Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2024
αληθινές ιστορίεςΟ άντρας που θα παντρευόμουν πέθανε. Πέρασαν 19 χρόνια, παντρεύτηκα άλλον, αλλά...

Ο άντρας που θα παντρευόμουν πέθανε. Πέρασαν 19 χρόνια, παντρεύτηκα άλλον, αλλά ακόμα πονάω

Όταν ήμουν 18 χρονών, πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο, γνώρισα εκείνον που θα παντρευόμουν. Η καλύτερή μου φίλη που ήταν στην ίδια σχολή μ’ εμένα μας σύστησε.

Θυμάμαι καθαρά την στιγμή που μου είπε ψιθυριστά στο αυτί για να μη μας ακούσει «αυτός είναι που σου έλεγα». Μία που μας σύστησε και μία που… έμεινα. Είχε πανέμορφο πρόσωπο, ένα καταπληκτικό πρόσωπο με γωνίες, κρυμμένο μέσα σε πλούσια, μακριά, μαύρα μαλλιά, πανέμορφα μάτια που γελούσαν και αυτά όταν χαμογελούσε και λακάκια. Έμοιαζε πολύ στον Τομ Κρουζ στα νιάτα του.

«Γεια σου», του είπα.

«Γεια σου», μου απάντησε.

Από εκείνη την ημέρα και έπειτα δεν χωρίσαμε ποτέ. Ήμασταν πάντα και παντού μαζί. Μαζί για φαγητό, μαζί βόλτα, μαζί παντού. Όλη την ώρα γελούσαμε και μπορούσα να του πω τα πάντα, όλα μου τα μυστικά, ακόμα και αυτά που φοβόμουν να πω στους άλλους και ποτέ δεν είπε κάτι που με έφερε σε δύσκολη θέση. Με κρατούσε αγκαλιά στα καλά, με κρατούσε αγκαλιά και όταν έκλαιγα. Κι εκείνος όμως μου έλεγε όλα του τα μυστικά ακόμα και εκείνα που δεν τολμούσε να πει στους άλλους και εγώ πάντα τον άκουγα. Ήμασταν τρελά ερωτευμένοι. Τον αγαπούσα και με αγαπούσε με εκείνη την αγάπη των 18 ετών, την άδολη, την αγνή, την επιφανειακή θα μπορούσε να πει κάποιος αλλά εγώ ήξερα ότι αυτό που υπήρχε ανάμεσά μας ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι βαθύτερο. Ήμασταν τόσο ίδιοι, τόσο δεμένοι αλλά και τόσο μπερδεμένοι. Αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο που δεν μπορώ να σας εξηγήσω.

Όλοι το ήξεραν ότι αυτός ήταν ο άντρας που θα παντρευτώ. Το ήξεραν οι γονείς μου, το ήξεραν οι συγγενείς μου, το ήξεραν οι φίλοι μας.

Ήταν ο πρώτος άντρας με τον οποίο έκανα σεξ μια βροχερή νύχτα του Δεκέμβρη, μια αξέχαστη νύχτα λίγο πριν τα Χριστούγεννα όταν όλα γύρω μας ήταν ήσυχα. Ήταν τέλεια. Όταν χωριστήκαμε εκείνο το βράδυ, έβαλα τα κλάματα.

Την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου του πήρα ένα σωρό δώρα και σαν έκπληξη έγραψα στον πίνακα του αμφιθεάτρου στο Πανεπιστήμιο ένα τεράστιο «σ’ αγαπώ» και ένα «θες να παντρευτούμε;» με κιμωλία. Μόλις έκατσε στο έδρανο κατάλαβε αμέσως ποια το είχε γράψει. Ακόμα και αν δεν το είχε καταλάβει θα του το έλεγαν οι γύρω του που χειροκροτούσαν φωνάζοντας «Τέλειο. Άντε και στα δικά μας».

Από εκείνον πήρα δώρο το πρώτο μου κόσμημα. Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με δύο μικρά διαμάντια πάνω. Είχαμε αποφασίσει μέχρι και πώς θα βγάλουμε τα παιδιά μας. Κάναμε όνειρα και σχεδιάζαμε τη ζωή που δεν επρόκειτο να ζήσουμε.

Του είχα απεριόριστη εμπιστοσύνη. Οδηγούσε το αμάξι μου και περάσαμε όλο το καλοκαίρι μαζί. Όταν χρειάστηκε να κάνει ένα μικρό χειρουργείο, δεν ζήτησα άδεια ούτε από τους γονείς μου ούτε από τους γονείς του ούτε από κανέναν. Έμεινα δίπλα του από την αρχή μέχρι το τέλος. Μόνο εγώ, κανείς άλλος. Έτσι κάνουν τα ζευγάρια που αγαπιούνται. Μαζί στην υγεία, μαζί και στην αρρώστια.

