Βέρος Αθηναίος, με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1913, στο Κολωνάκι, στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13.
Ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Κωνσταντάρας διέπρεψε στη μεγάλη οθόνη και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να χαρίζει αβίαστο γέλιο με τις ανεπανάληπτες ταινίες του.
Ο ηθοποιός που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού μεγάλωσε γενιές και γενιές με το κωμικό του ταλέντο, πέρασε στην υποκριτική αθανασία ως γλεντζές, αρχοντάνθρωπος και αμετανόητος εργένης.
Πληθωρικός στις εκφράσεις του και κινηματογραφικός μπον βιβέρ, ήταν ένα υποκριτικό φαινόμενο που δεν ξαναείδε και πολύ συχνά ο τόπος μας.
Με τη στόφα του μεγάλου πρωταγωνιστή, ο Κωνσταντάρας κυρίευσε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο, αφήνοντας παρακαταθήκη μνημειώδεις ταινίες της ελληνικής κινηματογραφίας…
Πρώτα χρόνια
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννιέται στις 13 Μαρτίου 1913 στο Κολωνάκι της Αθήνας, ως γόνος εύπορης οικογένειας με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του διατηρούσαν χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας και η οικονομική επιφάνεια της φαμίλιας τού εξασφάλισε άνετη ανατροφή και καλή μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο της πόλης.
Αδελφή του ήταν η επίσης ηθοποιός Μίτση Κωνσταντάρα, με την οποία εξάλλου εμφανίστηκαν μαζί σε τόσες αξέχαστες κωμωδίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Ολοκληρώνοντας τις σχολικές του υποχρεώσεις, κατατάσσεται -παρά τη θέλησή του- στη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού της Κέρκυρας (1930), με τον θρύλο να τον θέλει να «δραπετεύει» από κει κολυμπώντας ως τη στεριά. Στην πραγματικότητα βέβαια τρύπωσε σε ένα καράβι που έπιανε λιμάνι στον Πειραιά.
Αφού γλίτωσε τις πειθαρχικές κυρώσεις με την παρέμβαση της αριστοκρατικής καταγωγής οικογένειάς του (και του συνταγματάρχη θείου του), βρίσκεται στο Παρίσι (1933-1934) με σκοπό να σπουδάσει την τέχνη του αργυροχρυσοχόου και του εκτιμητή πολύτιμων λίθων, κατά τα πρότυπα των προγόνων του, και να επιστρέψει κατόπιν στην οικογενειακή επιχείρηση.
Ο ίδιος είχε όμως ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής και σύντομα θα βρεθεί να φοιτά στην παρισινή σχολή του γνωστού γάλλου θεατράνθρωπου Λουί Ζουβέ, ανεβαίνοντας παράλληλα για πρώτη φορά στο σανίδι στη γαλλική πρωτεύουσα.
Κάνει μπόλικες δουλειές του ποδαριού για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στην περίφημη σχολή (αφού τα πατρικά εμβάσματα κόπηκαν απρόοπτα όταν παράτησε τη σχολή χρυσοχοΐας), παίζοντας μικρορολάκια σε γαλλικά θέατρα και ρόλους κομπάρσου στο γαλλικό σινεμά. Και το 1938, αφού αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Ζουβέ (έχοντας), επιστρέφει στην Ελλάδα ως επαγγελματίας ηθοποιός πια…
Θεατρική καριέρα
Έχοντας ήδη κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο στη Γαλλία το 1938, επιστρέφοντας στην Αθήνα εμφανίζεται στην παράσταση «Τα παράσημα της γριούλας» (1938) του θιάσου της Κατερίνας Ανδρεάδη και κλέβει τις εντυπώσεις. Ήταν η γέννηση μιας μακράς και λαμπρής θεατρικής καριέρας!
