«Κάποτε ήμουνα πουλί και μ’ αγαπούσανε πολύ» ή «άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους ρίχνεις στα ξένα χέρια»!
Ποιος δεν θυμάται τον ξεκαρδιστικό τρόπο με τον οποίο ξεφούρνιζε η Μήτση απροσχημάτιστα μια σειρά από κλασικές ατάκες του ελληνικού σινεμά;
Αλλά και ο Λαμπρούκος, και τι δεν έκανε στις ταινίες του για να παντρέψει την κινηματογραφική αδερφή του που έμενε μονίμως στο ράφι!
Και πόσο δύσκολα μπορεί κάποιος να θυμηθεί τον έναν χωρίς τον άλλο, μιας και αποτέλεσαν ένα κωμικό δίδυμο που ξεδιπλώθηκε σε τόσες και τόσες ταινίες χαρίζοντας γέλιο και σκηνές κινηματογραφικής ανθολογίας.
Η μικρότερη αδελφή του Λάμπρου ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από την προστατευόμενή του. Εμείς τη μάθαμε σε μεγαλύτερη ηλικία από το σελιλόιντ, εκείνη ωστόσο είχε ήδη διαγράψει ανεπανάληπτη θεατρική καριέρα ως ενζενί, μιας και στα νιάτα της ήταν κουκλάρα και οι άντρες σφάζονταν στην ποδιά της.
Το ελληνικό σινεμά την τυποποίησε βέβαια στον ρόλο της κακομοίρας γεροντοκόρης ή της υπηρέτριας, όντας μια γυναίκα άβουλη και έρμαιο σωστό του υπεύθυνου (ή σπαρταριστά ανεύθυνου) αδερφού. Η Μήτση περίμενε καρτερικά τον κατά φαντασία γαμπρό που επιτέλους θα την αποκαταστήσει και ο φουκαράς ο Ρωμιός που είχε φιλότιμο έκανε ό,τι μπορούσε για να κρύψει τα χρονάκια της.
Σαφώς αδικημένη από τον τρόπο που τη γνώρισε το νεότερο κοινό, ως αφανή παρτενέρ του φοβερού και τρομερού Λάμπρου Κωνσταντάρα δηλαδή, η Μήτση είχε μια ζηλευτή καριέρα και είχε κάνει τόσα πράγματα πριν έρθει στη ζωή της το εμπορικό σινεμά και την καθηλώσει στους περιοριστικούς αυτούς ρόλους.
Η μικρότερη Κωνσταντάρα ήταν μια δυναμική γυναίκα που παρά τις αυστηρές οικογενειακές συνθήκες και τις απαγορεύσεις, έκανε αυτό που αγαπούσε, έγινε θεατρίνα δηλαδή, χωρίς να δειλιάσει μάλιστα ούτε στιγμή. Σπουδαγμένη στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα, πρωτοεμφανίστηκε στο σανίδι το 1945 και πρόλαβε να παίξει σε σημαντικές παραστάσεις της αθηναϊκής σκηνής και να γίνει μόνιμο μέλος των περιπλανώμενων μπουλουκιών.
Καλομαθημένη και προστατευμένη από όλους, και κυρίως τον Λάμπρο, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από την αγάπη και την επιρροή του, όντας λες σε μια σφιχτή αγκαλιά που την έπνιγε. Όταν πέθανε ο Λάμπρος το 1985, η Μήτση έπεσε σε βαριά μελαγχολία και έσβησε κι εκείνη έξι μήνες μετά…
Πρώτα χρόνια
Η Δήμητρα «Μήτση» Κωνσταντάρα γεννιέται το 1922 στο Κολωνάκι ως το τρίτο παιδί μιας εύπορης οικογένειας με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο Λάμπρος ήταν ο πρωτότοκος, γεννημένος το 1913, μετά ήρθε η Σάσα (1914) και οχτώ χρόνια αργότερα γεννιέται η Μήτση (ή Μήτσα για τους οικείους της), η οποία έρχεται στη ζωή σχεδόν ταυτόχρονα με τον θάνατο του πατέρα της Δημήτρη. Γι’ αυτό και την είπαν εξάλλου Μήτση.
Η μικρή μεγαλώνει μέσα στη μεγαλοαστική οικογένεια με το κεντρικό κοσμηματοπωλείο και ζει άνετα παιδικά χρόνια. Όλοι της έχουν μάλιστα αδυναμία και κανείς δεν της χαλά χατίρι. Φοιτά σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία, κάνει κατ’ οίκον μαθήματα και την προορίζουν να ασχοληθεί με την πετυχημένη οικογενειακή επιχείρηση.
