Η εταιρεία αναψυκτικών Λουξ των αδελφών Μαρλαφέκα δεν φοβάται τις πολυεθνικές
Όχι μόνο δεν πλήττεται από την κρίση, αλλά και αυξάνει το ποσοστό της στην αγορά και τα κέρδη της, εκμεταλλευόμενη την υψηλή ποιότητα και την ελληνικότητα των προϊόντων της.
Η Λουξ δραστηριοποιείται στον τομέα των αναψυκτικών, εκεί όπου στην αγορά κυριαρχούν δύο πολυεθνικές – μεγαθήρια, με τεράστια εμπειρία στην διαχείριση κρίσεων και, βέβαια, πόρους και στρατηγικές για να διατηρούν τις θέσεις τους στην κορυφή.
Πώς, λοιπόν, μια σχετικά μικρή, 100% ελληνική επιχείρηση από την Πάτρα καταφέρνει να σημειώνει αύξηση στις πωλήσεις της στην χειρότερη περίοδο για το πορτοφόλι του μέσου Έλληνα, για τον οποίον το να κόψει το αναψυκτικό που συνόδευε το φαγητό του είναι μια εύκολη, σχεδόν ανώδυνη, πρώτη περικοπή;
Το μυστικό της Λουξ
Ο συνδυασμός της πολύ καλής ποιότητας και της σοβαρής επιχειρηματικής αντιμετώπισης. Στην Ελλάδα που είχε μάθει τα τελευταία χρόνια να δανείζεται για να καταναλώνει εισαγόμενα, ευτυχώς υπάρχουν εταιρείες-παραδείγματα που ανέπτυξαν τα δικά τους, μοναδικά προϊόντα που στηρίζονται στην ελληνική γη, ως επί το πλείστον, και που με αργά και σταθερά βήματα και χωρίς διαχειριστικές υπερβολές κέρδισαν την αγάπη των Ελλήνων καταναλωτών.
60 χρόνια ιστορίας
Ήταν το 1950 όταν ο Παναγιώτης Μαρλαφέκας αποφάσισε να ιδρύσει μια μικρή βιοτεχνία αναψυκτικών στην Πάτρα. Ήταν η εποχή που τα φορτηγά περνούσαν στους δρόμους και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους –γκαζόζες και πορτοκαλάδες-, ήταν τα χρόνια των πρώτων ψυγείων. Κάθε πόλη είχε και τη δική της εταιρεία αναψυκτικών και η Πάτρα είχε άλλες έντεκα.
Αλλά η Λουξ έγινε σύντομα η αγαπημένη της αχαϊκής πρωτεύουσας, ίσως και λόγω του όμορφου μπουκαλιού και λογοτύπου της και του έξυπνου ονόματος που εμπνεύστηκε ένας τραγουδοποιός της εποχής! Κυρίως, όμως, λόγω των νέων συνταγών που έφερε στην αγορά ο Παναγιώτης Μαρλαφέκας και που έκαναν τα δικά του αναψυκτικά πιο γευστικά.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όμως, το σκηνικό άλλαζε πια θεαματικά. Οι μεγάλες πολυεθνικές του αναψυκτικού έκαναν απόβαση στην Ελλάδα και ο Παναγιώτης Μαρλαφέκας γνώριζε πως η επιχείρησή του δεν θα είχε μέλλον αν δεν προέβαινε σε κάποια δραστική –και ίσως ριψοκίνδυνη- λύση.
Δεν δίστασε, λοιπόν, να επενδύσει σε ένα εργοστάσιο. Να φύγει από το μικρό εργαστήριο της οδού Παντοκράτορος όπου στεγαζόταν η Λουξ ως τότε και να κτίσει μια παραγωγική μονάδα που θα αύξανε την ποσότητα. Τι θα έκανε, όμως, με την ποιότητα; Αν ήθελε να ανταγωνισθεί τις μεγάλες φίρμες του εξωτερικού, θα έπρεπε να φτιάξει ένα προϊόν ανώτερο.
Μπορούσε; Δεν δίστασε να βγει εκτός Πάτρας και να φτιάξει το εργοστάσιό του στο Κεφαλόβρυσο, για να εκμεταλλευθεί τα φημισμένα νερά του. Το ρίσκο δεν ήταν μικρό. Το χωριό δεν είχε ούτε ηλεκτρικό, ούτε τηλέφωνο.
Ο Μαρλαφέκας έπρεπε να στήσει τα πάντα εκ του μηδενός. Αλλά ήθελε να επενδύσει στην ποιότητα –και όπως αποδείχτηκε από την συνέχεια της εταιρείας του, έπραξε σωστά.
Η νέα γενιά Μαρλαφέκα
Τα «αναβαθμισμένα» με το φοβερό νερό του Κεφαλόβρυσου αναψυκτικά της Λουξ κατάφεραν να κρατήσουν τα ηνία στην Πάτρα, παρά την κάθοδο των πολυεθνικών, και σύντομα έγιναν γνωστά και σους γύρω νομούς.
