«Τώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. Τώρα πια η ζωή μου είναι στρωμένη», έλεγε ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου στην αυτοβιογραφία του, εννοώντας προφανώς τα δύσκολα χρόνια που πέρασε ως ρεμπέτης.
Πάντοτε επίκαιρος, αφού τα τραγούδια του αποτύπωναν τα βάσανα της φτώχειας, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την απελπισία και τον αγώνα των ανθρώπων για αξιοπρεπή ζωή, ο Μάρκος Βαμβακάρης μιλά με τους στίχους και τη μουσική του κατευθείαν στην ελληνική ψυχή μας όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Ως ακρογωνιαίος λίθος της λαϊκής μας μουσικής, ο Βαμβακάρης συνόψισε με τη ζωή και τη δουλειά του όλη την ιδιαιτερότητα των ρεμπετών αλλά και την ιδιόρρυθμη σχέση τους με την κοινωνία, στρώνοντας στην πορεία το χαλί της λαϊκής μας μουσικής.
Ο κορυφαίος ίσως συνθέτης του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν ένας μάγκας, ένας ρεμπέτης με τα όλα του, προλειαίνοντας το έδαφος για να πατήσει πάνω του όλο το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι…
Πρώτα χρόνια
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννιέται στις 10 Μάιου 1905 στην Άνω Σύρο μέσα σε καθολική οικογένεια, από όπου πήρε και το παρατσούκλι «Φράγκος» (όπως και ο πατέρας του). Η πολυμελής φαμίλια ζούσε από τον οργανοπαίκτη πατέρα, ο οποίος έπαιζε ζαμπούνα, και σύντομα ο μικρός Μάρκος θα βρεθεί στο πλευρό του να πλαισιώνει την ορχήστρα σε γιορτές και πανηγύρια παίζοντας τουμπί: ήταν δεν ήταν 8 χρονών όταν έγινε ξεφτέρι στο μουσικό όργανο.
Η καταραμένη φτώχεια δεν τον άφησε να τελειώσει το σχολείο κι έτσι πριν καλά καλά καταλάβει τον εαυτό του, βρέθηκε να κάνει πάμπολλες δουλειές του ποδαριού, συμβάλλοντας στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Δούλεψε ως λούστρος, βοηθός μανάβη, εργάτης σε φάμπρικα, μαθητευόμενος αγρότης, μέχρι και εφημερίδες πούλησε για να βγάλει τα προς το ζην.
Σε ηλικία 12 ετών, μετανάστευσε μόνος από τη Σύρο στον Πειραιά, με την υπόλοιπη φαμίλια να τον ακολουθεί αρκετά αργότερα. Η ζωή για το παιδί στην πρωτεύουσα μόνο εύκολη δεν ήταν και ο Μάρκος συνέχισε τη βαριά χειρωνακτική δουλειά: λιμενεργάτης, φορτοεκφορτωτής, λαχαναγορίτης, βοηθός καφετζή κ.ά. Και βέβαια εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία του Πειραιά και κατόπιν της Αθήνας, η επίσημη δουλειά του από το 1925-1935 περίπου.
Ο πρώτος του γάμος ήρθε σε ηλικία 21 ετών, με την Ελένη Μαυροειδή, την οποία αποκαλούσε «Ζιγκοάλα» ο Μάρκος. Ταυτοχρόνως, άρχισε να γρατσουνά το μπουζούκι και ο λαϊκός θρύλος τον θέλει να ορκίζεται ότι θα έκοβε τα δάχτυλά του αν δεν γινόταν δεξιοτέχνης στο είδος! Το μπουζούκι το πρωτόπιασε όταν υπηρετούσε τη θητεία του το 1925 και δεν το ξανάφησε ποτέ. Και έγινε βέβαια δεξιοτέχνης αρκετά γρήγορα: το 1933 είχε ήδη κάνει ένα μικροόνομα στους τεκέδες του Πειραιά, γράφοντας πλέον δικούς του στίχους και μουσική.
Πλέον είναι αναπόσπαστο μέλος των ουζερί και των χαμαιτυπείων του Πειραιά, το κέντρο της φτωχολογιάς, της παρανομίας, των ναρκωτικών και της πορνείας εκείνη την εποχή, και γνωρίζεται με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή (Τεμπέλη), Δημήτρη Γκόγκο ( Μπαγιαντέρα), Στέλιο Κερομύτη, Ανέστη Δελιά (Αρτέμη), Στέλιο Κρυδάκια και τους άλλους σημαντικούς μουσικούς του καιρού.
Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του τραγούδι, το «Εφουμέρναμε ένα βράδυ» (Νοέμβριος του 1932), αυτή ήταν πράγματι η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στη Ελλάδα! Παρά το γεγονός ότι αμφέβαλλε για τη φωνή του, τόλμησε να το τραγουδήσει ο ίδιος και ένας λαϊκός θρύλος είχε μόλις γεννηθεί…
Επιτυχίες
Ακολουθούν κι άλλες ηχογραφήσεις («Ο μαστούρης», «Μόρτισσα χασικλού» κ.ά), οι οποίες όμως δεν προωθήθηκαν από τη δισκογραφική (Columbia), τόσο για τον ακραίο στίχο τους όσο και για τις ενορχηστρώσεις, στις οποίες δεσπόζουν τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες, μουσικά όργανα του υποκόσμου, των φυλακών και των τεκέδων!
Αν και δεν ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε τραγούδια με «χασικλίδικο» περιεχόμενο (κυκλοφορούσαν ήδη από το 1925 από τους μικρασιάτες πρόσφυγες), στιγματίστηκε αμέσως από τους υπεύθυνους της δισκογραφικής και πέρασε στην αφάνεια.
Απογοητευμένος, μετακομίζει στην ανταγωνίστρια εταιρία Odeon του Μίνωα Μάτσα όπου γραμμοφωνεί τα «Καραντουζένι» («Έπρεπε να ’ρχόσουνα βρε μάγκα στον τεκέ μας»), «Χαρμάνης», «Δερβίσης» κ.ά., τα οποία γνωρίζουν πρωτόγνωρη επιτυχία, σημειώνουν μεγάλες πωλήσεις και ανοίγουν έτσι διάπλατα τον δρόμο για να καθιερωθεί το μπουζούκι και το ρεμπέτικο τραγούδι στην ελληνική δισκογραφία!
Εδώ αρχίζουν οι πρώτες δισκογραφικές περιπέτειές του: βλέποντας η Columbia τις επιτυχίες του Μάρκου, τον καλεί πίσω, καθώς ήταν δεμένος με συμβόλαιο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μεγάλη επιτυχία της εποχής, η «Φραγκοσυριανή» (1935), ηχογραφήθηκε για λογαριασμό της Columbia (όπως και 24 ακόμα κομμάτια), ενώ όταν τηρήθηκαν οι ρήτρες του συμβολαίου του, έφυγε αμέσως για την Odeon, με την οποία συνδέεται εξάλλου ο κύριος όγκος του έργου του.
Για τη μεγαλύτερη επιτυχία του, τη «Φραγκοσυριανή» (αν και δεν θα γινόταν ανάρπαστη πριν από το 1954, όταν θα την τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπηθικώτσης), ο Μάρκος θυμόταν: «Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος.
Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: ‘‘Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά λες και μάγια μου ’χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά’’… Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη ‘‘Φραγκοσυριανή’’».
Είχε ήδη προηγηθεί βέβαια (καλοκαίρι του 1934) η σύσταση της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας, της ξακουστής «Τετράς του Πειραιώς»! Βαμβακάρης, Μπάτης, Παγιουμτζής και Δελιάς σχηματίζουν το περίφημο ρεμπέτικο κουαρτέτο και γράφουν κυριολεκτικά μουσική ιστορία. Αυτό θα δώσει το έναυσμα για τη δημιουργία κι άλλων κομπανιών με κύρια όργανα το μπουζούκι και τον μπαγλαμά και σύντομα οι «μπουζουκομπαγλαμάδες» θα κατακλύσουν τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, ο Μάρκος είναι ο σημαντικότερος και ο εμπορικότερος δημιουργός και τραγουδιστής της ελληνικής δισκογραφίας!
