Ένας ηθοποιός παντός καιρού που οι φίλοι έλεγαν ψυχάρα!
«Και μετά θα κάαααθεσαι», είπε στο πανί με τη χαρακτηριστική μακρόσυρτη χροιά του και το άστρο του έλαμψε μονομιάς.
Ο λόγος για το ιερό τέρας της εθνικής μας κινηματογραφίας και αγαπημένο απ’ όλους ηθοποιό Μίμη Φωτόπουλο, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε στην αφρόκρεμα της χρυσής φουρνιάς του ελληνικού κινηματογράφου.
Μάγκας μεν, αλλά σοφός μάγκας, καθώς τα υποκριτικά του χαρίσματα πλαισιώνονταν από βαθιά μόρφωση, καλλιτεχνική παιδεία αλλά και πολιτικούς αγώνες, δίνοντας έτσι στην έννοια του καλλιτέχνη την πλήρη της σημασία.
Ο μεγάλος κωμικός που σκόρπισε απλόχερα γέλιο μέτρησε στην προσωπική του ζωή πίκρες, δοκιμασίες, αλλά και έντονες συγκινήσεις, ξεκινώντας τον βίο του ορφανός από πατέρα. Ο Φωτόπουλος βρήκε την κλίση του από μικρός στήνοντας παραστάσεις θεάτρου σκιών στην αυλή του σπιτιού του και σε πείσμα των χαλεπών καιρών, έμαθε βιολί και γαλλικά, ξοδεύοντας το πενιχρό του χαρτζιλίκι πάντα στα βιβλία.
Πολιτικοποιημένος και αγωνιστής, εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ και θα βρεθεί έτσι στα Δεκεμβριανά του 1945 εξόριστος στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα στην Αφρική. Μετά θα έρθει η θεατρική και κινηματογραφική επιτυχία, αν και για τον Φωτόπουλο η καλλιτεχνική του δουλειά δεν θα εξαντλούνταν εδώ, καθώς έγραφε, ζωγράφιζε και έφτιαχνε υπέροχα κολάζ φιλοτεχνώντας την εικόνα του ολοκληρωμένου δημιουργού…
Πρώτα χρόνια
Ο Δημήτρης «Μίμης» Φωτόπουλος γεννιέται στις 20 Απριλίου 1913 στη Ζάτουνα της Γορτυνίας σε μια φτωχή οικογένεια. Η παιδική του ηλικία θα σφραγιστεί από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, κάτι που ήρθε να κάνει ακόμα πιο δύσκολα τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής του. Σύντομα η οικογένεια θα βρεθεί να ζει στο Αίγιο, όπου και θα στήσει ο μικρός Μίμης με την παρέα του τις πρώτες παραστάσεις Καραγκιόζη στην αυλή του σπιτιού του. Το ίδιο θα κάνει και όταν θα μετακομίσει η φαμίλια στα Εξάρχεια των Αθηνών.
Μετά το σχολείο και παρά τις οικονομικές δυσκολίες, ο Φωτόπουλος θα βρεθεί να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, αν και το μικρόβιο της υποκριτικής είχε ήδη τρυπώσει για τα καλά μέσα του. Κι έτσι στο δεύτερο έτος εγκαταλείπει τις σπουδές του και βρίσκεται τώρα να φοιτεί στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (Βασιλικού Θεάτρου). Ο ίδιος πίστευε ότι έγινε καλός κωμικός λόγω της παιδικής του θλίψης αλλά και των τραγικών αναμνήσεών του από την έλευση των μικρασιατών προσφύγων το 1922.
Στο επαγγελματικό θεατρικό σανίδι ανέβηκε για πρώτη φορά στην πρώιμη ηλικία των 19 ετών, κάνοντας το ντεμπούτο του το 1932 στην παράσταση «Λοκαντιέρα». Τώρα είναι μόνιμο μέλος σε θεατρικά μπουλούκια που όργωναν την Ελλάδα φέρνοντας την κωμωδία, το κωμειδύλλιο και την επιθεώρηση στις τέσσερις γωνιές της χώρας. Λίγο πριν από τον Πόλεμο του ’40 μάλιστα επέστρεψε στην Αθήνα και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιθεωρήσεων και μουσικών ηθογραφιών…
Ο πόλεμος, η Κατοχή και η εξορία
Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου θα βρει τον πατριώτη Φωτόπουλο να πολεμά στα μέτωπα του αγώνα και αργότερα, στην περίοδο της Κατοχής, θα ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ παίρνοντας μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Οι εθνικές μας περιπέτειες ανέκοψαν το άστρο του που είχε μόλις αρχίσει να ανατέλλει, αν και ο Φωτόπουλος βρήκε τώρα ένα νέο μετερίζι: τον πόλεμο κατά του εχθρού.
Στα Δεκεμβριανά του 1945 και έχοντας καταφύγει σε στέκι καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προδίδεται από τον ταξιθέτη του θεάτρου και συλλαμβάνεται ως αριστερός από τις βρετανικές μονάδες με μοναδικό επιβαρυντικό στοιχείο την κατάθεση του σπιούνου. Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς του 1945 όταν τον πιάνουν και σύντομα θα εκτοπιστεί στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου, από όπου θα επιστρέψει τον Μάρτιο του 1945.
«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ’μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε» (απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό του έργο «Το ποτάμι της ζωής μου»).