Εκείνη όμως επαναστάτησε και τους χάλασε τα σχέδια, όπως ακριβώς και ο μεγαλύτερος Λάμπρος, που πήγε στο Παρίσι για να γίνει ηθοποιός! Εντυπωσιακά όμορφη, με πλούσια μαύρα μαλλιά και καταπράσινα μάτια, κολλά το μικρόβιο της υποκριτικής και φέρνει αναταραχή στο αυστηρών αρχών σπιτικό όταν τους ξεφουρνίζει τα νέα. Παρά τις αντιρρήσεις και τις απειλές, γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοιτά το 1945 με άριστα και ξεκινά την επαγγελματική της πορεία κατευθείαν στην πρώτη σκηνή της χώρας!
Αφού παίξει στην «Αρλεζιάνα» του Εθνικού και πάρει τις πρώτες καλές κριτικές ως ενζενί, σειρά έχουν μετά οι περιπλανώμενοι θίασοι (μπουλούκια), των οποίων θα γίνει μόνιμο μέλος και θα οργώσει κυριολεκτικά την Ελλάδα. Τώρα είναι όμως μια θεατρίνα και η μεγαλοαστική οικογένειά της δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη με την επιλογή της.
Ταλαντούχα, έξυπνη και πανέμορφη, αρχίζει την καριέρα της από τα χαμηλά, το «σχολείο» της επαρχίας, πριν μετακινηθεί στα θέατρα της Αθήνας, μιας και ό,τι κάνει, θέλει να το κάνει με το σπαθί της.
Οι κατακτήσεις της δεκάδες και τα φλερτ εκατοντάδες, εκείνη όμως δεν έχει μάτια για τίποτα άλλο από την υποκριτική. Η χάρη της θα φτάσει ως την Κωνσταντινούπολη το 1948, σε μια μεγάλη περιοδεία με τον θίασο Δημητρίου-Σκορδούλη-Κάσση. Το μαύρο πρόβατο της οικογένειας βρίσκει τελικά τη θέση της στα αθηναϊκά θέατρα και πάνω που στρώνει η καριέρα της, μπαίνει στον δρόμο της ο Λάμπρος.
Ο οποίος για τους δικούς του λόγους της ζητά να αποσυρθεί από το θέατρο για να αφοσιωθεί στο σπιτικό της οικογένειας Κωνσταντάρα! Εκείνη τον λατρεύει και δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά. Η Μήτση σταματά τις εμφανίσεις αυτή την εποχή, παρά τη λατρεία της για το θέατρο, για να σταθεί στο πλευρό του αδελφού της που τη χρειάζεται σε προσωπικό επίπεδο.
Κι έτσι μένει στο κοινό τους σπίτι για μια ολόκληρη δεκαετία. Μόνο μετά το 1961, που θα βγει από τον ασφυκτικό κλοιό του Λάμπρου και θα πάει να ζήσει με τον σύζυγό της, θα επιστρέψει και πάλι στο σανίδι. Και επιστρέφει μόνη, χωρίς τον μεγάλο αδερφό. Παίζει στον θίασο Μαρίας Αλκαίου-Βασίλη Διαμαντόπουλου και σε πολλούς ακόμα για τα επόμενα τρία χρόνια.
Το 1964, στα 42 της πια, θα συνεργαστεί με τον Λάμπρο σε σανίδι και πανί και θα γίνει τώρα αναγνωρίσιμη στα πέρατα της χώρας…
Κινηματογραφική καριέρα
Όταν επανήλθε η Μήτση στο προσκήνιο, σε ώριμη πλέον ηλικία, δεν θα προλάβαινε να κάνει ταινίες! Όλοι της οι ρόλοι και οι θεατρικές της εμφανίσεις γίνονται πια αποκλειστικά δίπλα στον Λάμπρο και τα δυο αδέλφια δεν περνούν στιγμή χώρια. Και βέβαια το παράδοξο εδώ είναι πως ενώ είναι εννιά χρόνια μικρότερή του, παίζει τη μεγάλη του -γεροντοκόρη- αδερφή, την ώριμη οικιακή βοηθό, ακόμα και την πεθερά του!
Τόσο καλή θεατρίνα ήταν που δεν κατάλαβε ποτέ κανείς ποιος ήταν ο μικρότερος και ποιος ο μεγαλύτερος από τα δυο αδέλφια. Πλάι βέβαια στην ανεπανάληπτη κινηματογραφική της καριέρα, η Μήτση επιστρέφει στο θεατρικό της σπίτι, το Εθνικό, τη δεκαετία του 1970 και παίζει σε πλήθος παραστάσεων κλασικού ρεπερτορίου αλλά και αριστοφανικές κωμωδίες. Η θεατρική της πορεία σε αυτή τη δεκαετία είναι μάλιστα αυτόνομη, όπως ήταν εξάλλου πάντα και η τηλεοπτική της σταδιοδρομία.
Η «άλλη» Κωνσταντάρα θα παίξει στη δεκαετία του ’70 σε πλήθος τηλεοπτικών σειρών-ορόσημων για τη χώρα μας, όπως τα σίριαλ «Λούνα παρκ, «Εκείνες κι εγώ», «Μεθοριακός σταθμός», «Παλιατζής», «Αξιωματικός υπηρεσίας», «Ψιλικατζίδικο ο κόσμος», «Η κραυγή των λύκων», «Ιούλιος και Ιουλιέτα», «Αυλές και ρετιρέ» κ.ά.