Το 1936 χωρίζει από την πρώτη του γυναίκα, την έπιασε να τον κερατώνει λέει, μόνο που η «Ζιγκοάλα» συνεχίζει να έχει δικαιώματα στα τραγούδια και τα οικονομικά του, κι έτσι ο Βαμβακάρης υπογράφει πολλά με ψευδώνυμο ή ονόματα συνεργατών του. Το δικό του «Διαζύγιο» περιγράφει το συγκεκριμένο γεγονός…
Ενδεικτικό του ονόματός του και της φήμης του ήταν η συναυλία που έδωσε στη Θεσσαλονίκη το 1937 και την παρακολούθησαν όχι λιγότεροι από 50.000 κόσμου! Το 1941 ανεβαίνει για δεύτερη φορά τα σκαλιά της εκκλησίας, με την Ευαγγελία αυτή τη φορά, η οποία του χάρισε 5 παιδιά, από τα οποία έζησαν ωστόσο μόνο τα τρία (Στέλιος, Δομένικος και Βασίλης), με τον Στέλιο και τον Δομένικο να ακολουθούν τα χνάρια του Μάρκου στο ρεμπέτικο και το λαϊκό πεντάγραμμο. Τη δεύτερη σύζυγό του την παντρεύτηκε μάλιστα με ορθόδοξο γάμο, γι’ αυτό και αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία. Η κοινωνία των καθολικών του δόθηκε και πάλι μόλις το 1966…
Ταπείνωση και επαιτεία
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Μάρκος Βαμβακάρης βρισκόταν στο ψηλότερο σκαλί του ρεμπέτικου. Η πρόσφατη συνεργασία του με τον Παπαϊωάννου γνώριζε μεγάλη επιτυχία και οι δίσκοι του ήταν πραγματικά ανάρπαστοι. Λίγα χρόνια όμως μετά, το σκηνικό αλλάζει άρδην…
Στις αρχές του ’50 σταματά απρόοπτα η παρουσία του στη δισκογραφία και αντιμετωπίζει πλέον μεγάλα προβλήματα υγείας και επιβίωσης. Δεν βρίσκει δουλειά στα μαγαζιά και αναγκάζεται να γυρνά στην επαρχία και να παίζει σε ταβέρνες, καφενεία και ουζερί. Και σαν να μη φτάνει αυτό, το 1954 αρρωσταίνει, με την παραμορφωτική αρθρίτιδα που χτύπησε τον δάσκαλο του ρεμπέτικου να αποβαίνει μοιραία: τώρα δεν μπορεί να παίξει με δεξιοτεχνία το μπουζούκι του και σιγά-σιγά όσοι μέχρι πρότινος μιλούσαν γι’ αυτόν με θαυμασμό, άρχισαν να τον ξεχνούν. Οι εταιρίες τού γύρισαν την πλάτη, καθώς το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να δίνει προοδευτικά τη θέση του στο «καθαρότερο» λαϊκό τραγούδι…
Ο Βαμβακάρης ήταν στο περιθώριο! Για να τα βγάλει πέρα και να καταφέρει να ζήσει τη γυναίκα και τους τρεις γιους του, καταφεύγει σε χωριά της επαρχίας, εκεί που το ακροατήριο δεν ήταν τόσο αυστηρό και διψούσε για ζωντανές εμφανίσεις γνωστών ονομάτων. Η αμοιβή του δεν ήταν μάλιστα σε χρήματα, αλλά σε είδη πρώτης ανάγκης! Οι χωρικοί έδιναν κότες, αυγά, φακές, φασόλια και ό,τι άλλο καλλιεργούσαν για να ακούσουν ζωντανά τον Βαμβακάρη. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να τα κουτσοβολέψει για λίγο, αν και μετά το 1955 τα πράγματα χειροτέρεψαν και ο Μάρκος αναγκάστηκε να καταφύγει με τον γιο του Στέλιο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σύρο.
Οι Συριανοί τον αγαπούσαν και οι εμφανίσεις του στο νησί στέφθηκαν από μεγάλη επιτυχία. Οι θαυμαστές του στριμώχνονταν ο ένας πάνω στον άλλο για να τον ακούσουν να ερμηνεύει την περιβόητη «Φραγκοσυριανή» και τα άλλα αγαπημένα τραγούδια. Ο Βαμβακάρης κατάφερε να συγκεντρώσει κουτσά-στραβά λίγα χρήματα, αν και λαχταρούσε να επιστρέψει στη ζωή του στον Πειραιά. Κι έτσι μέσα σε έναν χρόνο παράτησε τη Σύρο για δεύτερη φορά και κατέβηκε εκ νέου στην πρωτεύουσα.
Επιστρέφοντας, ο Μάρκος βρήκε τα πράγματα πολύ χειρότερα απ’ όσο τα είχε αφήσει. Ο κόσμος υπέφερε από τη φτώχεια και μέσα σε αυτούς και ο βάρδος του ρεμπέτικου, τον οποίο φαινόταν να είχε ξεχάσει η πλάση. Μία ήταν η λύση για να συντηρήσει τη φαμίλια του, παρά την ντροπή και το όνειδος που έφεραν στον μεγάλο δημιουργό: η λεγόμενη «σφουγγάρα», το πιατάκι που έβγαζαν οι μουσικοί στις ταβέρνες για να ρίξουν τα κέρματα οι θαμώνες. Στην περίπτωση του Βαμβακάρη, το πιατάκι το κρατούσε ο πεντάχρονος τότε γιος του. Ο ίδιος ο ρεμπέτης δεν άντεχε αυτό τον εξευτελισμό, δεν είχε όμως άλλη λύση: ήθελε μεν, αλλά δεν μπορούσε να αποφύγει τη ζητιανιά.
