Τυλιγμένες στον ιστό μια σφοδρής αντιδικίας με φόντο την επαγγελματική αλλά και προσωπική τους σχέση βρίσκονται δύο λαμπερές παρουσίες του καλλιτεχνικού χώρου, περίπου ενάμιση χρόνο μετά την πρεμιέρα της πολλά υποσχόμενης θεατρικής παράστασης «…Και Ιουλιέτα», που έφερε μάλιστα οσκαρική υπογραφή, αυτή του διεθνούς φήμης σκηνοθέτη Ανγκ Λι.
Η γνωστή ηθοποιός και πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Πέμη Ζούνη και η θεατρική παραγωγός Μπέσσυ Γιαννοπούλου από άλλοτε στενές συνεργάτιδες ξιφουλκούν πλέον στα δικαστήρια με μήλον της Εριδος όσα έλαβαν χώρα στα παρασκήνια της προετοιμασίας του γνωστού θεατρικού μονολόγου. Ενός έργου που ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς αλλά κατέληξε σε μια πρωτοφανή δικαστική διαμάχη, με αλληλοκατηγορίες για οικονομική εξαπάτηση, για ψευδορκίες, ακόμη και με αναφορές για αρπαγές και ερωτικές ομηρίες στο όνομα νέων καλλιτεχνικών συνεργασιών διεθνούς βεληνεκούς! Στο πλαίσιο αυτής της αδυσώπητης αντιδικίας οι δυο γυναίκες αποκαλύπτουν πολλά επεισόδια από την προσωπική τους ζωή μέσα από τα δικόγραφα που έχουν ανταλλάξει. Για περίπου δύο χρόνια η ηθοποιός και η παραγωγός, όπως προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση, συγκατοικούσαν σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και φαίνεται πως είχαν αναπτύξει μια πιο στενή προσωπική σχέση. Μια σχέση που η ηθοποιός σε μήνυση που κατέθεσε σε βάρος της κυρίας Γιαννοπούλου αποκαλεί «αρπαγή, εφιάλτη και βασανιστήριο», χαρακτηρισμούς που αντικρούει με πλήθος στοιχείων η γνωστή παραγωγός απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της αντιδίκου της.
Η σφοδρή δικαστική κόντρα
Πλέον, στον φάκελο της υπόθεσης την οποία ερευνούν οι εισαγγελικές αρχές περιλαμβάνονται δεκάδες μηνύματα και φωτογραφίες από προσωπικές στιγμές των δύο γυναικών, καθώς και έγγραφα των εταιρειών που διατηρούσαν η κυρία Ζούνη (με εκπρόσωπο της εταιρείας της τον σύζυγό της) και η κυρία Γιαννοπούλου αλλά και τεχνικές μελέτες και πορίσματα ειδικών που συντάχθηκαν προκειμένου να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς που προβάλλουν οι δύο αντίδικες πλευρές.
Η παράθεση των συγκεκριμένων στοιχείων γίνεται προκειμένου η μεν ηθοποιός να αποδείξει ότι εξαπατήθηκε οικονομικά από την παραγωγό κατά τη συνεργασία τους για το ανέβασμα του θεατρικού έργου, η δε Μπέσσυ Γιαννοπούλου για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της πως όχι μόνο δεν εξαπάτησε την Πέμη Ζούνη αλλά ζημιώθηκε κιόλας από τη συνεργασία μαζί της, η οποία επιπλέον όπως υποστηρίζει γέννησε για εκείνη και έναν άλλο πιο προσωπικό δεσμό με τη γνωστή ηθοποιό με την πλήρη συναίνεση, γνώση και αντίληψη της τελευταίας.
Η σφοδρή δικαστική αντιπαράθεση των δύο γυναικών άρχισε να ξετυλίγεται στον απόηχο του σκανδάλου για το θεατρικό έργο «…και Ιουλιέτα», τον γνωστό μονόλογο του Ακη Δήμου που είχε ερμηνεύσει η Πέμη Ζούνη. Το έργο είχε ανέβει στις αρχές του 2017 στο θέατρο του ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης». Ο θεατρικός μονόλογος που είχε αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές είχε παρουσιαστεί στο κοινό υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του βραβευμένου με Οσκαρ σκηνοθέτη Ανγκ Λι.