Θα ήταν όμως δίπλα στον Λαμπρούκο που θα συναντούσε τη μεγαλύτερη επιτυχία και σίγουρα τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας της. Τα ανεπανάληπτα θεατρικά τους στη δεκαετία του 1960, όλα τους τεράστιες εμπορικές επιτυχίες, μεταφέρονται στον κινηματογράφο και ζουν μια δεύτερη και ακόμα πιο ζηλευτή ζωή: «Μια κυρία ατυχήσασα» (ο κινηματογραφικός «Στρίγγλος που έγινε αρνάκι»), «Τι 30, τι 40, τι 50», «Υπάρχει και φιλότιμο» και τόσα ακόμα, που γυρίζονται κατόπιν σε φιλμ και γράφουν χρυσές σελίδες στο ελληνικό σινεμά.
Η Μήτση είχε παίξει σε μια ταινία το 1951 («Να παιδί, να μάλαμα») και σε άλλη μια το 1963 («Αφοσίωση»), η κινηματογραφική της καριέρα θα ξεκινήσει όμως το 1964, δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο «Θα σε κάνω βασίλισσα». Δέκα ταινίες αργότερα, θα έρθει ο μοναδικός «Στρίγγλος που έγινε αρνάκι» (1967) και η Μήτση θα γράψει τη δική της σελίδα ως υπηρέτρια Δέσποινα Ανυφαντούλη με ξεκαρδιστικές ατάκες περί… πουλιών!
Ή περί άτιμων κοινωνιών! Ακούτε κύριε Πετροχείλο;
Μεγάλη δευτερορολίστρια, η Μήτση έπαιξε σε καμιά τριανταριά ταινίες με τον αδερφό της και σε δέκα ακόμα με άλλους συντελεστές. Η τελευταία της παραγωγή θα έρθει το 1982, στο δράμα «Φυλακές ανηλίκων». Δύσκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί ταινία του Κωνσταντάρα χωρίς τη χαρακτηριστική Μήτση να κλέβει το γέλιο κυριολεκτικά από το παράθυρο!
Όπως έλεγαν μάλιστα οι συνάδελφοί της, ήταν πάντα διαβασμένη και ήξερε όλο το σενάριο απέξω. Μπορεί να έκανε δεύτερους ρόλους, εκείνη τους αντιμετώπιζε όμως με τη δέουσα σημασία και προσοχή, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στον ρυθμό. Κι αν ο Λάμπρος ήταν εκρηκτικός υποκριτικά και ξέφευγε πάντα από το κείμενο αυτοσχεδιάζοντας, η Μήτση ήταν η ήρεμη δύναμη που προσαρμοζόταν άμεσα στη σκηνή και πήγαινε το πράγμα πολλά γέλια παρακάτω.
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
Η Μήτση Κωνσταντάρα δεν απέκτησε παιδιά, διοχετεύοντας την αγάπη της στα ανίψια της. Άνθρωπος καλοσυνάτος και δοτικός, έκανε συνεχώς δώρα στους οικείους της και συνήθιζε να περνά τον ελεύθερο χρόνο της πλέκοντας. Και φροντίζοντας τις τέσσερις γάτες της φυσικά.
Παντρεύτηκε, όπως είπαμε, μια φορά, κράτησε όμως πάντα την προσωπική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ήταν μάλιστα αντίστοιχα σκορποχέρα με τον Λάμπρο, γεμίζοντας όσους αγαπούσε με δώρα και αγάπη. Όσοι την ήξεραν καλά, την έβλεπαν διαρκώς με το χαμόγελο στα χείλη, με κέφι αλλά και μια απλόχερη αγκαλιά για όλους. Και προπάντων για τα δυο της αδέλφια, τον Λάμπρο και τη Σάσα.
Το μεγάλο πλήγμα στη ζωή της ήρθε τον Ιούνιο του 1985, όταν έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος της αδελφός, χτυπημένος εδώ και δυο χρόνια από διπλό εγκεφαλικό. Ο Λάμπρος είχε αποσυρθεί από τον έξω κόσμο και η Μήτση μαράζωνε μέρα με τη μέρα να τον βλέπει έτσι, καθώς ο Λαμπρούκος ήταν η μεγάλη της λατρεία και η παντοτινή της αφοσίωση.
Έπεσε λένε σε βαθιά μελαγχολία μετά τον θάνατό του και συνομιλούσε πια με τη φωτογραφία του. Έξι μήνες αργότερα, θα τον ακολουθούσε στον άλλο κόσμο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: χτυπήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο και κατέληξε στις 22 Δεκεμβρίου 1985. Όλοι είπαν πως λυτρώθηκε κινώντας να πάει να τον βρει…