Πάτο έπιασε το 1958 στου Ρέντη, όταν τον έδιωξαν από τον καφενέ γιατί ενοχλούσε τους θαμώνες που απολάμβαναν τα τραγούδια του τζουκ-μποξ με τις διπλοπενιές του! Με μαύρη την καρδιά, γράφει ένα από τα καλύτερα κομμάτια του: «Απελπίστηκα μανούλα μου να υποφέρω»…
Οι περισσότεροι συνεργάτες του Μάρκου είχαν ήδη πεθάνει και μετά το 1955 η πλειονότητα των καλλιτεχνών που ο ίδιος είχε αναδείξει αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί του, όπως επίσης και οι δισκογραφικές εταιρίες. Την όλα κατάσταση επιβάρυνε όπως είπαμε η αρθρίτιδα στα δάχτυλα, την οποία ξεπέρασε ωστόσο στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας…
Αποκατάσταση και τελευταία χρόνια
Ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος είχε εντωμεταξύ αναλάβει καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia, που επανέφερε το 1958 στο προσκήνιο μια σειρά από κλασικές επιτυχίες του Μάρκου, αν και πλέον ερμηνευτής ήταν ο Μπιθικώτσης (και πρώτο μπουζούκι ο Νίκος Καρανικόλας). Η αναβίωση του ρεμπέτικου είναι προ των πυλών και ο Βαμβακάρης περιμένει καρδιοχτυπώντας τις εξελίξεις…
Είμαστε στη δεκαετία του 1960 όταν περισσότερες από 50 επανεκτελέσεις κομματιών του βρήκαν τη θέση τους στην ελληνική δισκογραφία και η προσφορά του στον λαϊκό μας πολιτισμό και το πεντάγραμμα αποκαταστάθηκαν, αν και ο ίδιος προσπαθούσε να «καθαρίσει» τώρα το όνομά του από τη ρετσινιά του περιθωριακού ρεμπέτη.
Το φοιτητικό κίνημα της εποχής ανακαλύπτει εκ νέου τον Βαμβακάρη και οι συναυλίες προς τιμήν του τον επαναφέρουν στο προσκήνιο, αν και ως ζωντανό μύθο πια παρά ως ενεργό στοιχείο του μουσικού μας πολιτισμού. Παρά ταύτα, ο Μάρκος ανεβαίνει σποραδικά στο πάλκο και καταφέρνει να εκδώσει την αυτοβιογραφία του, αν και το μεγάλο του όνειρο, το ταξίδι του στον Νέο Κόσμο, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ: «Tράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα ’χει στη δική του την ιστορία. Έχω σκοπό να δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου». Έτσι αρχίζει η προσωπική του εξομολόγηση για το παρελθόν…
«Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Kαι γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος του τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του. Aυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγγνώμη και η συγχώρεση. Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ρθείτε και να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Nα μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Nα μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε».
«Τώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. Tώρα πια η ζωή μου είναι στρωμένη. Zω ήσυχος, οικογενειάρχης, με καλή και αγαπημένη γυναίκα και τα τρία μου αγόρια. O θεός να μας τα χαρίζει. Tα παιδιά μου τα λατρεύω κυριολεκτικά και τα σπουδάζω και τα τρία για να ζήσουν μεθαύριο άνθρωποι ηθικοί και χρήσιμοι στην κοινωνία, για να τα βλέπω και να τα καμαρώνω και να χαίρομαι. Θέλω να είμαι περήφανος για τα παιδιά μου, έστω και αν εγώ δεν μπόρεσα να κάνω τους γονείς μου περήφανους για μένα. Aφού λοιπόν δεν μπόρεσα να κάνω τους γονείς μου να υπερηφανεύονται για μένα, ας κάνω το καθήκον μου σαν πατέρας»…
]
Ο Μάρκος Βαμβακάρης έσβησε σαν το κεράκι στις 8 Φεβρουαρίου 1972 από νεφρική ανεπάρκεια που προκάλεσε ο σακχαρώδης διαβήτης που έπασχε, αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητη μουσική κληρονομιά. Αφήνοντας τις μουσικές του συνεισφορές κατά μέρος, μιας και αυτά ανήκουν στην ιστορία πια της ελληνικής μουσικής, ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου και πρόδρομος του λαϊκού μας τραγουδιού ήταν ο κύριος υπεύθυνος που το μπουζούκι αλλά και η δύσκολη καθημερινότητα του απλού ανθρώπου της εποχής πέρασε στη δισκογραφία και τα στόματα όλων…