Ήμασταν μόνο 19 χρονών αλλά αποφασισμένοι να ζήσουμε όλη μας τη ζωή μαζί. Όταν αρραβωνιαστήκαμε, η μητέρα του μου έδωσε το πιο όμορφο οικογενειακό κειμήλιο που υπήρχε.

Και μια μέρα ξαφνικά πέθανε. Θα μπορούσα να σας πω όλη την ιστορία, λεπτό προς λεπτό, αλλά δεν θα το κάνω. Ο εφιάλτης μας κράτησε δύο εβδομάδες. Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή είναι εφιαλτικές εικόνες, φώτα νοσοκομείου, εμένα να κλαίω, τον ήχο από τα φορεία που πηγαινοέρχονταν και χίλια ακόμα τρομερά πράγματα, αλλά καλύτερα ας μην μπω σε λεπτομέρειες. Να σας πω μόνο αυτό: 24 Αυγούστου του 2000 ο άντρας που επρόκειτο να παντρευτώ έπεσε σε κώμα μέχρι που πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου.

Όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνω και εγώ αλλά δεν το έκανα. Έβαλα τα δυνατά μου και άντεξα. Τον πρώτο χρόνο όλοι ανησυχούσαν για μένα αλλά μετά το ξέχασαν. Για μένα ο άνθρωπος που επρόκειτο να παντρευτώ είχε πεθάνει. Ένιωσα σαν την Αλίκη που έπεσε σε εκείνη την κουνελότρυπα και βρέθηκε ξαφνικά μόνη σε ένα μέρος που δεν είχε κανένα νόημα, στη σκοτεινή Χώρα των Θαυμάτων. Όλοι μου έλεγαν ότι είχε πεθάνει και ότι έπρεπε να το ξεπεράσω. Εγώ από τη μεριά μου κουβαλούσα το δικό μου σταυρό. 

Ο κόσμος μου είχε καταρρεύσει. Ο άντρας που θα παντρευόμουν ήταν νεκρός. Την ώρα που οι πένθιμες καμπάνες χτυπούσαν, εγώ έβλεπα όλο μου το μέλλον να διαγράφεται. Έκανα κάποιες άλλες σχέσεις αργότερα κυρίως για το σεξ αλλά μάταια. Με κανέναν δεν μπορούσα να βρω ούτε ένα σημείο επικοινωνίας. Κανείς τους δεν με καταλάβαινε. Όλοι τους ήταν «κάπως» μπροστά σε αυτή την απώλεια που κυριαρχούσε στην ύπαρξή μου. Για όλους δεν ήμουν πάρα μία εικοσάχρονη χήρα. Ακόμα και η μητέρα μου, μου έλεγε πως πρέπει να το ξεπεράσω και ότι κανείς δεν θα δεχτεί να είναι μαζί μου αν συνεχίσω να φέρομαι έτσι. Τα λόγια της ένιωθα να με πνίγουν. Η εικόνα του στο κρεβάτι του νοσοκομείου σε κώμα με είχε στοιχειώσει.

Κανείς δεν με καταλάβαινε. Μετά από 1, 2, 3 χρόνια εξακολουθούσα να είμαι η τρελή που δεν μπορούσε να φέρει πίσω το νεκρό αγαπημένο της. Με έβλεπαν και με λυπόντουσαν. «Η καημένη… δεν μπορεί να το ξεπεράσει» έλεγαν όλοι.

Έχουν περάσει 19 χρόνια από τότε και κανείς δεν θυμάται ούτε το όνομά του. Ο άνθρωπος που θα παντρευόμουν πέθανε όταν ήταν 19 χρονών, πριν από 19 χρόνια. Τα χρόνια θα περάσουν και κάποτε δεν θα θυμάμαι πόσος χρόνος πέρασε από τότε που τον έχασα, τότε όταν θα είναι για περισσότερο καιρό νεκρός απ’ ότι είχε ζήσει.

Ο σύζυγος μου γνωρίζει αλλά δεν καταλαβαίνει. Δεν μιλάω πλέον καθόλου για εκείνον. Πως θα μπορούσα άλλωστε; Πως θα μπορούσα να κοιτάξω τον άντρα που παντρεύτηκα και να του πω ότι ακόμα πονάω για εκείνον τον άντρα που αγάπησα; Πως θα μπορούσα να τον κοιτάξω και να του πω ότι τον αγαπώ αλλά αγαπούσα περισσότερο εκείνον και τώρα μου λείπει; Κάποιες φορές κοιτάζω τα παιδιά μου και συνειδητοποιώ ότι δεν τα έκανα με εκείνον που ήθελα ούτε τους έδωσα τα ονόματα που είχα αποφασίσει με εκείνον.

