Γλυκύτατη, χαριτωμένη και με καντάρια υποκριτικού ταλέντου, η «Καιτούλα» του ελληνικού κινηματογράφου ήταν μια αξιοπρεπής δευτερορολίστρια του πανιού και μεγάλη πρωταγωνίστρια της σκηνής!
Παρά το γεγονός ότι το εμπορικό μας σινεμά της επιφύλαξε την τυποποίηση σε δεύτερους ρόλους, εκείνη κατάφερνε με τις αξέχαστες ερμηνείες και το προσωπικό της στίγμα να ξεχωρίζει, γινόμενη τελικά μια από τις πιο αγαπημένες του ελληνικού κοινού.
Όταν πρωτοβγήκε κοριτσάκι ακόμα στο θέατρο ως εξαιρετικό ταλέντο, φαινόταν πως θα έκανε μεγάλη καριέρα. Και την έκανε, πάντα με τον δικό της τρόπο και το τσαγανό που μόνο οι πραγματικά ξεχωριστοί άνθρωποι διαθέτουν.
Η δεσποινιδούλα του Θεάτρου Τέχνης μεγάλωσε και έγινε σταρ, αν και ήταν πάντα τόσο πρόσχαρη και προσιτή όσο και την εποχή που έκανε τα πρώτα δειλά βήματά της στη showbiz. Παρά την επιτυχία και την αναγνωρισιμότητά της, παρέμεινε ένας άνθρωπος απλός και γενναιόδωρος, ένα καλοσυνάτο κορίτσι όποια κι αν ήταν η ηλικία της.
Σεμνή, λιτή και απέριττη, η Λαμπροπούλου ήταν παράδειγμα προς μίμηση στο ελληνικό θέατρο για το ήθος, τη σεμνότητα και τη διακριτικότητα με την οποία υποδεχόταν τη φήμη και το σταριλίκι.
Έτσι υποδέχθηκε και το βαρύτιμο θεατρικό βραβείο «Κυβέλη» το 2004 για τη συνολική προσφορά της, απλά και όμορφα. Ναι μεν καμάρωνε, αλλά δεν στεκόταν εκεί. Όπως δεν στεκόταν και στις κακίες και τις μικρότητες του θεάματος, έχοντας πάντα έναν καλό λόγο για όλους: «Όλα ήταν υπέροχα, δεν έχω να θυμηθώ κάτι άσχημο», είπε σε συνέντευξή της για τη μακρά διαδρομή της σε πανί, σανίδι και γυαλί.
Κυρία πραγματική στη ζωή και στο θέατρο, στο σινεμά ήταν άλλη ιστορία, γιατί την ώρα που έκανε την καλή και χαριτωμένη στην «Αλίκη στο Ναυτικό», ήταν εντελώς στριμμένη στη «Σωφερίνα»! Αυτές τις πινελιές έδινε η Λαμπροπούλου στο σινεμά και στις ταινίες με τη διαχρονική της συνεργάτιδα, Αλίκη Βουγιουκλάκη, με την οποία ταύτισε εξάλλου μεγάλο μέρος της σπουδαίας της καριέρας. Όσο για την Αλίκη, την επιστήθια φίλη της, δεν νοούσε να βγει στο σανίδι αν δεν μιλούσε πρώτα με την Καιτούλα της, όπως την αποκαλούσε. Την Καιτούλα των χαμηλών τόνων με την τόση σοφία ζωής!
Πάντα κοκέτα, φινετσάτη και αριστοκρατική, παρέμεινε έτσι μέχρι τα βαθιά της γεράματα. «Ήταν πάντα πολύ περιποιημένη, πολύ ωραία ντυμένη. Καθωσπρέπει. Όπου κι αν πάτησε το πόδι της, στο θέατρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση, τη λατρέψανε», είπε η Ροζίτα Σώκου στο βιβλίο-αφιέρωμα «Σαν παλιό σινεμά». Και πράγματι έτσι ήταν, καθώς η Λαμπροπούλου μάγευε τους ανθρώπους τόσο στις παραστάσεις όσο και την απτή καθημερινότητά της με την καλοσύνη και το μελιστάλαχτο του χαρακτήρα της…
Πρώτα χρόνια
Η Καίτη Λαμπροπούλου γεννιέται στις 26 Αυγούστου 1926 στους Επιβάτες της Θράκης, μεγάλωσε όμως στην Αθήνα. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδία ενός εμπόρου, ο οποίος παίρνει σχεδόν αμέσως μετά τη γέννηση της Καιτούλας την οικογένειά του και μετακομίζουν στην Κωνσταντινούπολη για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες.
