που ήταν με φίλους του και έπινε σε ένα μπαρ στο Σαν Φρανσίσκο, κάτι έσπασε μέσα του. Γύρω στα μεσάνυχτα, ανακοίνωσε στους φίλους του ότι φεύγει από το μαγαζί και πάει να τρέξει 50 χιλιόμετρα για να γιορτάσει. Εκείνοι του είπαν «καλά, κάτσε να πιούμε λίγη τεκίλα ακόμα και το ξανασκέφτεσαι», αλλά το είχε πάρει απόφαση. Βγήκε από το μπαρ, αφαίρεσε το παντελόνι του μένοντας με το μποξεράκι και ξεκίνησε να τρέχει.
Ο Ντιν Καρνάζης σήμερα
Είκοσι-πέντε χρόνια μετά από εκείνη τη νύχτα, ο 55χρονος πλέον Ντιν (από το Κωνσταντίνος), μοιάζει ακόμα σαν ξανθός 30άρης, μετρίου αναστήματος, με υπέροχα γραμμωμένο σώμα, αστραφτερό χαμόγελο και δέρμα, με διάθεση για ζωή. Η πρώτη χειραψία μας είναι ακριβώς αυτή που περιμένω – σφιχτή και δυνατή. Το αθλητικό σορτσάκι και φανελάκι που φοράει, προδίδουν το απίστευτα δουλεμένο σώμα του.
Αυτό είναι ένα τυπικό γεύμα του, τη μέρα που αποφασίζει να «φορτώσει» παραπάνω θερμίδες
Οι πρώτες του κουβέντες, αν και στα αγγλικά, φανερώνουν τις ελληνικές ρίζες του και τη νοοτροπία της φιλοξενίας που του πέρασαν οι Έλληνες γονείς του, Νικ και Φραν Καρνάζη, με καταγωγή από τη Σιλίμνα Αρκαδίας και την Ικαρία, αντίστοιχα. Θέλει να με κεράσει κάτι. Άλλωστε, είναι ο οικοδεσπότης μου για λίγο, έστω και σε ξενοδοχείο, στο κέντρο της Αθήνας, όπου μένει αυτές τις μέρες και τον συνάντησα. Εκείνος παραγγέλνει ανθρακούχο νερό, δηλώνοντας έμπρακτα την αθλητική του υπόσταση. Μου λέει ότι τα τελευταία χρόνια προσέχει πολύ τι τρώει και τι πίνει. «Παλιότερα σκεφτόμουν ότι, ως αθλητής, απλώς χρειαζόμουν θερμίδες, χωρίς να νοιάζομαι από πού τις παίρνω. Έτρωγα πολύ junk food. Αλλά δεν είναι έτσι. Διότι, αν σε ένα αυτοκίνητο βάλεις κακής ποιότητας βενζίνη, δεν θα τρέξει καλά. Οπότε, πλέον, ακολουθώ την παλαιολιθική διατροφή. Τρώω μόνο ότι υπάρχει στη φύση, ό,τι παράγει η γη. Επίσης, επειδή ταξιδεύω συνέχεια και το φαγητό στα αεροπλάνα είναι σκατά [σ.σ. αυτό το είπε στα ελληνικά], κουβαλάω το φαγητό μου πάντα και παντού μαζί μου».
Η Ελλάδα, στην καρδιά του
Με κάθε ευκαιρία προβάλλει την Ελλάδα, όπως στο συγκεκριμένο μπλουζάκι του που γράφει «OPA!» / Φωτογραφία: Navarino Challenge
Αυτή είναι η έβδομη φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα (ήρθε με αφορμή το Νavarino Challenge που πραγματοποιείται 13-15 Οκτώβρη), αλλά με τα ελληνικά δεν τα έχει καταφέρει καλά ακόμα. «Αν και πήγα σε ελληνικό σχολείο κι οι γονείς μου μιλούσαν ελληνικά, δεν τα πάω καλά με τη γλώσσα. Θέλω πολύ να μάθω να μιλάω καλύτερα ελληνικά και το έχω βάλει στο πρόγραμμα», λέει χαρακτηριστικά. Επίσης, μου λέει ότι αυτές τις μέρες συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρέσβη στην Ελλάδα, τον Τζέφρι Πάιατ, προκειμένου να του καταθέσει κάποιες ιδέες που θα ξεκινήσει να υλοποιεί, με σκοπό την προσέλκυση αθλητικού τουρισμού από τις ΗΠΑ στη χώρα μας και, κατ’ επέκταση, την ενίσχυση της οικονομία μας. «Οι Αμερικανοί έχουν λεφτά, αλλά αποτελούν μόνο το 3% του τουρισμού στην Ελλάδα. Ναι μεν, φέτος, ήρθαν εδώ περίπου 30 εκατομμύρια τουρίστες γενικά, όμως πολλοί από αυτούς δεν ανήκουν στον λεγόμενο καλό τουρισμό. Έρχονται με all-inclusive πακέτα και πηγαίνουν στη Ρόδο και σε άλλα πολυδιαφημισμένα νησιά. Ενώ, οι sports tourists, δηλαδή οι τουρίστες που θα επισκεφθούν ένα μέρος για να συμμετάσχουν σε κάποιον αγώνα, έχουν χρήματα και σέβονται τη φύση. Κι επειδή η Ελλάδα έχει τρομερά μέρη για τρέξιμο -νησιά και βουνά-, πλέον συνεργάζομαι με την Αμερικανική Πρεσβεία και την εταιρεία Active Media, για να τρέξουμε αυτό το project. Πιστεύω σε αυτό. Κάθε φορά που έρχομαι στην Ελλάδα, βλέπω όλο και περισσότερους δρομείς. Υπάρχει μια τάση προς το τρέξιμο. Απλώς, στους αγώνες βλέπεις μόνο Έλληνες. Αυτό πρέπει να αλλάξει και να προσελκύσουμε και ξένους δρομείς».