Σε όποιον κι αν προσπαθώ να μιλήσω δεν με καταλαβαίνει. Ακούν την ιστορία μου αλλά κάνουν πως δεν με ακούν: τον έχασα όταν ήμουν 19. Ο άντρας που αγάπησα «έφυγε». Έχασα τον έρωτα της ζωής μου. Πέθανε και με άφησε μόνη να νιώθω πως πνίγομαι κάθε φορά που τον θυμάμαι. Δεν καταλαβαίνουν πώς μπορεί ένα 19χρονο κορίτσι να είναι τόσο σίγουρο. Νομίζουν ότι επειδή ήμουν μικρή η αγάπη ήταν για μένα ουράνια τόξα και ηλιοβασιλέματα.

Ο καλύτερος μου φίλος γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του στα 17. Είναι μαζί 30 χρόνια και ακόμα ερωτευμένοι. Μιλάω συχνά μαζί του κάτι που με βοηθάει πολύ. Αν ζούσε εκείνος… αν ζούσε θα ήμασταν ακόμα μαζί… το ξέρω ότι θα ήμασταν ακόμα μαζί.

Όταν κάποιος πονάει επειδή έχασε κάποιον που αγαπούσε πολύ, η έλλειψη αναγνώρισης των συναισθημάτων του τα κάνει όλα χειρότερα. Υποφέρει και ντρέπεται γι’ αυτό. Κρύβεται για να μην το δουν οι άλλοι. Ο άντρας μου δεν καταλαβαίνει γιατί κάθε τέλος Αυγούστου-αρχές Σεπτέμβρη νιώθω τόσο χάλια. Πολλές φορές βάζω τις φωνές σε όλους χωρίς λόγο. Ξεχνάει γιατί δεν αντέχω να βλέπω ανθρώπους σε κώμα. Μερικές φορές θέλω να φωνάξω: Ο άνθρωπος που επρόκειτο να παντρευτώ πέθανε. Κανείς σας δεν μπορεί να με καταλάβει και κανείς δεν θα με καταλάβει αν δεν έχει χάσει κάποιον. Μη μου πείτε ότι επειδή ήμουν μόλις 19 δεν σήμαινε τίποτα για μένα. Μην με υποτιμάτε έτσι επειδή ήμουν μικρή. Μη μου πείτε ότι δεν στεναχωρήθηκα στ’ αλήθεια, ότι δεν πληγώθηκα, ότι δεν ένιωσα σαν να πεθαίνω και εγώ. Μη μου πείτε ότι έπρεπε να το είχα ήδη ξεπεράσει. Μη μου πείτε ότι ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές. Μη μου λέτε ότι μία πληγωμένη καρδιά μπορεί να γιατρευτεί και ό,τι θα έπρεπε να ήμουν ευγνώμων για τον άντρα που έχω.

Αγαπώ τον άντρα μου αληθινά και απόλυτα. Μπορείς να αγαπάς δύο άτομα την ίδια στιγμή για διαφορετικούς λόγους. Μπορεί να υποφέρεις επειδή έχασες τον έναν και παράλληλα να λατρεύεις τον άλλον. Δεν έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο. Η αγάπη δεν είναι ένα παιχνίδι με μηδενικό άθροισμα.

Η αδερφή του με καταλαβαίνει. Μπορεί οι οικογένειές μας να μην πρόλαβαν να ενωθούν αλλά έχουμε εξαιρετικές σχέσεις ακόμα και σήμερα και βρισκόμαστε συχνά. Την τελευταία φορά που την είδα κάτσαμε για ένα καφέ και παρατήρησα το δαχτυλίδι των αρραβώνων της. Μου είπε ότι ήταν της γιαγιάς της. Μόλις το είδα η φωνή μου σχεδόν «έσπασε» και το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω ήταν «αυτό ήταν το δαχτυλίδι των αρραβώνων μου».

Με κοίταξε ήρεμη και έγνεψε καταφατικά. Κράτησε το χέρι μου και το χάιδεψε απαλά. Ο αδερφός της ήταν νεκρός. Ο άνδρας που επρόκειτο να παντρευτώ ήταν νεκρός. Πέρασαν 19 χρόνια αλλά ο πόνος δεν έχει φύγει.

Εύχομαι έστω και ένας από εσάς να με καταλαβαίνει.

Τα πιο σημαντικά