Πέντε χρόνια αργότερα, η ευκατάστατη φαμίλια επιστρέφει στην Αθήνα και εγκαθίσταται οριστικά στο κέντρο της πόλης. Η μικρή έχει κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής και μαθήτρια ακόμα, 16 χρονών παιδί, περνά το 1942 το κατώφλι του νεοσύστατου Θεάτρου Τέχνης και μαθητεύει στα κρυφά κοντά στον Κάρολο Κουν! Ο οποίος τη δέχτηκε αμέσως ως εξαιρετικό ταλέντο και την περιέλαβε μάλιστα στην πρώτη ποτέ παράσταση του θεάτρου του, την «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Η δαιμόνια μαθήτρια που ψαχνόταν υποκριτικά είχε ακούσει ότι ένας σκηνοθέτης, κάποιος Κάρολος Κουν, ζητούσε νέες κοπέλες για να παίξουν σε ένα θεατρικό που ανέβαζε.
Ο πατέρας είναι όμως αυστηρών αρχών και η Καιτούλα ό,τι κάνει, το κάνει στα κρυφά. Όταν μάλιστα στις 7 Οκτωβρίου 1942 ντεμπουτάρει στο Θέατρο Αλίκης η παρθενική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, όλοι αναγνωρίζουν το ταλέντο της μικρής Καίτης: οι κριτικές της εποχής μιλούσαν με διθυράμβους για τη 16χρονη μικρή του Κουν λέγοντας ακόμα, με μια δόση υπερβολής, ότι είχε γεννηθεί η νέα Κυβέλη!
Και ήταν ο ίδιος ο Κουν αυτός που ανέλαβε το δύσκολο έργο να ενημερώσει την οικογένεια Λαμπροπούλου ότι η κόρη τους ήθελε να γίνει θεατρίνα. Ο πατέρας έξαλλος, η μητέρα κλαίει γοερά, όταν πάντως τη βλέπουν πάνω στη σκηνή, καταλαγιάζουν οι ανησυχίες τους.
Για την εν λόγω ιστορική παράσταση, ο μεγάλος μας θεατράνθρωπος είχε πει: «Δούλευα σε μια αίθουσα που μας είχε παραχωρήσει το Ωδείο, 10-12 ώρες την ημέρα. Εκεί που προετοιμαζόμαστε, ήρθε ένας παλιός φίλος, ο Χατζηαργύρης, ο οποίος μας είπε ότι βάζει τα λεφτά, κι έτσι πήραμε το Θέατρο Αλίκης. Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε πίστη που σήμερα δεν την βρίσκεις εύκολα»…
Μακρά και σπουδαία καριέρα
Η Λαμπροπούλου πέρασε στο Θέατρο Τέχνης τρία χρόνια και πήρε μέρος σε αξέχαστες παραστάσεις της εποχής: «Σουάνεβιτ», «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», «Κωνσταντίνου και Ελένης», «Βυσσινόκηπος», «Στέλλα Βιολάντη», «Το πρώτο έργο της Φάνι», «Δεν μπορείς να ξέρεις», «Χαρούμενα νιάτα» και «Βρικόλακες».
Οι κριτικές ακολουθούν το ίδιο μοτίβο και η Καιτούλα αναλαμβάνει συνεχώς καλύτερους και πιο απαιτητικούς ρόλους. Κάτι την τρώει όμως μέσα της, η έλλειψη σπουδής πάνω στο θέατρο, κι έτσι λίγα μόλις χρόνια αργότερα, το 1947, θα φύγει από το Τέχνης και θα δώσει εξετάσεις στο Εθνικό. Ο διευθυντής του, Δημήτρης Ροντήρης, μαγεύεται από την ερμηνεία της στις εξετάσεις και τη δέχεται αμέσως ως, τι άλλο, εξαιρετικό ταλέντο!
Οι επιτυχίες συνεχίζονται με το Εθνικό Θέατρο και τόσο οι παραστάσεις όσο και τα χειροκροτήματα πέφτουν βροχή: «Φοιτηταί», «Ζητείται υπηρέτης», «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» «Το φιντανάκι» «Λοκαντιέρα», «Κατά φαντασίαν ασθενής», «Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» κ.λπ.
Τον δάσκαλό της Ροντήρη τον ακολούθησε μάλιστα αμέσως στην Ελληνική Σκηνή που ίδρυσε το 1950, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με άλλους μεγάλους θιάσους, όπως της κυρίας Κατερίνας, του Δημήτρη Χορν, του Βασίλη Λογοθετίδη, της Έλλης Λαμπέτη κ.ά. Το θέατρο το λάτρευε, τον κινηματογράφο ωστόσο τον σνόμπαρε, γιατί ήταν πρωτίστως θεατρική ηθοποιός και μόνο πάνω στο σανίδι δικαιωνόταν οι κόποι και οι πρωταγωνιστικοί της ρόλοι.
