Ο μπαμπάς μου ήταν 40 χρονών όταν παντρεύτηκε τη μαμά μου, η οποία ήταν μόλις 18.
Ο πατέρας μου ήταν πολύ επιτυχημένος τραπεζίτης και είχε ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση λίγα χρόνια πριν αισθανθεί έτοιμος να κάνει οικογένεια.
Η αναζήτηση της κατάλληλης συζύγου τον οδήγησε στη μητέρα μου. Γεννήθηκα ένα χρόνο αργότερα και δύο χρόνια μετά από μένα η μητέρα μου έφερε στη ζωή δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
«Ήμασταν μία αγαπημένη και ευτυχισμένη οικογένεια όταν ο μπαμπάς μου ήταν σπίτι, όταν όμως ήταν στη δουλειά η μητέρα μου με έβαζε να φυλάω τα δίδυμα για να πάει στις φίλες της να παίξει χαρτιά. Επέστρεφε λίγο πριν τις 6 το απόγευμα και με έβαζε να μαγειρεύω, ενώ εκείνη έμπαινε να κάνει μπάνιο. Μόλις άκουγε την πόρτα του γκαράζ να ανοίγει, έβαζε κάτι πρόχειρο και πήγαινε στην κουζίνα για να νομίζει ο πατέρας μου ότι μαγείρευε εκείνη. Δεν με πείραζε όμως. Όταν ο μπαμπάς επέστρεφε, η μαμά μου γινόταν η πιο υπέροχη μαμά στον κόσμο.
Όταν πήγαινα στην πέμπτη δημοτικού και τα αδέρφια μου στην τρίτη, ο μπαμπάς μου άνοιξε υποκατάστημα σε άλλη χώρα και έπρεπε να πάει για να το διευθύνει τουλάχιστον στις αρχές. Και τα τρία παιδιά θέλαμε να πάμε με το μπαμπά, αλλά η μητέρα μου δεν ήθελε να μετακομίσει. Είπε πως δεν ήθελε να αφήσει τη μαμά της που ήταν μεγάλη σε ηλικία και άρρωστη. Εγώ πάλι πιστεύω πως δεν ήθελε να χάσει τις φίλες της και το τζόγο. Ο μπαμπάς έδειξε κατανόηση και είπε ότι θα μας έστελνε κάθε μήνα χρήματα, ενώ κάθε δύο μήνες θα ερχόταν να μας βλέπει. Επίσης είπε ότι μπορούσαμε να πηγαίνουμε και εμείς να τον βλέπουμε στις σχολικές μας διακοπές μέχρι να γίνει καλά η γιαγιά και να μπορεί να έρχεται και η μαμά μας.
Από την πρώτη στιγμή που ο πατέρας μας έφυγε, η μητέρα μου έγινε ο χειρότερος εφιάλτης και αυτό κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια.
Ο μπαμπάς μου πριν φύγει άνοιξε από ένα τραπεζικό λογαριασμό στον καθένα μας για να μας στέλνει λεφτά, αλλά η μητέρα μου την επόμενη κιόλας μέρα πήρε τις κάρτες και των τριών μας τάχα μου για να τις φυλάξει και δεν μας άφηνε φράγκο μέσα. Τα έπαιζε όλα στα χαρτιά.
Ξεχνούσε να πάει για ψώνια αφήνοντας μας και τα τρία παιδιά νηστικά. Μοναδική της έγνοια ήταν πότε θα πάει να παίξει. Μας έστελνε στο σχολείο χωρίς να έχουμε φάει τίποτα και όταν ο μπαμπάς τηλεφωνούσε για να δει αν είμαστε καλά στεκόταν με ένα σκουπόξυλο λίγο παραπέρα και μας κοιτούσε απειλητικά σαν να μας έλεγε ότι αν λέγαμε στο μπαμπά μας την αλήθεια θα μας χτυπούσε.
Υπήρχαν φορές που μας ανάγκαζε να ζητάμε από τον πατέρα μας επιπλέον χρήματα επειδή θέλαμε να αγοράσουμε κάποιο παιχνίδι ή για να πάμε εκδρομή με το σχολείο και όταν ο μπαμπάς τα έστελνε, μας τα έπαιρνε και έβγαινε έξω να τα φάει στα μπαράκια.
Λίγο αργότερα γνωρίστηκε με κάποιον. Τον έφερνε σπίτι νύχτα και έφευγε το επόμενο πρωί.
Μία μέρα αυτός έφερε μαζί και τους φίλους του και έκατσαν όλοι στην αυλή. Ήταν όλοι τους μεθυσμένοι και εμείς που θέλαμε να πάμε σχολείο, δεν τολμούσαμε να βγούμε να περάσουμε από μπροστά τους. Καθόμουν πίσω από την πόρτα ενώ τα αδέρφια μου ήταν στο δωμάτιό τους και περίμενα πότε θα φύγουν για να μπορέσουμε επιτέλους να φύγουμε και εμείς. Τότε είδα τον αδερφό μου να κατεβαίνει τα σκαλιά με μάγουλο γδαρμένο και γεμάτο αίματα. Πήγα κοντά του και τον ρώτησα τι συνέβη. Μου είπε ότι ο φίλος της μητέρας μου τον είχε χτυπήσει και είχε πάει με το ζόρι τη μικρή μας αδερφή στο μπάνιο. Εκείνος προσπάθησε να τον σταματήσει και τον χαστούκισε.