Στα πρώτα αυτά χρόνια μάλιστα στο σανίδι ο Κωνσταντάρας πηγαινοέρχεται μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, αναλαμβάνοντας ρόλους τόσο σε αθηναϊκούς όσο και παρισινούς θιάσους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαθίσταται πάντως οριστικά στην Αθήνα, κυνηγώντας το όνειρο του ηθοποιού.
Παρά το γεγονός ότι από τη λαμπρή κινηματογραφική του πορεία τον ξέρουμε κυρίως σε κωμικούς ρόλους, στα πρώτα αυτά χρόνια ερμηνεύει δραματικό ρεπερτόριο και κρατά ρόλους ζεν πρεμιέ. Πολύ γρήγορα μάλιστα χρίστηκε πρωταγωνιστής, καθώς το ταλέντο του δεν μπορούσε να κρυφτεί, και συνεργάστηκε με όλη την ξακουστή φουρνιά των μεγάλων ηθοποιών του καιρού.
Ακολουθούν αμέτρητες κυριολεκτικά παραστάσεις, με θιάσους όπως των Μιράντας-Παππά και Μουσούρη-Αρώνη, ενώ κάποια στιγμή σχηματίζει τη δική του θεατρική επιχείρηση με τους Τζένη Καρέζη, Μάρω Κοντού και Νίκο Ρίζο, οργώνοντας την ελληνική επικράτεια και περιοδεύοντας στην ομογένεια.
Σε μια θεατρική καριέρα που εκτείνεται σε 4 δεκαετίες, ο Κωνσταντάρας πήρε μέρος σε περισσότερες από 190 παραστάσεις, γράφοντας μια ασύλληπτη σε μέγεθος και κύρος θεατρική ιστορία!
Η τελευταία παράσταση του σπουδαίου κωμικού μας έλαβε χώρα τη σεζόν 1978, με τον δικό του θίασο, στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου»…
Για την επιβλητική θεατρική του παρουσία, ο γνωστός κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος παρατηρεί (στον πρόλογο του βιβλίου του γιου του Κωνσταντάρα, Δημήτρη, «Μέσα απ’ τα δικά μου μάτια»): «Εδώ και 40 χρόνια με ακολουθεί μια συνταρακτική θεατρική σκηνή. Είναι μια από τις σπάνιες εκείνες στιγμές που ο χρόνος παγώνει, η ροή ανακόπτεται και το παν ακινητεί. Μια χειρονομία, μια κραυγή, μια γυρισμένη πλάτη, ένα τικ, μια είσοδος, μια έξοδος, μας πιστοποιούν πόσο μεγάλη τέχνη είναι η υποκριτική και πώς μπορεί να πυκνώσει σε μια στάση ή έναν ήχο το συνταρακτικό γεγονός της υπάρξεως, μέσω της μίμησης πράξεων. Ήταν το 1956 στο ”Δημοτικό” Πειραιώς όταν ο θίασος του Μάνου Κατράκη έπαιξε το έξοχο αντιπολεμικό έργο του Σέριφ “Το τέλος του ταξιδιού”. Στο φινάλε του πρώτου μέρους μέσα στο αμπρί έχει μείνει ένας αξιωματικός μόνος, που έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση θανάτου. Να αποφασίσει μιαν έξοδο χωρίς ελπίδα καμιά. Τον ρόλο έπαιζε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Όταν έμεινε μόνος, άναψε το τσιμπούκι του και το κάπνισε, όπως το τελευταίο τσιγάρο ο κατάδικος πριν από την εκτέλεση. Πλάτη στο κοινό, ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός, με λιτότητα, με εσωτερική συγκίνηση, βίωσε μιαν εκρηκτική σιωπή που θαρρείς πως κράτησε αιώνες. Θεωρώ αυτήν την υποκριτική στιγμή ανάλογη με την έξοδο του Μινωτή ως “Οιδίποδα στον Κολωνό”, την πλάτη του Κατράκη στον “Ηλίθιο”, τον κυνηγημένο “Ορέστη” του Κωτσόπουλου στις “Χοηφόρες”, τον θρήνο της Εκάβης-Παξινού όταν αντικρίζει τον Πολύδωρο, το “τικ” της Λαμπέτη-Μπλανς όταν της περνάνε τον ζουρλομανδύα, του Χορν στην “Εξομολόγηση του Ριχάρδου του Β”»…
Κινηματογραφικές περιπέτειες
Έναν μόλις χρόνο μετά το ελληνικό θεατρικό του ντεμπούτο, ο Κωνσταντάρας συμμετέχει στην ταινία «Το τραγούδι του γυρισμού» (1939), το φιλμ που σηματοδοτεί την επίσης πρώτη ελληνική κινηματογραφική του εμφάνιση, αφού είχε ήδη προλάβει να παίξει σε γαλλικές προπολεμικές ταινίες.