Για το σινεμά δεν έτρεφαν εξάλλου καμία εκτίμηση ούτε ο Κουν ούτε ο Ροντήρης, κι έτσι όταν κατέφταναν οι κινηματογραφικοί παραγωγοί με προτάσεις για τη Λαμπροπούλου, μόνο με τις πέτρες που δεν τους έπαιρναν οι μεγάλοι μας θεατράνθρωποι! Κι έτσι παρά την τεράστια απήχησή της στο θέατρο, κινηματογραφικά ήταν παντελώς άγνωστη.
Στο πανί θα έβγαινε μάλιστα μόνο επειδή το θέλησε η μοίρα. Η Λαμπροπούλου είχε γείτονα τον Τσιφόρο, ο οποίος της χτυπά μια μέρα του 1951 την πόρτα του σπιτιού της, για να την ξεμοναχιάσει από τον Ροντήρη, και της προτείνει να παίξει σε μια ταινία που είχε στα σκαριά, το μελόδραμα «Το παιδί μου πρέπει να ζήσει». Εκείνη ντράπηκε να του πει κατάμουτρα «όχι», κι έτσι του είπε «ναι»!
Τώρα έβλεπε το σινεμά με μεγαλύτερη συμπάθεια, αν και ήταν ιδιαιτέρως εκλεκτική στις επιλογές της. Το 1952 θα εμφανιστεί στο «Ένα βότσαλο στη λίμνη», την επόμενη χρονιά στην κλασική «Σάντα Τσικίτα», το 1954 στο «Κορίτσι της γειτονιάς» και το 1956 στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία, στην οποία κρατά μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο, στον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας»!
Ήταν μάλιστα η είσοδος του κινηματογραφικού σίφουνα Αλίκη Βουγιουκλάκη στη ζωή της που θα την ωθήσει να μπει χωρίς αναστολές στην επικράτεια του σελιλόιντ. Οι δύο ηθοποιοί γνωρίστηκαν το 1954 και έγιναν αμέσως αχώριστες, υπογράφοντας οχτώ ταινίες μαζί. Η Λαμπροπούλου εμφανιζόταν πια ως φίλη, μητέρα, αντίζηλος ή νύφη της Βουγιουκλάκη, αν και δεν εξαντλήθηκε εκεί.
Γύρισε καμιά σαρανταριά ταινίες, πάντα προσεκτικά επιλεγμένες, μιας και ανησυχούσε πάντα μήπως «καεί» υποκριτικά από την προχειροδουλειά του κινηματογράφου. Εκείνη ήταν ηθοποιός του θεάτρου, πάει και τέλειωσε! Κι έτσι παρά τις προτάσεις, έκανε μία, το πολύ δύο, ταινίες τον χρόνο, μέχρι το 1988 που σταμάτησε τους κινηματογραφικούς ρόλους. Η Φίνος Φιλμ μιλάει πάντως για 85 ταινίες που έχουν τη Λαμπροπούλου στους τίτλους τέλους τους…
Ξεχωρίζουν οι ρόλοι της στα φιλμ «Ο ζηλιαρόγατος» (1956), «Μανταλένα» (1960), «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Η σωφερίνα» (1964), «Η γυνή να φοβήται τον άντρα» (1956), «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο» (1968), «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971), «Η Μαρία της σιωπής» (1973) κ.ά.
Στο θέατρο συνέχιζε απρόσκοπτα τη σπουδαία της καριέρα και έπαιξε σε αναρίθμητες παραστάσεις, τόσο σε έργα του κλασικού όσο και του σύγχρονου ρεπερτορίου. Εμφανίστηκε επίσης στα ιστορικά έργα του συζύγου της Γιώργου Ρούσσου και έπαιξε ακόμα και μιούζικαλ δίπλα στην κολλητή της Αλίκη.
Η Καίτη Λαμπροπούλου διέτρεξε όλο το θεατρικό φάσμα και έγραψε μια πλούσια και συνεχή θεατρική καριέρα, συνεργαζόμενη με τους καλύτερους θιάσους της χώρας μας ως το 1999, όταν θα έκανε την τελευταία της εμφάνιση στο έργο «Η πριγκίπισσα του λαού» με τον θίασο της Σμαρούλας Γιούλη-Ντίνου Ηλιόπουλου. Στα 57 αυτά χρόνια της θεατρικής της καριέρας έπαιξε με σεβασμό και αξιοπρέπεια από Αριστοφάνη, Σαίξπηρ και Μολιέρο μέχρι Ξενόπουλο, Ουάιλντ, Ίψεν, Γκόγκολ, Μπρεχτ κ.ά.
Εξίσου εκτεταμένη ήταν και η παρουσία της στην τηλεόραση, αρχίζοντας από το 1972 και την ΥΕΝΕΔ («Στησιχόρου ’73») και φτάνοντας μέχρι το 2000 και το Star («Άρωμα γυναίκας»). Στα 28 αυτά χρόνια έπαιξε σε καμιά εικοσαριά σειρές και σε πάμπολλες μεταδόσεις του τηλεοπτικού «Θεάτρου της Δευτέρας», κοσμώντας και το γυαλί…
Προσωπική ζωή
Η Καίτη Λαμπροπούλου μαζί με τον σύζυγό της, τον συγγραφέα Γεώργιο Ρούσσο, την Τζένη Καρέζη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη με τις οποίες είχε συνεργασθεί
Ήταν στην Ελληνική Σκηνή του Ροντήρη που θα γνώριζε τον μακροχρόνιο συνεργάτη του, θεατρικό συγγραφέα, δημοσιογράφο, αρχισυντάκτη, σεναριογράφο (όπως της κινηματογραφικής «Μανταλένας») και δοκιμιογράφο Γιώργο Ρούσσο. Ο Ρούσσος είχε γράψει τον «Πρωτευουσιάνο» που ανέβαζε ο Ροντήρης στο θέατρό του και ο έρωτας μεταξύ τους ήταν κεραυνοβόλος!
Οι δυο τους παντρεύτηκαν γρήγορα, με κουμπάρο τον Χρήστο Λαμπράκη, και πέρασαν όλη τους τη ζωή μαζί, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια του καλλιτεχνικού χώρου. Εκείνος έγραφε, όπως τα «Τρίτη και 13» (1954), «Ευτυχώς τρελάθηκα» (1956), «Βασίλισσα Αμαλία» (1958), «Μαντώ Μαυρογένους» (1959), «Θεοδώρα η Μεγάλη» (1968) κ.λπ., κι εκείνη πρωταγωνιστούσε.
Όταν έφυγε ο εκλεκτός θεατρικός συγγραφέας από τη ζωή το 1984, η Λαμπροπούλου κατέρρευσε. Στο «Σαν παλιό σινεμά» του Αντώνη Πρέκα, είχε εξομολογηθεί: «Για τριάντα χρόνια μείναμε μαζί. Περάσαμε ωραία ζωή, ευτυχισμένη. Έχουν περάσει τόσα χρόνια από το θάνατό του κι εγώ είμαι ακόμη μαζί του. Κουβεντιάζουμε μαζί … Το βράδυ πολλές φορές όταν είμαι στεναχωρημένη, η κουβέντα μαζί του με κάνει να παίρνω θάρρος».
Τώρα έλεγε πως ζει αποκλειστικά με τις αναμνήσεις της, αν και είχε πάντα κοντά της οικογένεια και φίλους στις δύσκολες αυτές στιγμές. Τα στερνά της χρόνια τα πέρασε μακριά από τα καλλιτεχνικά δρώμενα και το αγαπημένο της κέντρο της Αθήνας, πηγαίνοντας να ζήσει στον Διόνυσο, στο σπίτι της αδερφής της.
Εκεί θα περάσει τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής της κάνοντας την τελική σούμα: «Η αλήθεια είναι ότι ώρες ώρες αισθάνομαι και λίγη κούραση. Ε, υπάρχει και λίγη μοναξιά, αλλά μπορώ να πω ότι την αγαπώ τη μοναξιά μου. Άρχισα να την αγαπώ, γιατί σε βοηθάει κάποια στιγμή να κάνεις τον απολογισμό της ζωής σου. Τι πέρασες, πώς έζησες…».
Στις 20 Δεκεμβρίου 2004, απονεμήθηκε στην ίδια και τη Σμαρούλα Γιούλη το θεατρικό έπαθλο «Κυβέλη» για τη συνολική τους προσφορά στο νεοελληνικό θέατρο. Τα τελευταία της χρόνια ταλαιπωρήθηκε πολύ με την υγεία της και μπαινοβγήκε αρκετές φορές στο νοσοκομείο.
Όταν έφυγε από τον κόσμο στις 31 Ιανουαρίου 2011 αθόρυβα, όπως της άρεσε εξάλλου να ζει, όσοι την ήξεραν είπαν πως η Καιτούλα πήγε να βρει τον Γιώργο και την Αλίκη της. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στον ύπνο της και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Τώρα παίζει για τους αγγέλους στη δική τους γειτονιά…