Η «εξαπάτηση»
Ωστόσο, λίγο πριν την ολοκλήρωση των παραστάσεων έσκασε σαν βόμβα στον καλλιτεχνικό χώρο δημόσια επιστολή της ηθοποιού, στην οποία έκανε λόγο για «εξαπάτηση». Αιτία ήταν η αποκάλυψη πως κοινές φωτογραφίες της με τον σκηνοθέτη Ανγκ Λι, που κυκλοφόρησαν για την προώθηση του έργου, ήταν προϊόν Photoshop. Μάλιστα, η Πέμη Ζούνη ζήτησε τότε συγγνώμη από το κοινό για την πλάνη στην οποία υπέπεσε. Της επιστολής όμως της ηθοποιού, των αποκαλύψεων περί Photoshop και των πληροφοριών που ήθελαν τον σκηνοθέτη από την Ταϊβάν να μην έχει καμία σχέση με την παράσταση, είχε προηγηθεί ανακοίνωση του Ιδρύματος Κακογιάννη που έδειχνε ως υπεύθυνη για τη διακίνηση των πλαστών φωτογραφιών την εταιρεία παραγωγής της Ζούνη. Τότε, λοιπόν, σύμφωνα με την πλευρά της Μπέσσυς Γιαννοπούλου, η ηθοποιός προσέφυγε στη Δικαιοσύνη καταθέτοντας μήνυση σε βάρος της, εγκαλώντας την για εξαπάτηση με ζημία άνω των 200.000 ευρώ αλλά και για αρπαγή. Αδίκημα που, σύμφωνα με τη μήνυση της ηθοποιού, συνίσταται στο γεγονός ότι η θεατρική παραγωγός την κρατούσε επί μία διετία σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Ενας ισχυρισμός που έχει προκαλέσει πλήθος ερωτημάτων, καθώς πολλοί γνωρίζουν ότι το διαμέρισμα στο οποίο διέμεναν οι δύο γυναίκες το είχε μισθώσει στην παραγωγό ο σύζυγος της Πέμης Ζούνη. Μάλιστα, στη δικογραφία περιλαμβάνεται και εξώδικη πρόσκληση του συζύγου της ηθοποιού με την οποία καλεί τη θεατρική παραγωγό να παραλάβει προσωπικά της αντικείμενα από το ακίνητο μετά την αποχώρησή της από αυτό.
«Εφιάλτης αλλά τον άντεξα…»
Αλλά και η ίδια η ηθοποιός εμμέσως πλην σαφώς αποδέχεται την συγκατοίκησή με τη θεατρική παραγωγό στη μήνυση που κατέθεσε σε βάρος της στην εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας. Προχωράει μάλιστα και ένα βήμα παραπέρα. Δίνοντας τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα μιλάει για «πίεση» που της ασκούνταν από την αντίδικό της για μια πιο «εναλλακτική και με διαχυτικότητες συμπεριφορά», που δεν της ταίριαζαν καθόλου». Κάνει λόγο για εγκλεισμό της και παρακολούθησή της από την κυρία Γιαννοπούλου, συνομολογώντας πως αποδεχόταν αυτές τις συμπεριφορές διότι εκτιμούσε την πίστη της σε εκείνη αλλά και το «μεγάλο δώρο» που της έκανε με το να την προτείνει «σε αυτόν τον τεράστιο σκηνοθέτη».
Ωστόσο, από τα στοιχεία που προσκόμισε η θεατρική παραγωγός στις εισαγγελικές αρχές και, κυρίως, από το φωτογραφικό υλικό αλλά και από την αλληλογραφία της με την ηθοποιό αναδεικνύονται παράμετροι που μαρτυρούν αν μη τι άλλο μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ των δυο γυναικών. Οπως και να ’χει, πάντως, τα στοιχεία αυτά θα τα αξιολογήσουν οι εισαγγελικές αρχές προκειμένου να αποφανθούν αν πράγματι στοιχειοθετείται το αδίκημα της αρπαγής, για το οποίο η ηθοποιός εγκαλεί την άλλοτε στενή της συνεργάτιδα.