Ακολουθεί καταιγισμός κυριολεκτικά από κινηματογραφικούς ρόλους, με τον ίδιο να μετατρέπεται σύντομα σε έναν από τους διαχρονικά αγαπημένους του ελληνικού κοινού: «Διακοπές στην Αίγινα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η Λίζα και η άλλη», «Η χαρτοπαίχτρα», «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι», «Ο φαφλατάς», «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», «Τζένη Τζένη» και τόσες εμβληματικές ταινίες της λεγόμενης χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά…
Από το σύνολο της φιλμογραφίας του «Λαμπρούκου», που περιλαμβάνει περισσότερες από 70 ταινίες, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τις «Φωνή της καρδιάς», «Ραγισμένες καρδιές», «Καταδρομή», «Μαρίνα», «Ο γεροντοκόρος», «Υιέ μου, υιέ μου», «Υπάρχει και φιλότιμο». Ποιος μπορεί άλλωστε να τον ξεχάσει ως «Μαυρογιαλούρο»;
Και βέβαια για την πρωταγωνιστική ερμηνεία του στον «Μπλοφατζή» τιμήθηκε το 1969 με το Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης…
Αλλά και τις ταινίες «Βίλα των οργίων», «Η γυναίκα μου τρελάθηκε», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Δον Ζουάν για κλάματα», «Ο κύριος πτέραρχος», «Ο σπαγγοραμμένος», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Ο τρελός τα ‘χει 400», «Καπετάν φάντης μπαστούνι», «Ο τζαναμπέτης», «Τι 30, τι 40, τι 50» δεν μπορείς να μην τις μνημονεύσεις, καθώς φαίνεται ότι σε όποιο φιλμ έπαιξε ο Κωνσταντάρας έγινε αυτομάτως κλασικό!
Η τελευταία ταινία του αξέχαστου κωμικού μας ήταν «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» του 1981…
Και βέβαια από την τηλεοπτική του καριέρα δεν γίνεται να μην αναφερθεί ο μνημειώδης ρόλος του ως ο γυναικάς Ζάχος Δόγκανος στο σίριαλ της ΥΕΝΕΔ «Εκείνες και εγώ» (1976)…
Προσωπική ζωή
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας παντρεύτηκε το 1945 με την επίσης ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά (ένα εκ των οποίων ο γνωστός δημοσιογράφος Δημήτρης Κωνσταντάρας).
Το 1971 πέρασε τα σκαλιά της εκκλησίας για δεύτερη φορά, τώρα με τη Φιλιώ Κεκάτου.
Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του τα πέρασε ο κωμικός μας στο διαμέρισμά του στη Βάρκιζα, αποσυρμένος από τον έξω κόσμο, καθώς είχε χτυπηθεί από διπλό εγκεφαλικό.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας άφησε την τελευταία του πνοή στις 28 Ιουνίου 1985, αν και παραμένει αθάνατος μέσα από το άφθονο γέλιο που συνεχίζει να χαρίζει στις κλασικές ταινίες του…