Η Ελλάδα κυριαρχεί σε μια ακόμη απάντησή του, όταν τον ρωτώ αν υπάρχουν μέρη στον κόσμο όπου δεν έχει τρέξει, αλλά θα το ήθελε πολύ. «Έχω πάει σε όλες τις ηπείρους της Γης, από δυο φορές στην καθεμιά. Ωστόσο, πάντα θέλω να επιστρέφω στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει άλλο μέρος με τόσες προοπτικές για αγώνες δρόμου. Η Μεθώνη, η Πελοπόννησος, το φαράγγι του Βίκου – σε όλα αυτά θέλω να τρέξω. Σκοπεύω, επίσης, να κάνω μια κούρσα από τη Μάνη ως τη Θεσσαλονίκη βραχυπρόθεσμα», λέει.
Οι κούρσες της ζωής του
Στην Ανταρκτική
Ο υπερμαραθωνοδρόμος Κωνσταντίνος Καρνάζης έχει σπρώξει το σώμα και το πνεύμα του σε αδιανόητα όρια. Έχει τρέξει συνεχόμενα 563 χιλιόμετρα, χωρίς ύπνο, σε τρεις ημέρες. Έχει διασχίσει την Κοιλάδα του Θανάτου με το θερμόμετρο να δείχνει 50°C και έχει τρέξει μαραθώνιο στον Νότιο Πόλο στους -40°C. Έχει συμμετάσχει στον «Αγώνα Αντοχής 100 μιλίων των Δυτικών Πολιτειών», έναν απίθανα δύσκολο αγώνα 24 ωρών που διασχίζει χιονισμένα βουνά 2.700 μέτρων, ποτάμια και καυτές κοιλάδες – τερμάτισε σε 21 ώρες. Ακόμη, έχει πάρει μέρος στον τρομακτικό αγώνα των 135 μιλίων του Badwater, στην έρημο – και πόσα ακόμη!
Σε ένα από τα σχετικά πρόσφατα κατορθώματά του, έτρεξε 50 μαραθωνίους, σε 50 πολιτείες των ΗΠΑ, σε 50 συνεχόμενες μέρες. Αυτή η πρόκληση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ό,τι πιο δύσκολο έχει κάνει μέχρι σήμερα.
Όταν τον ρωτώ, τι σκέφτεται όλες εκείνες τις ώρες που τρέχει, μου απαντά πως «αν σκέφτεσαι πολύ την ώρα που τρέχεις, σου κάνει κακό. Αν έχεις στο μυαλό σου, για παράδειγμα, τον τερματισμό, βαραίνεις. Εγώ μπαίνω σε μια άλλη κατάσταση όταν τρέχω. Φεύγω, είμαι αλλού».