Εξιστορώντας το πώς πληροφορήθηκε από τον σύζυγό της και την αδελφή της ότι ο Ανγκ Λι δεν ήταν σκηνοθέτης της παράστασης «…Και Ιουλιέτα», η Πέμη Ζούνη περιγράφει στη μήνυσή της: «Την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου ήρθαν και πάλι στο διαμέρισμα η αδελφή μου και ο σύζυγός μου, λέγοντας ότι συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και πρέπει να μιλήσουμε, τρεμάμενοι και οι δύο.
Βγαίνοντας από το διαμέρισμα και κατεβαίνοντας τις σκάλες είδα τον άντρα μου να κλαίει. Καθίσαμε κάπου στην περιοχή, τους παρακάλεσα και πάλι, τρομοκρατημένη, να αφήσουμε τα τηλέφωνά μας στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. Το έκαναν. Οταν βρεθήκαμε μακριά από τους “παρατηρητές” μου, τους άκουσα να λένε ότι υπάρχουν πλέον αδιάψευστα στοιχεία ότι όλο αυτό που έχω ζήσει είναι μια τεράστια, επικίνδυνη απάτη. Ζαλίστηκα. Oλες μου οι σταθερές άρχισαν να ξηλώνονται… Εγώ υποστήριζα με όλη μου τη δύναμη εκείνη και τη δουλειά μας. Παρόλο που είχα δει, από τις πρώτες μέρες της συνεργασίας μας, πως δεν ταιριάζαμε καθόλου ως χαρακτήρες, καθότι η μηνυόμενη παρουσίαζε μια απαξιωτική συμπεριφορά προς τους πάντες, παρόλο που υπήρχαν πάνω της κάποια στοιχεία που με απομάκρυναν ψυχικά, έβαζα όλη μου τη δύναμη να βρω σε εκείνη κάτι να συμπαθήσω, ακριβώς διότι εκτιμούσα την πίστη σε μένα, το μεγάλο δώρο που μου έκανε με το να με προτείνει σε αυτόν τεράστιο σκηνοθέτη».
Αναφερόμενη δε στην αντίδικό της, ούτε λίγο ούτε πολύ σκιαγραφεί την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που με αυταρχικό και καταπιεστικό τρόπο την κρατούσε απομονωμένη από την οικογένειά της. Εκείνη όμως, όπως λέει, τα άντεχε όλα και έκανε κουράγιο γιατί γνώριζε πως ο εφιάλτης θα τελείωνε και μέσα από τη σχέση της με την παραγωγό θα εξασφάλιζε κι άλλες μεγάλες επαγγελματικές συνεργασίες.
«Ενιωθα παγιδευμένη»
«Η πίεση αυτή για μια συμπεριφορά πιο εναλλακτική, με διαχυτικότητες που δεν μου ταίριαζαν καθόλου, συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού, του “crash test”. Ενιωθα παγιδευμένη, δεν μπορούσα να μοιραστώ την ανησυχία μου με τους δικούς μου ανθρώπους, αφού ήμουν σε συνεχή παρακολούθηση, αλλά έκαναν κουράγιο γιατί θεωρούσα ότι όσο σκληρές θα ήταν οι μέρες ο εφιάλτης θα τελείωνε σύντομα», αναφέρει χαρακτηριστικά στη μήνυσή της η ηθοποιός, που σε άλλο σημείο του δικογράφου υποστηρίζει ότι είχε φτάσει στο σημείο να δίνει κρυφά σημειώματα στον σύζυγό της κατά τη διάρκεια του «εγκλεισμού» της για να μην ανησυχεί για εκείνη: «Περνώντας μαζί με την κυρία Γιαννοπούλου φυσικά από το μαγαζί του συζύγου μου, μπόρεσα να του δώσω κρυφά ένα σημείωμα, όπου του έλεγα να μην ανησυχεί. Δεν είχα προλάβει ποτέ να μιλήσω μαζί του γι’ αυτόν τον εγκλεισμό και την παρακολούθηση, αφού αυτό είχε συμβεί απροειδοποίητα. Παράλληλα, είχαν αρχίσει σοβαρές συζητήσεις για περισσότερες ταινίες, μου στέλνονταν ονόματα σπουδαίων ηθοποιών που θαυμάζω ως συμπρωταγωνιστές… Η αναμονή για τόσο σημαντικές συνεργασίες είναι για μένα ο λόγος που άντεχα και υπέμεινα όλο αυτό το βασανιστήριο», αναφέρει χαρακτηριστικά η ηθοποιός σημειώνοντας πως η εταιρεία της Art Tank δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τα έξοδα της παραγωγής. «Οι οικονομικές απαιτήσεις της παραγωγής είχαν πολλού ξεπεράσει τα όρια της αντοχής του συζύγου μου, ψάχναμε απεγνωσμένα να βρούμε λύση, να μη σταματήσει η παραγωγή και εκτεθούμε», υπογραμμίζει.
