30 Νοεμβρίου του 1925, ο ελληνικός λαός ενημερώθηκε για μία νέα πρωτάκουστη διάταξη που εξέδωσε ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος: απαγορεύονταν οι γυναίκες να φορούν δημόσια κοντές φούστες.
Σύμφωνα με τη διαταγή δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να κυκλοφορούν έξω από το σπίτι τους και να φορούν κοντές φούστες, παραθέτοντας ακριβώς σε εκατοστά πόσο ήταν το επιτρεπόμενο όριο να απέχει η φούστα από το έδαφος!
Για την πιστή εφαρμογή της διαταγής, τα όργανα της τάξης είχαν εφοδιαστεί με μεζούρες, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν η κάθε γυναίκα που κυκλοφορούσε στους δρόμους ήταν νόμιμη.
«Κατόπιν διαταγής του Προέδρου της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται και υποβάλλεται εις το υπουργείον Εσωτερικών προς έγκρισιν αστυνομική διάταξις δι ης απαγορεύονται αι κονταί φούσται των γυναικών. Το κατώτατον άκρον της φούστας δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατοστά του μέτρου. Εις τον περιορισμόν τούτον υπάγονται άπασαι αι γυναίκες από του 12ου έτους και άνω. Αι παραβάτιδες θα παραπέμπωνται εις το επ’ αυτοφώρω πταισματοδικείον, συνυπεύθυνοι θα είναι και οι γονείς αυτών. Η εφαρμογή θα αρχίση από 15 Δεκεμβρίου».
Η πρώτη γυναίκα που συνελήφθη ήταν 22 ετών και ονομαζόταν Κατίνα Βογιατζή. Όταν τη σταμάτησαν για έλεγχο, οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι η φούστα της ήταν οκτώ εκατοστά πιο κοντή από το επιτρεπόμενο όριο και έτσι κατέληξε στο εδώλιο.
Ο αστικός μύθος θέλει τον Θ. Πάγκαλο να πήρε τη συγκεκριμένη απόφαση σε μία προσπάθεια να ηρεμήσει τη γυναίκα του, όταν επισκεπτόμενη το γραφείο του, αντίκρισε μία νεαρή γυναίκα να κυκλοφορεί με φούστα μέχρι το γόνατο και έγινε έξαλλη. Μέσα στη ζήλια της τον κατηγόρησε ότι επιτρέπει στις γυναίκες να κυκλοφορούν προκλητικά ντυμένες, κάτι που αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία της διάταξης.
Το μέτρο καταργήθηκε στις 31 Μαρτίου 1926 όταν πλέον άρχισε να λαμβάνει διεθνείς διαστάσεις μέσα από τις φωτογραφίες και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής. Ο Πάγκαλος το απέσυρε φοβούμενος πως το καθεστώς του θα γελοιοποιούταν εντελώς.
Η συγκεκριμένα διάταξη αποτέλεσε έμπνευση για το ρεμπέτικο κομμάτι του Γιώργου Μητσάκη, που ακολουθεί: