Ένα κινηματογραφικό καρέ που έχει χαρακτεί βαθιά στο μυαλό και την ψυχή, όσων έχουν δει την αριστουργηματική «Λίστα του Σίντλερ».
Ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλιά, που φοράει κόκκινο παλτό, περπατάει μόνο του ανάμεσα στους Γερμανούς στρατιώτες οι οποίοι εκκενώνουν την περιοχή. Ο Σίντλερ παρακολουθεί από μακριά το κορίτσι, το οποίο λίγο αργότερα μεταφέρεται σε καρότσι με πτώματα… Μία σκηνή καταλυτική και βαθιά συμβολική.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ γύρισε την ταινία ασπρόμαυρη, προκειμένου να την αποτυπώσει ως ντοκιμαντέρ. Όμως, έδωσε χρώμα μόνο στο κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό, θέλοντας να συμβολίσει την γενοκτονία των Εβραίων και τα αμέτρητα θύματα των Ναζί.
Το ρόλο του κοριτσιού έπαιξε η Πολωνή ηθοποιός Ολίβια Νταμπρόβσκα, η οποία το 1993, όταν γυρίστηκε η ταινία ήταν μόλις 3 ετών. Μία ταινία, που όπως είπε αργότερα η ίδια, την στιγμάτισε και την τραυμάτισε για πολλά χρόνια.
Είχε υποσχεθεί να μην δει την ταινία μέχρι να ενηλικιωθεί, αλλά αθέτησε την υπόσχεση της και την είδε κρυφά όταν ήταν 11 χρόνων.
«Με τραυμάτισε για πολλά χρόνια, δεν ήθελα να την ξαναδώ»
Τρομοκρατήθηκε από το έργο και για πολλά χρόνια ντρεπόταν που συμμετείχε σε αυτό.
«Το κρατούσα κρυφό για πολύ καιρό, αν και πολλοί συμμαθητές μου το διάβασαν στο ίντερνετ. Είχα εκνευριστεί, γιατί όλοι με ρωτούσαν αν ήξερα τα πάντα για το Ολοκαύτωμα», είχε αναφέρει η Νταμπρόβσκα σε συνέντευξή της στους Times.
Μία από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές είναι εκείνη, όπου ο αξιωματικός των SS, Άμον Γκετ που τον ενσαρκώνει ο Ρέιφ Φάινς, πυροβολεί γυναίκες και παιδιά από το μπαλκόνι του.
«Ήταν τόσο τρομακτικό. Δεν μπορούσα να καταλάβω πολλά, όμως ήμουν σίγουρη ότι δεν ήθελα να ξαναδω πουέ αυτήν την ταινία στη ζωή μου», είχε δηλώσει η Ολίβια.
Τελικά η Νταμπρόβσκα ξαναείδε την ταινία, όταν έκλεισε τα 18, μετά από παρότρυνση φίλων της. Η γνώμη της για το έργο άλλαξε καθοριστικά, καθώς πια μπορούσε να αντιληφθεί την ιστορικό της νόημα «Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να είμαι περήφανη που συμμετείχα. Ο Σπίλμπεργκ είχε δίκιο. Έπρεπε να μεγαλώσω για να δω το έργο».
Η ταινία ήταν βασισμένη στη ζωή του Όσκαρ Σίντλερ, ενός απατεωνίσκου, πρώην πράκτορα των Ναζί, που όμως στο τέλος έσωσε από τα κρεματόρια περισσότερους από 1.200 Εβραίους κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
Κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών στις 15 Δεκεμβρίου 1993. Απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούςκαι έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αποφέροντας 321,3 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως.Έλαβε 12 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Νίσον και Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Φάινς, κερδίζοντας 7, ανάμεσά τους για Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία και Διασκευασμένου Σεναρίου. Βραβεύτηκε επίσης με 7 βραβεία BAFTA και 3 Χρυσές Σφαίρες.
Υπήρξε πραγματικά το κορίτσι με το κόκκινο παλτό;
Είναι άγνωστο αν το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό υπήρξε πραγματικά. Αλλά στο γκέτο έζησε ένα κοριτσάκι με κόκκινο παλτό, η ξαδέρφη του σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι.
Το όνομά της είναι Ρόμα Λιγκόκα και γεννήθηκε στην Κρακοβία της Πολωνίας το 1938.
Ζούσε με τους γονείς της στο γκέτο των Εβραίων, ωστόσο, κατάφερε να διαφύγει με τη μητέρα της μέσα από ένα τούνελ, όταν το εκκένωσαν οι Ναζί, εξολοθρεύοντας χιλιάδες.
Ζήτησαν βοήθεια από μια οικογένεια Πολωνών, οι οποίοι τους φιλοξένησαν και τους παρουσίαζαν ως συγγενείς τους.
Η Λιγκόκα θυμάται ότι στο γκέτο φορούσε ένα κόκκινο παλτό, το οποίο μόλις είδε η Πολωνή γυναίκα που της έσωσε τη ζωή, είπε: «Μα τι γλυκιά φραουλίτσα είσαι εσύ!»
Έβαψαν τα μαλλιά της ξανθά και για πολύ καιρό, φοβούνταν ότι οι Γερμανοί θα τις ανακάλυπταν.
Τελικά όμως επέζησαν μέχρι το τέλος του πολέμου και η Λιγκόκα ακολούθησε τον ξάδερφό της Ρομάν Πολάνσκι, στην show biz, εργαζόμενη ως ενδυματολόγος.
Από πολύ μικρή είχε ως είδωλό της τον Πολάνσκι. Έγινε μοντέλο για ένα διάστημα και έκανε θραύση στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Πολωνίας. Όταν είδε τη «Λίστα του Σίντλερ», επικοινώνησε με τον Σπίλμπεργκ, ο οποίος δήλωσε συγκινημένος όταν τη γνώρισε.
Το 2003 κυκλοφόρησαν τα απομνημονεύματά της, με τίτλο «The Little Girl in the Red Coat». «Έχουν περάσει 70 χρόνια απ’ το τέλος του πολέμου, αλλά το τραύμα είναι ακόμα ζωντανό για την Λιγκόκα: «Ακόμα φοβάμαι. Υποφέρω από αϋπνίες και κατάθλιψη. Συχνά τρομάζω όταν κάποιος χτυπάει την πόρτα», είχε πει τότε η ίδια.