«Είναι εγκληματική οργάνωση»
Η υπόθεση, όμως, περιπλέκεται ακόμη περισσότερο και παραπέμπει σε σενάριο δικαστικού θρίλερ για γερά νεύρα μετά την πληθώρα στοιχείων που προσκόμισε τον περασμένη Μάρτιο η παραγωγός στον εισαγγελέα αντικρούοντας τις αιτιάσεις της ηθοποιού. Εναν χρόνο λοιπόν μετά την κατάθεση της μήνυσης από την ηθοποιό, η Μπέσσυ Γιαννοπούλου πέρασε στην αντεπίθεση και με ένα υπόμνημα-φωτιά ζητά την ποινική δίωξη της Πέμης Ζούνη, της αδελφής της και του συζύγου της, κατά περίπτωση, για τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, της απάτης στο δικαστήριο, της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης και της ψευδούς καταμήνυσης. Καταρχάς, η πλευρά της παραγωγού υποστηρίζει ότι η συνεργασία με τον βραβευμένο σκηνοθέτη όχι μόνο ήταν αληθινή αλλά και σε γνώση της ηθοποιού η οποία, κατά τους ισχυρισμούς, ήταν παρούσα σε όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας της παράστασης έχοντας ιδία γνώση για το ποιος τη σκηνοθετούσε.
Η κυρία Γιαννοπούλου στρέφεται, δε, και κατά του Ιδρύματος Κακογιάννη, που είχε ανακοινώσει ότι θα ερευνήσει τις συνθήκες υλοποίησης της παραγωγής έργου, αναθέτοντας σε εταιρεία να διαπιστώσει αν η ηλεκτρονική αλληλογραφία της με τον σκηνοθέτη από την Ταϊβάν ήταν πραγματική. Υπενθυμίζεται ότι αμέσως μετά τις αποκαλύψεις περί Photoshop οι εκπρόσωποι του Ιδρύματος είχαν ανακοινώσει ότι ματαιώνουν τις δυο τελευταίες παραστάσεις του έργου. Παράλληλα είχαν αποστείλει εξώδικο στην εταιρεία παραγωγής του συζύγου της Πέμης Ζούνη με αφορμή τα όσα είχαν αποκαλυφθεί περί… σκηνοθεσίας-μαϊμού από τον Ανγκ Λι. Αρκετά αργότερα, η ηθοποιός απάντησε στις αιτιάσεις του ιδρύματος και με εξώδικό της ενημέρωσε τους εκπροσώπους του πως έχει στραφεί κατά της Γιαννοπούλου, την οποία καθιστούσε αποκλειστικά υπεύθυνη για ό,τι είχε συμβεί με τη μήνυση που είχε καταθέσει εναντίον της.
Η θεατρική παραγωγός, στο υπόμνημά της, παραθέτει πόρισμα ελεγκτικής πολυεθνικής εταιρείας, σύμφωνα με το οποίο η έρευνα που έγινε για λογαριασμό του Ιδρύματος Κακογιάννη και από το οποίο διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν αυθεντική η ηλεκτρονική της αλληλογραφία με τον βραβευμένο σκηνοθέτη, φέρει την υπογραφή ενός «ειδικού» που έχει κατηγορηθεί για χάκινγκ και μάλιστα έχει προφυλακιστεί! Οπως υποστηρίζει η παραγωγός, το συγκεκριμένο πρόσωπο και η εταιρεία του «επιλέχθηκε από το περιβάλλον της κυρίας Ζούνη, αν όχι από την ίδια… για να εμφανιστεί στη συνέχεια ως λαβούσα την εντολή από το ίδρυμα». Η ίδια θεωρεί δεδομένη «τη συνεργασία μεταξύ των μηνυτών της για να επιρρίψουν επάνω της όλη την απίθανη κατασκευή τους, ο καθένας για δικούς του λόγους».