Ο Πλάτωνας Μαρλαφέκας
Αλλά ήταν την δεκαετία του ’90 όταν η Λουξ άρχισε να αποκτά φήμη στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι τρεις γιοι του Παναγιώτη Μαρλαφέκα, Γιάννης, Κωνσταντίνος και Πλάτωνας, ανέλαβαν την διοίκηση της επιχείρησης, την μετέτρεψαν σε ανώνυμη εταιρεία και ξεκίνησαν τις επενδύσεις.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 έβαλαν 3 εκατομμύρια ευρώ στην επιχείρηση και λίγα χρόνια μετά τα έπαιρναν πίσω στο διπλάσιο. Εκσυγχρονίζοντας τις φιάλες, χτίζοντας νέες εγκαταστάσεις και φέρνοντας στην αγορά νέα προϊόντα (αρχικά την βυσσινάδα, ένα παραδοσιακό ελληνικό δροσιστικό που για πρώτη φορά παρουσιάστηκε συσκευασμένο κι έκανε τεράστια επιτυχία, και στη συνέχεια τους φυσικούς χυμούς), η νέα γενιά Μαρλαφέκα έκανε πολύ γρήγορα την Λουξ πρώτη ελληνική εταιρεία αναψυκτικών και 3η μεγαλύτερη επιχείρηση από όσες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα!
Κάπως έτσι έφτασαν το 2011, στη χειρότερη χρονιά της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες, να βλέπουν την επιχείρησή τους να κάνει τζίρους της τάξεως των 22 εκατομμυρίων ευρώ και κέρδη προ φόρων που ξεπερνούν τα 2 εκατομμύρια ευρώ.
Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό
Η Λουξ πλέον κατέχει περίπου το 16% της αγοράς αναψυκτικών στην Ελλάδα. Κι αυτό επίσης είναι ένα εντυπωσιακό ποσοστό αφού πρέπει κανείς να αναλογισθεί ποιοι είναι οι κύριοι ανταγωνιστές της. Στην Πελοπόννησο, μάλιστα, εκεί που από την δεκαετία του ’70 κιόλας, όταν οι πολυεθνικές είχαν μόλις έλθει στην Ελλάδα, η Λουξ είχε χτίσει πολύ γερές βάσεις, τα αναψυκτικά της καταλαμβάνουν περίπου το 50% των πωλήσεων!
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα όμως το πεδίο της δράσης της. Εδώ και μερικά χρόνια, μετά και από την επιλογή του Ελληνικού Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών, που διάλεξε την Λουξ λόγω της ποιότητας των προϊόντων της, για να την κάνει γνωστή ως «το ελληνικό αναψυκτικό», η εταιρεία πλέον δραστηριοποιείται και σε 6 ακόμη χώρες: Κατ’ αρχάς στην Κύπρο (όπου συμμετέχει και σε μια εταιρεία καφέ), αλλά και στις ΗΠΑ, Καναδά, Γερμανία, Ιταλία και Αυστραλία.
Μια επιχείρηση ελληνική και στην ψυχή
Ο Πλάτωνας Μαρλαφέκας, ένας εκ των τριών ιδιοκτητών, μιλάει για τα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά της εταιρείας στην ελληνική αγορά και επισημαίνε: «Τα επόμενα χρόνια τα ελληνικά αναψυκτικά πρόκειται να πάρουν ακόμη. μεγαλύτερο μερίδιο σε σχέση με τις πολυεθνικές εταιρείες. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει και η στροφή της καταναλωτικής συμπεριφοράς υπέρ των ελληνικών προϊόντων, που παρατηρείται έντονα το τελευταίο διάστημα».
Η Λουξ, βέβαια, δεν είναι απλά μια εταιρεία που γράψει “made in Greece” στα προϊόντα της και «καθαρίζει» εκεί.
Έχει αναπτύξει έντονη κοινωνική δράση, ειδικά στην Πελοπόννησο, κάνοντας τους καταναλωτές της να την εμπιστεύονται και να την αγαπούν. Κατ’ αρχάς δίνει δουλειά σε περίπου 70 Πελοποννήσιους στα τρία εργοστάσιά της (Κεφαλόβρυσο, Αίγιο, Σαραβάλι Πάτρας) αλλά και σε περίπου 20 ακόμη εργαζόμενους στα γραφεία της σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Από ‘κει και πέρα, το 2007, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, πρωτοστάτησε σε μια πρωτοβουλία αρωγής προς το νομό Ηλείας, κτίζοντας σχολικές αίθουσες και γήπεδα για τους μαθητές.
Και, βέβαια, έχει συνδέσει το όνομά της με τον αθλητισμό (Λουξ Cup 2015), από τη μία ως χορηγός της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου και από την άλλη –λόγω της αγάπης των ιδιοκτητών της για την ταχύτητα- με όλες τις δραστηριότητες του μηχανοκίνητου αθλητισμού στην Ελλάδα.