Ο μεσόκοπος άνδρας είχε μόλις τελειώσει τα ψώνια του στο σούπερ μάρκετ. Στο καλάθι του είχε σαλάτες σε σακουλάκια, αλλαντικά που ξέρει ότι δεν είναι υγιεινά αλλά του αρέσουν, χυμούς ακτινίδιο/μήλο και γκότζι μπέρι (που στο μυαλό του αντιστάθμιζαν τη «ζημιά» των αλλαντικών), ξηρούς καρπούς, αποξηραμένα φρούτα για σνακ και διάφορα άλλα μικροπράγματα που απολαμβάνουν οι εργένηδες.
Κατευθυνόταν προς το ταμείο που είχε τον λιγότερο κόσμο για να πληρώσει. Μία κυρία μόλις έπαιρνε την απόδειξή της και ακολουθούσε ένας ηλικιωμένος με μόλις τέσσερα πράγματα: μία φρατζόλα ψωμί, ένα γιαούρτι, μία σακούλα με 5 ροδάκινα και άλλη μία με λίγα σύκα. Ο ηλικιωμένος ήταν πάνω από 80 χρονών αλλά «κύριος»: ψηλός, αδύνατος, με ελαφρύ «παππουδίστικο» μπουφάν (ο μεσόκοπος ποτέ δεν κατάλαβε γιατί οι ηλικιωμένοι χάνουν την αίσθηση της ζέστης) και τραγιάσκα που άφηνε να φαίνονται τα λιγοστά αλλά ακούρευτα άσπρα μαλλιά του.
Η υπάλληλος του σουπερ μάρκετ πέρασε τα πράγματα του ηλικιωμένου από το σκάνερ του ταμείου και τον βοήθησε να τα βάλει σε σακούλα. Έκαναν περίπου 5 ευρώ. Ο ηλικιωμένος έβγαλε ένα πορτοφολάκι με κέρματα και άρχισε να τα μετράει. Ήταν καμιά δεκαριά κέρματα αλλά μόνο των 5, των 10 και των 20 σεντ. Τα μέτρησε μία φορά, τα μέτρησε δύο… μέχρι που κατέληξε να προτείνει στην ταμία να πάρει μόνη της από το πορτοφολάκι όσα αναλογούσαν στο λογαριασμό του.
–«Δεν φτάνουν, κύριε», του λέει εκείνη, μετρώντας τα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
–«Αυτά έχω», απαντά ο παππούς, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να βρει κάτι ακόμα στις τσέπες του.
–«Δυστυχώς δεν φτάνουν», επιμένει η υπάλληλος.
–«Ε, τότε αφαιρέστε κάτι», απαντά ο ηλικιωμένος, δείχνοντας να μην είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται χωρίς αρκετά χρήματα στο ταμείο.
–«Με τα λεφτά σας, μόνο τη φρατζόλα ψωμί μπορείτε να πάρετε», λέει η ταμίας και αρχίζει να βγάζει τα φρούτα από τη σακούλα του ηλικιωμένου, χωρίς να συναντά καμία αντίδραση από εκείνον.
Ο μεσόκοπος άντρας που παρακολουθεί τόση ώρα τη σκηνή νιώθει ότι πρέπει να αντιδράσει: ένας ηλικιωμένος, που θα μπορούσε να είναι πατέρας του, έχει ξεπεράσει την ντροπή να βρεθεί στο ταμείο χωρίς αρκετά λεφτά και δέχεται στωικά τη μοίρα του να μείνει μόνο με μία φρατζόλα ψωμί στο τραπέζι του. Ο ηλικιωμένος δεν θα έχανε χυμούς γκότζι μπέρι και σαλαμάκι Λευκάδος… Θα έχανε το γιαούρτι και τα φρούτα του!
Ο μεσόκοπος όμως ντρέπεται να προτείνει στον ηλικιωμένο να πληρώσει εκείνος για τα πράγματά του. Το θεωρεί απρέπεια, προσβολή για την ηλικία του. Επιλέγει να φωνάξει «Δεσποινίς!» για να τραβήξει την προσοχή της υπαλλήλου και πίσω από την πλάτη του παππού της κάνει νοήματα ότι θα πληρώσει εκείνος μετά.
Η κοπέλα το καταλαβαίνει και ξαναβάζει τα φρούτα στη σακούλα του ηλικιωμένου, λέγοντας κάτι αόριστο του είδους «εντάξει, πάρτε τα».
Ο ηλικιωμένος δεν ψάχνει τα «τι» και «πως».
Με αργές κινήσεις παίρνει τη σακούλα και απομακρύνεται…
–«Πόσα ήταν;», ρωτάει μετά ο μεσόκοπος την ταμία.
–«Τρία ευρώ και δέκα λεπτά», απαντά εκείνη.
Ο μεσόκοπος βγάζει από την τσέπη του σε κέρματα 3 ευρώ και 20 λεπτά και τα δίνει στην υπάλληλο αλλά εκείνη του επιστρέφει τα 20 λεπτά, σαν να ήθελε να συμμετέχει κι εκείνη με 10 λεπτά στην προσφορά προς τον παππού.
– «Είδατε που φτάσαμε…», λέει μεγαλόφωνα.
–«Αφήστε τα…», απαντά ο μεσόκοπος που δεν θέλει να συνεχίσει την κουβέντα. Άλλωστε έχει αρχίσει να βάζει τους χυμούς γκότζι μπέρι και τις σαλάτες στις σακούλες του…
Τι περίεργο όμως… Φεύγοντας από το σούπερ μάρκετ νιώθει ανάταση… Μία ξαφνική χαρά. Σκέφτεται ότι ένας ηλικιωμένος θα φάει σήμερα γιαούρτι, ροδάκινα και σύκα από μία δική του κίνηση. Που δεν θα μαθευτεί ποτέ. Που δεν εκβίασε το «ευχαριστώ». Που δεν πλήγωσε την αξιοπρέπεια ενός 80χρονου. Που δεν έκανε «θόρυβο». Που έμεινε μεταξύ εκείνου και της υπαλλήλου του σούπερ μάρκετ.
«Δεν υπάρχει καλή πράξη χωρίς ανταπόδοση», σκέφτηκε ο μεσόκοπος αργότερα, τακτοποιώντας τα ψώνια στο ψυγείο του.
Και ποια είναι η καλύτερη ανταπόδοση από το να νιώθεις ότι έκανες αθόρυβα κάτι καλό – όσο ασήμαντο κι αν ήταν αυτό;