Ο εμπνευστής Ντιν Καρνάζης
«Πουθενά δεν λιώνει η ψυχή μου έτσι, όπως όταν βλέπω το ηλιοβασίλεμα από την Ακρόπολη»
Ο Κωνσταντίνος έχει συμπεριληφθεί από το περιοδικό Time, στη λίστα με τους «100 πιο Επιδραστικούς Ανθρώπους του Κόσμου» – στη θέση #27. Η αλήθεια είναι ότι έχει εμπνεύσει χιλιάδες ανθρώπους. «Έχω περίπου 10.000 μέιλ από ανθρώπους, που στην πρώτη-πρώτη γραμμή, μου λένε ότι τους άλλαξα τη ζωή και με ευχαριστούν», λέει. Κάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου, τον ρωτώ αν έχει και εχθρούς, επικριτές ή αντιπάλους. Μάλιστα, πριν κάποια χρόνια, ο Γιάννης Κούρος, ένας άλλος Έλληνας υπερμαραθωνοδρόμος, τον είχε προκαλέσει ανοιχτά σε αγώνα για το ποιος είναι ο κορυφαίος, ενώ λέγεται πως είχε φτάσει δημόσια να τον αποκαλεί τσαρλατάνο. «Υπάρχει ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό που μπορεί να με κατηγορεί πως κάνω ό,τι κάνω για την αυτοπροβολή, αλλά ως εκεί. Αυτό το αντιλαμβάνομαι ως ζήλια, επειδή με κατακρίνουν χωρίς να με ξέρουν, αλλά σου ξαναλέω ότι είναι ελάχιστες τέτοιες περιπτώσεις».
«Ποια είναι η μεγαλύτερη θυσία που έχεις κάνει στη ζωή σου, για να τα καταφέρεις στο τρέξιμο;», τον ρωτώ. «Λεφτά», μου απαντά εμφατικά στα ελληνικά, γελώντας. «Σίγουρα, θα είχα πιο πολλά αν παρέμενα ένας businessman», προσθέτει. Ωστόσο, όπως λέει, του λείπει πολύ η οικογένειά του, επειδή ταξιδεύει συνέχεια και βρίσκεται μακριά τους. «Έχω μάθει, όμως, ότι σημασία έχει η ποιότητα σε μια σχέση κι όχι η ποσότητα. Όταν είμαι στο Σαν Φρανσίσκο, περνάω πολλές ώρες κάνοντας ουσιαστικά πράγματα με την οικογένειά μου. Δεν θα κάτσουμε απλώς στο σπίτι να δούμε τηλεόραση. Θα βγούμε, θα παίξουμε», τονίζει.
Ο συγγραφέας Ντιν Καρνάζης
Ο Ελληνοαμερικανός θρύλος των υπεραποστάσεων, έγινε ευρύτερα γνωστός μέσα από τα βιβλία του. Το πρώτο του, Ultramarathon Man: Confessions of an All-Night Runner (2006), το οποίο έγινε παγκόσμιο best seller και επανεκδόθηκε το 2016 ως Υπερμαραθωνοδρόμος, από την Key Books, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου -κι όχι ενός δρομέα- που καταφέρνει να βρει τον εαυτό του, όπως λέει ο ίδιος. «Κάποτε ήμουν ένας businessman, αλλά αυτό δεν με γέμιζε εσωτερικά. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που νιώθουν εγκλωβισμένοι στις δουλειές τους, όπως ένιωθα κι εγώ, αλλά δεν έχουν το θάρρος να βάλουν ένα Χ σε αυτό που ζουν».
Έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στη Σπάρτη, λόγω ιστορίας, αλλά απογοητεύτηκε την πρώτη φορά που την επισκέφθηκε, επειδή περίμενε να δει ανθρώπους σαν τους 300 του Λεωνίδα – αλήθεια.
Όση ώρα μιλάμε, είναι όρθιος. Φαίνεται γεμάτος ενέργεια, αλλά παράλληλα ήρεμος. Δεν σκέφτεται το ενδεχόμενο να σταματήσει να τρέχει και δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να το συζητήσουμε παραπάνω. Ζει για να τρέχει κι αυτό υποδεικνύουν τα χιλιάδες αθλητικά παπούτσια που έχει λιώσει κυριολεκτικά σε κάθε επιφάνεια της Γης – αλλάζει περίπου 40 ζευγάρια τον χρόνο.
Όταν συστηθήκαμε, το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν αν τρέχω. Μου πέρασε από το μυαλό ότι ίσως είναι ένας sports freak, χωρίς πολλά ενδιαφέροντα, όμως όχι. Καθόλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, ενδιαφέρθηκε να μάθει πολλά πράγματα για μένα και αν δεν είχε κι άλλο ραντεβού μετά από μένα, θα μπορούσαμε να μιλάμε για καμιά ώρα ακόμα, σίγουρα. Τέτοιοι άνθρωποι μπορεί να μη γίνουν ποτέ φίλοι σου, επειδή δεν ταιριάζετε πάρα πολύ, ή να μην τους δεις ξανά, αλλά αξίζει να τους συναντήσεις έστω και για λίγο, κάποιες φορές στη ζωή σου. Γίνεσαι πιο έμπειρος – εγώ το λέω «πλουσιότερος».