«Το Ιδρυμα Κακογιάννη χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη εταιρεία για τη διερεύνηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που του προωθήθηκε από εμένα αλλά και την κυρία Ζούνη, αλλά μάλλον ξέχασε να… αναφέρει και να ελέγξει στην έγκλησή του αυτά τα οποία του προωθήθηκαν από την κυρία Ζούνη», υποστηρίζει η παραγωγός, εξαπολύοντας στη συνέχεια ευθείες βολές στους υπευθύνους του ιδρύματος για το σύνολο των χειρισμών τους στην υπόθεση: «Ουδέποτε το Ιδρυμα Κακογιάννη, όπως όφειλε, δεν ζήτησε από την εταιρεία παραγωγής της κυρίας Ζούνη και τον εκπρόσωπο της εταιρείας παραγωγής Art Tank (σ.σ.: πρόκειται για τον σύζυγο της ηθοποιού) να καταθέσουν στο Ιδρυμα τη μεταξύ μας σύμβαση, αυτή δηλαδή με την οποία θεωρητικά η εταιρεία παραγωγής της κυρίας Ζούνη παραχωρούσε τη διεύθυνση και την εκτέλεση παραγωγής και της θεατρικής παράστασης «…Και Ιουλιέτα» στην εταιρεία Point Blank (σ.σ.: ιδιοκτησίας της παραγωγού)… Ποτέ η κυρία Ζούνη και η εταιρεία παραγωγής της με εκπρόσωπο τον σύζυγό της δεν υπέγραψε με την εταιρεία μου ουδεμία σύμβαση και επομένως ουδέποτε μου παραχώρησε, ούτε συμφώνησα μαζί της να αναλάβω τη διεύθυνση και την εκτέλεση παραγωγής της ως άνω θεατρικής παράστασης».
Οι οικονομικές διαφωνίες
Μάλιστα, η θεατρική παραγωγός, αφού αρνείται την ύπαρξη σύμβασης της εταιρείας της με τους αντιδίκους της, αναφέρει ότι η ηθοποιός και ο σύζυγός της τής οφείλουν χρήματα: «Ενώ λοιπόν επί δυο μήνες, όσο δηλαδή διήρκεσαν οι πρόβες και η εκτέλεση του 3D mapping, εργαζόμουν καθημερινά περί τις 12 ώρες για την υλοποίηση της παράστασης, με συμφωνημένη προφορικά αμοιβή 5.000 ευρώ για κάθε μήνα και 2.000 ευρώ για άλλους δυο μήνες, όσο δηλαδή παιζόταν η παράσταση στο Ιδρυμα Κακογιάννη, ουδέποτε πληρώθηκα. Τουναντίον η κυρία Ζούνη και ο σύζυγός της μου ζητούσαν να βρω χρήματα από γνωστούς και φίλους μου, όπως για παράδειγμα από τη συγγραφέα Μάρα Μεϊμαρίδη, η οποία θα έρθει ως μάρτυράς μου για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου ώστε να μπορούν να πληρώσουν τους συντελεστές», υπογραμμίζει στο υπόμνημά της σημειώνοντας ακόμη ότι η εταιρεία παραγωγής της ηθοποιού «είχε ανασφάλιστους τους περισσότερους τεχνικούς που δούλευαν στο στήσιμο και στο ξεστήσιμο των σκηνικών της παράστασης της».
