Συνωστισμός, συνθήματα, καπνογόνα και πυροτεχνήματα για έναν πρώην παίκτη ριάλιτι. Τι λέει αυτό για την ελληνική κοινωνία;
To Survivor κάνει χρυσές δουλειές. Τα νούμερα τηλεθέασης το αποδεικνύουν και το «πάρτι» που στήνεται στο Twitter σε κάθε επεισόδιο το επιβεβαιώνει. Και γιατί μιλάμε για μια αλυσίδα που δύσκολα σπάει, το Twitter και γενικότερα τα social media, δίνουν με τη σειρά τους τροφή στα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μικρά και μεγάλα, με ειδησούλες του τύπου «άγρια κόντρα μεταξύ του Χ και του Ψ».
Ακόμα και εκπομπές από ανταγωνιστικά κανάλια, αφιερώνουν αρκετό χρόνο στο ριάλιτι επιβίωσης με αναλύσεις που θα ζήλευαν και οι ειδικοί του Sky Sports. Γιατί; Γιατί πουλάει. Αυτή είναι η μία και μοναδική αλήθεια και κάθε κείμενο, κουβέντα ή αντιπαράθεση που δημιουργείται γύρω από το Survivor, οφείλει να ξεκινά και να καταλήγει εκεί. Ας το παραδεχτούμε, μας αρέσει να βλέπουμε ανθρώπους να μοχθούν για το φαγητό τους, να ζουν σε ένα περιβάλλον με εντάσεις, με ψεύτικες ή και αληθινές διαπροσωπικές σχέσεις που χτίζονται σε ένα επεισόδιο και διαλύονται στο επόμενο. Δεν είναι κακό. Η αρχή της βελτίωσής μας ως άτομα, βρίσκεται στην παραδοχή.
Το συγκεκριμένο ριάλιτι ήρθε σε μια εποχή που το τηλεοπτικό κοινό ήταν έτοιμο για όλα. Είχε ανοίξει τα χέρια του με σκοπό να αγκαλιάσει ένα προϊόν που θα το έκανε να κρύψει τα προβλήματα και τις ανησυχίες του κάτω από το χαλί. Έτσι, μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων, αφιέρωσε το χρόνο του μπροστά από μια οθόνη για να ξεχάσει τον κορονοϊό, τα κρούσματα και τα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσής του.
Μια ωραία, εξωτική παραλία, «διάσημοι», «άσημοι», αγωνίσματα και τσακωμοί. Αυτό είναι το πακέτο που αγοράσαμε και εξακολουθούμε να αγοράζουμε. Μέσα από αυτό το πακέτο, ξεπήδησε ο Τζέιμς Καφετζής και να είστε σίγουροι, καμία επιλογή της παραγωγής για το ποιος θα πάρει μέρος στο Survivor, δεν είναι τυχαία. Μετά την αποχώρησή του, προέκυψε μια πραγματικά σημαντική είδηση που σχετίζεται με το ριάλιτι αλλά παράλληλα δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Στη Ρόδο, λέει, επικράτησε συνωστισμός κατά την υποδοχή του.
Μια τέτοια εικόνα είναι αρκετή να μας ανησυχήσει αλλά, πραγματικά, δεν ξέρουμε για ποιο λόγο πρέπει να προβληματιστούμε περισσότερο. Για τον συνωστισμό εν μέσω πανδημίας ή για τον λόγο που αποφάσισε ο κόσμος να συγκεντρωθεί; Ας επιλέξουμε το safe μονοπάτι: και για τα δύο. Παρά τις συστάσεις της οικογένειας του Τζέιμς (όπως διαβάζουμε), ο κόσμος τον υποδέχτηκε με καπνογόνα, συνθήματα και πυροτεχνήματα. Οι δακρυϊκοί αδένες στα μάτια του Τζιοβάνι ίσως και να ενεργοποιήθηκαν. Αν δει κάποιος τις φωτογραφίες, τις πραγματικές και όχι αυτές στο παραπλανητικό κείμενο του Provocateur, ενδέχεται να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο.
«Εδώ αποδεικνύεται η μεγάλη δύναμη της τηλεόρασης, που ξέρει να πετάει τη μπάλα έξω για καθυστέρηση και ενώ τραβάμε και έχουμε χιλιάδες προβλήματα, μάς κάνει σημαντικό κάτι που είναι στον χώρο της ψυχαγωγίας και της παρατήρησης. Και όλα αυτά τα λέω με εκτίμηση στον Τζέιμς που τον θεωρώ νικητή, έχει την αγάπη μας την εκτίμησή μας, αλλά μη χάσουμε τα αβγά και τα πασχάλια ότι όλα είναι λυμένα και ενθουσιασμένη η νεολαία λέει “αού αού αού”. Αυτό είναι ένα φάουλ, όχι των παιδιών, αλλά εγγενής αδυναμία της τηλεόρασης που το παίρνει το αναγορεύει και το κάνει κεντρικό και μας πετάει μέσα στη λήθη των υπαρκτών προβλημάτων». Αυτό ήταν το σχόλιο του Ανδρέα Μικρούτσικου. Η πρώτη σκέψη που θα κάνετε, θα έχει να κάνει με τον ίδιο και το πόσο βοήθησε με τα προγράμματα που παρουσίασε στο παρελθόν, παρόμοιες εικόνες και καταστάσεις να μοιάζουν λογικές. Δεκτό. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι τα ίδια λόγια βγήκαν από το στόμα ενός ανθρώπου που δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στο γυαλί. Πόσο άδικο έχει;
Τι μας λέει η υποδοχή του Τζέιμς στη Ρόδο για την ελληνική κοινωνία; Γουστάρουμε ριάλιτι, μας αρέσει η ταύτιση με τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτά, καταναλώνουμε ό,τι μας προσφέρουν, έχουμε ανάγκη τα «κακά» προγράμματα και το βασικότερο, συνειδητοποιούμε ότι η τηλεόραση συνεχίζει να καθορίζει τις προτεραιότητες, τον συναισθηματισμό και τις πράξεις μας. Πράξεις καλές, κακές, χαζές, έξυπνες, εύστοχες ή άστοχες. Και δυστυχώς, αυτός που μας το υπενθύμισε, είναι ένα πρώην γρανάζι αυτού του μηχανισμού που συνεχίζει να κυριεύει τη ζωή μας σε άψογο συγχρονισμό με το διαδίκτυο.
Πηγή: provocateur