Οι στρατιώτες είναι άνθρωποι που καθημερινά βάζουν τη ζωή τους σε κίνδυνο για να προστατέψουν όλους εμάς που μένουμε πίσω, οι πιο γενναίες και συγκινητικές πράξεις τους όμως μερικές φορές γίνονται εκτός πεδίου μάχης…
Οι επιβάτες του συγκεκριμένου λεωφορείου έκαναν ευγενικά στην άκρη καθώς μια νεαρή γυναίκα με ένα λευκό μπαστούνι ανέβαινε προσεκτικά τα σκαλοπάτια. Πλήρωσε το εισητήριο στο οδηγό και χρησιμοποιώντας τα χέρια της βρήκε τη μόνη θέση που ήταν άδεια. Κάθισε, ακούμπησε την τσάντα της στα πόδια της και το μπαστούνι δίπλα της.
Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που η 34χρονη Susan είχε μείνειτυφλή εξαιτίας μιας λανθασμένης ιατρικής διάγνωσης. Η κάποτε δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα που ήταν είχε πλέον χαθεί στο σκοτάδι της αβεβαιότητας και της αυτολύπησης. Όσο και να θύμωνε ή να προσεύχονταν όμως, ήξερε την πικρή αλήθεια: η όρασή της είχε χαθεί για πάντα. Το μόνο που της είχε απομείνει για να κρατηθεί, ήταν ο σύζυγός της Mark.
Ο Mark ήταν πιλότος της πολεμικής αεροπορίας και αγαπούσε τη Susan με όλη του την καρδιά. Όταν έχασε την όρασή της ήταν δίπλα της σε κάθε δύσκολη στιγμή, προκειμένου να της θυμίσει ποια πραγματικά είναι. Ήξερε πως αυτή θα ήταν η πιο σκληρή μάχη της ζωής του, αλλά ήταν αποφασισμένος να βγουν κερδισμένοι.
Όταν η Susan ένιωσε έτοιμη να επιστρέψει στη δουλειά της, το πρόβλημα ήταν η μετακίνησή της. Παλιότερα έπαιρνε το λεωφορείο, τώρα όμως φοβόταν να κυκλοφορεί έξω μόνη της οπότε ο Mark προσφέρθηκε να τη μεταφέρει με το αυτοκίνητό τους κάθε μέρα και ας δούλευαν σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Η Susan ένιωθε ήρεμη και ασφαλής και ο Mark τη βοηθούσε πράγμα που τον ικανοποιούσε πολύ. Δυστυχώς όμως, αυτό δε της έκανε καλό. Έπρεπε να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της, αλλά πως θα της το έλεγε; Ήταν ακόμη τόσο θυμωμένη και εύθραυστη…
«Μα είμαι τυφλή!» απάντησε με πικρία όταν εκείνος βρήκε το κουράγιο να της το πει. «Πως θα ξέρω που πηγαίνω; Ειλικρινά νιώθω ότι με εγκαταλείπεις…»
Η καρδιά του ράγισε όταν άκουσε αυτά τα λόγια, αλλά ήξερε τι έπρεπε να γίνει. Της υποσχέθηκε ότι κάθε πρωί και βράδυ θα παίρνει μαζί της το λεωφορείο για όσο καιρό χρειαστεί, μέχρι να το συνηθίσει. Και αυτό ακριβώς έγινε: επί δύο συνεχόμενες εβδομάδες ο Mark, με τη στολή του και όλα, συνόδευε τη Susan στη δουλειά της. Της έδειξε πως να στηρίζεται στις αισθήσεις της και ειδικά στην ακοή της, για να προσδιορίσει το που βρίσκεται και πως να προσαρμόζεται στο περιβάλλον της. Τη βοήθησε να γίνει φίλη με τον οδηγό του λεωφορείου για την προσέχει καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής και να της κρατάει μια θέση. Την έκανε να γελάει ακόμη και τις μέρες που σκόνταφτε καθώς κατέβαινε από το λεωφορείο ή της έπεφτε ο χαρτοφύλακας.
Αυτό γινόταν κάθε πρωί και στη συνέχεια ο Mark έπαιρνε ταξί για να πάει στη δουλειά του. Μπορεί αυτή η ρουτίνα να ήταν πιο πολυέξοδη και κουραστική από την προηγούμενη, πίστευε όμως πως πολύ σύντομα η γυναίκα του θα μπορούσε να κάνει μόνη της τη διαδρομή χωρίς να φοβάται. Πίστευε σε εκείνη, στη Susan πριν την τραγική κατάληξη που δε το έβαζε ποτέ μα ποτέ κάτω.
Όταν έφτασε η τρίτη Δευτέρα του είπε πως ήταν έτοιμη. Πριν φύγει τον αγκάλιασε. Την παρέα της στο λεωφορείο, το σύζυγό της, τον καλύτερό της φίλος. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα ευγνωμοσύνης για την υπομονή και την αγάπη που της είχε δείξει. Είπαν αντίο και για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό οι δρόμοι τους χωρίστηκαν. Η ίδια ένιωθε υπέροχα που τα κατάφερνε μόνη της!
Την Παρασκευή το πρωί πήρε ως συνήθως το λεωφορείο την ώρα όμως που πλήρωνε το εισητήριο ο οδηγός της είπε «Σε ζηλεύω!«. Στην αρχή δεν κατάλαβε αν μιλούσε στην ίδια ή σε κάποιον άλλο επιβάτη. Στην τελική ποιος θα ζήλευε μια τυφλή γυναίκα;
«Σε εμένα το λέτε αυτό;» ρώτησε διστακτικά. «Φυσικά! Υπάρχει κάτι καλύτερο από το να γνωρίζεις ότι σε αγαπάνε, σε φροντίζουν και σε προστατεύουν όπως εσάς;»
«Τι εννοείται;» συνέχισε μπερδεμένη η Susan.
«Κάθε μέρα εδώ και μια εβδομάδα ένας νεαρός άντρας με στρατιωτική στολή στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου και σας παρακολουθεί την ώρα που κατεβαίνετε. Σιγουρεύεται ότι περνάτε το δρόμο με ασφάλεια και περιμένει μέχρι να μπείτε στο γραφείο σας. Τέλος σας στέλνει ένα φιλί, σας χαιρετάει και απομακρύνεται. Είστε πολύ τυχερή!»
Γι” αυτήν ο Mark ήταν ένα δώρο που δε χρειαζόταν να δει για να καταλάβει πως υπάρχει…