Η Μπέσσυ Γιαννοπούλου αμφισβητεί επίσης τις προθέσεις του ιδρύματος να ματαιώσει μετά τις αποκαλύψεις σχετικά με τη σκηνοθεσία του έργου «τις υπόλοιπες προγραμματισμένες παραστάσεις», όπως αρχικά οι υπεύθυνοί του είχαν δεσμευτεί. Αντίθετα, όπως επισημαίνει: «Το Ιδρυμα μας έστειλε email με το οποίο μας ρωτούσε αν θα πραγματοποιηθούν οι υπόλοιπες παραστάσεις». Επίσης, η πλευρά της παραγωγού υπογραμμίζει πως «στην έγκλησή του το Ιδρυμα Κακογιάννη αναφέρεται σε παράνομο οικονομικό όφελος των “δραστών” στο οποίο απέβλεψαν μέσω της εξαπάτησης ξεχνώντας ότι οι οικονομικές συναλλαγές του και η απόδοση των χρημάτων γίνονταν αποκλειστικά και μόνο με την εταιρεία παραγωγής της κυρίας Ζούνη και ιδίως με τον σύζυγό της ο οποίος εκπροσωπούσε την εταιρεία τους».
«Σ’ αγαπάω, δεν το πίστευες που σου το έλεγα. Ισως σιγά-σιγά το πιστέψεις. Εδώ θα είμαι. Θα το δεις. Και όταν δεν κρύβεσαι θα το βλέπω και εγώ. Κρατάω αυτά που μου έγραψες ως πολύτιμα, για τα δύσκολα, μικρή μου Ποκαχόντας». Λόγια αγάπης που εμπεριέχονται στη δικογραφία που έχουν οι εισαγγελικές αρχές και μαρτυρούν -αν μη τι άλλο- ότι η σχέση των δυο γυναικών είχε περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, πέραν αυτού της συνεργασίας τους.
«Ισως να σκέφτεσαι ότι δεν σε νοιάζομαι, δήθεν πήρα ότι είχες να μου δώσεις… Εγώ θέλω να νοιάζομαι για σένα. Εγώ θέλω να σου δείχνω τι νιώθω. Εγώ θα είμαι η πρώτη που θα κλάψει αν πονέσεις… Εγώ θα είμαι εκείνη που αν βρεθείς στον βούρκο, θα πέσω μέσα να σου δώσω την ανάσα μου, να σου δώσω και πάλι ζωή… Και πάλι εκεί θα υποκύψω για να χαρείς. Το κάνω για μένα, να σε βλέπω χαρούμενη, να ξέρω ότι είσαι καλά, είναι αρκετό για μένα. Τόσο πολύ ναι, βλέπεις η αγάπη δεν υπόκειται σε σκληρότητες, ούτε σε συμφέροντα», αναφέρει ένα ακόμη από τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που αντάλλασσαν οι δυο γυναίκες κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους και στο πλαίσιο της πιο προσωπικής σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, όπως τουλάχιστον αναφέρει ξεκάθαρα η πλευρά της παραγωγού. Στο υπόμνημά της των 235 σελίδων προς τις εισαγγελικές αρχές η Μπέσσυ Γιαννοπούλου, εκτός από τις αιτιάσεις της ηθοποιού περί εξαπάτησης, αντικρούει με πλήθος στοιχείων και όσα η Πέμη Ζούνη τής καταλογίζει περί αρπαγής.
Η παραγωγός μιλάει ξεκάθαρα για ερωτική σχέση με την ηθοποιό, ισχυρισμό που στοιχειοθετεί με τα ντοκουμέντα που προσκόμισε στον εισαγγελέα, ως απάντηση στις αιτιάσεις της αντιδίκου της. Οπως και να ’χει, ο επίλογος αυτής της σφοδρής αντιδικίας αναμένεται να γραφτεί από τις εισαγγελικές αρχές που ερευνούν την υπόθεση και οι οποίες θα αξιολογήσουν τα στοιχεία που παραθέτει η ηθοποιός αλλά και η παραγωγός. Βάσει αυτών θα κληθούν να αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν στην άσκηση ποινικής δίωξης αφού πρώτα απαντήσουν αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί οικονομική εξαπάτηση και, κυρίως, αρπαγή από τη στιγμή που το «θύμα» συνομολογεί ότι συναίνεσε σε αυτήν έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι έρχονται πλούσια συμβόλαια και άλλες ακριβές συνεργασίες.
Πηγή: protothema.gr