Ο Φωτόπουλος αστέρι θεάτρου και σινεμά
Η επιστροφή του στην Ελλάδα θα σημάνει και την καλλιτεχνική του επάνοδο, με τον ίδιο να μη λείπει ποτέ πια από το θεατρικό σανίδι της πρωτεύουσας. Ο Φωτόπουλος συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους και όλα τα μεγάλα ονόματα των αστέρων της εποχής, από το Θέατρο Τέχνης μέχρι και το Εθνικό. Διάσημος έγινε ήδη από το 1948, όταν πήρε μέρος στην επιθεώρηση «Άνθρωποι-Άνθρωποι» των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου και έγινε γνωστός στο θεατρόφιλο κοινό. Το 1952 ίδρυσε μάλιστα τον δικό του θίασο, με τον οποίο ταξίδεψε στην Αμερική, τη Γερμανία, την Αίγυπτο, την Τουρκία και την Κύπρο παίζοντας κυριολεκτικά ασταμάτητα. Το 1960 δοκίμασε τις δυνάμεις του και στη σκηνοθεσία.
Θεατρικά διέπρεψε στο κλασικό ρεπερτόριο (όπως στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, τις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν και το «Όνειρο Θερινής Νυκτός» του Σέξπιρ), ενώ υπήρξε για πολλά χρόνια καλλιτεχνικό ταίρι και συνοδοιπόρος του άλλου αξέχαστου ηθοποιού μας Ντίνου Ηλιόπουλου.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο θα το κάνει το 1948 στην ταινία «Μαντάμ Σουσού», γνωρίζοντας μια λαμπρή πορεία στην έβδομη τέχνη που θα σταματούσε μόνο το 1985. Ο Φωτόπουλος έπαιξε σε εκατό περίπου ταινίες, ενώ ήταν ο πρώτος ηθοποιός που υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας με τον Φίνο και την εταιρία παραγωγής του. Η ερμηνεία του στην ταινία «Το Σωφεράκι», στον ρόλο του αγνού μάγκα ταξιτζή και αμετανόητου εργένη, θα αφήσει εποχή και θα τον καθιερώσει στα κινηματογραφικά πράγματα της χώρας μας.
Ως μεγάλος κωμικός που ήταν, διακρίθηκε στην κωμωδία και άφησε γερή παρακαταθήκη ταινίες που αποκαλύπτουν την πλήρη γκάμα του υποκριτικού ταλέντου. Ξεχωρίζουν οι αξέχαστες «Η ωραία των Αθηνών», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Τα κίτρινα γάντια», «Ο Θόδωρος και το δίκαννο», «Ο εμίρης και ο κακομοίρης», «Η κάλπικη λίρα», «Ο γρουσούζης», «Η καφετζού» και πολλές ακόμα. Σε δύο μάλιστα από τα φιλμ που έπαιξε είχε υπογράψει και το σενάριο: «Προπαντός ψυχραιμία» (1951) και «Μια νταντά και τέζα όλοι» (1971). Διακρίθηκε επίσης και στη μικρή οθόνη, κυρίως μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Ο θείος μας ο Μίμης» (1984).
Στα χρόνια της Χούντας, η αριστερή σύζυγός του Μαργαρίτα Τσάλα εξορίστηκε στη Γυάρο και ο Φωτόπουλος θα παραμείνει μόνος στην Αθήνα να μεγαλώνει τις δυο του κόρες. Τότε ήταν που ξεκίνησε να πειραματίζεται με άλλες μορφές τέχνης, γράφοντας ποίηση και θεατρικά, ζωγραφίζοντας και φιλοτεχνώντας τα περίφημα κολλάζ του με τα γραμματόσημα.
Η εργογραφία του πολυσχιδούς αυτού καλλιτέχνη αριθμεί τέσσερις ποιητικές συλλογές («Μπουλούκια» – 1940, «Ημιτόνια» – 1960, «Σκληρά τριολέτα» – 1961, «Ο θάνατος των ημερών» – 1976), τρία αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» – 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου», «Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» – 1965) και δύο θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο παράθυρο» – 1966 και «Πελοπίδας, ο καλός πολίτης» – 1976), δέκα προσωπικές εκθέσεις ζωγραφικής με την ιδιότυπη τεχνική κολάζ γραμματοσήμων και περισσότερους από 100 πίνακές του που πουλήθηκαν.
Την κινηματογραφική του δουλειά σημάδεψε θα λέγαμε η ατάκα του «Και μετά θα κάαααθεσαι», η οποία έμελλε να γίνει σήμα κατατεθέν του μάγκα χαρακτήρα που ενσάρκωνε συνήθως.
Ο μεγάλος μας κωμικός που ξεχώρισε για το εντελώς προσωπικό λαϊκό του ύφος και τους εύστοχους αυτοσχεδιασμούς του εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο θέατρο το 1984, στην επιθεώρηση «Μια στο Καστρί και μια στο πέταλο».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σημαδεύτηκαν από τον αγώνα του για συνταξιοδότηση, καθώς παρά τα πενήντα χρόνια σκληρής δουλειάς, δεν είχε μαζέψει τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων. Τα συντάξιμα χρόνια του συμπληρώθηκαν τελικά με τιμητική σύνταξη του υπουργείου Πολιτισμού, την οποία δεν πρόλαβε ωστόσο να χαρεί, αφού τον πρόδωσε η καλοκάγαθη καρδιά του στις 29 Οκτωβρίου 1986, σε ηλικία 73 ετών.
Ο Φωτόπουλος διετέλεσε επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου, ενώ παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’ και τον Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας.
Ο δημοτικός κινηματογράφος του Αμαρουσίου, του οποίου και ήταν δημότης, φέρει έκτοτε το όνομά του…