Ήμουν μόνο 14 ετών, αλλά με όλη τη δύναμη που είχα μέσα μου έσπασα την πόρτα του μπάνιου και τον χτύπησα με το σίδερο σιδερώματος. Ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν πρόλαβε να αντιδράσει και έπεσε κάτω. Ευτυχώς έφτασα έγκαιρα πριν βιάσει την αδερφή μου.
Πήρα τα παιδιά και φύγαμε τρέχοντας από το σπίτι για να πάμε σχολείο. Όταν ο δάσκαλος του αδερφού μου είδε το μάγουλό του τον ρώτησε τι συνέβη και του είπαμε όλη την αλήθεια. Μας κάλεσε στο γραφείο του και πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου, ο οποίος ήρθε με το πρώτο αεροπλάνο. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινιασμένο όταν έφτασε στο σχολείο. Μας πήγε και τα τρία παιδιά στο νοσοκομείο για να σιγουρευτεί ότι ήμασταν καλά.
Ευτυχώς δεν είχε συμβεί τίποτα το ανεπανόρθωτο στην αδερφή μου. Ο γιατρός περιποιήθηκε το τραύμα του αδερφού μου και στη συνέχεια πήγαμε με τον πατέρα μας στην αστυνομία για να καταγγείλουμε το περιστατικό. Το περιπολικό που έφτασε σπίτι για να συλλάβει τον άντρα αυτόν βρέθηκε μπροστά στο εξής σκηνικό: όλοι οι μεθυσμένοι φίλοι του εραστή της μητέρας μου είχαν φύγει ενώ εκείνη και ο εραστής της κοιμόντουσαν μεθυσμένοι και γυμνοί στο σαλόνι.
Μαζί στο σπίτι ήρθαν και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια της μητέρας μου που όταν είδαν την κατάστασή της ντράπηκαν τόσο που πήραν ένα ρούχο και κάλυψαν τα επίμαχα σημεία της μητέρας μου και του φίλου της.
Ο πατέρας μου ζήτησε από τους αστυνομικούς να φύγουν και να ξαναέρθουν το πρωί να τους συλλάβουν όταν θα είχαν ξεμεθύσει.
Το πρωί εκείνος ξύπνησε πριν τη μητέρα μου. Ήταν φανερά τρομοκρατημένος και μετανιωμένος. Οι αστυνομικοί τον πήραν για ανάκριση και δεν τον ξαναείδα από τότε. Η μητέρα μου δεν είπε λέξη. Απλά ντύθηκε και πήγε στο αστυνομικό τμήμα, όπου εκτός από τον εραστή της είχαν οδηγήσει εκεί και τους φίλους του. Και η μητέρα μου και ο φίλος της καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση. Ο μπαμπάς μου πούλησε το σπίτι, πήρε διαζύγιο από τη μητέρα μου και μας πήρε μακριά στο καινούργιο του σπίτι.
Σήμερα είμαι 19 χρονών και δευτεροετής στο πανεπιστήμιο. Εκτός αυτού είμαι τρισευτυχισμένη που είμαι με το μπαμπά μου και με τα αδέρφια μου και μπορώ να πω ότι μεγαλώνουμε επιτέλους καλά.
Ο μπαμπάς μου είναι κάτι περισσότερο από πατέρας για εμάς. Είναι πατέρας και μητέρα μαζί, ο καλύτερός μας φίλος, ο βράχος μας. Ό, τι δεν ήξερε έκατσε και το έμαθε: να πλένει, να μαγειρεύει, να μας φτιάχνει τα μαλλιά και όλα εκείνα που κάνουν οι μαμάδες.
Ο αδερφός που εξακολουθεί να έχει μία ουλή στο μάγουλο του και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Σημασία έχει το ότι είμαστε αυτοί που είμαστε χάρις στον μπαμπά μας που είναι πραγματικός ήρωας.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ ξανά. Αφιέρωσε όλο του το χρόνο στη δουλειά του και σε εμάς και δεν άφησε χρόνο για τον εαυτό του.
Καθώς σας γράφω την ιστορία μας ακούω την πόρτα να ανοίγει και ξέρω ότι είναι ο μπαμπάς μου. Τα μαλλιά του είναι πλέον γκρίζα, αλλά δεν με νοιάζει. Εύχομαι να ζήσει για πάντα και να γνωρίσει μία καλή γυναίκα και να ξαναπαντρευτεί. Εμείς κάποια στιγμή που θα μεγαλώσουμε λίγο ακόμα θα φύγουμε από το σπίτι. Εκείνος τι θα κάνει; Δεν θέλω να τον αφήσω μόνο του. Του λέω συχνά ότι πρέπει να βρει μία σύντροφο, αλλά μου λέει ότι οι μπαμπάδες δεν έχουν ανάγκη από καμία σύντροφο όταν έχουν δίπλα τους τις κόρες τους.
Σκέφτομαι συχνά τη μαμά μου και λυπάμαι γι’ αυτήν. Μακάρι να μας αγαπούσε το μισό από όσο μας αγαπά ο μπαμπάς μας.
Σας τα λέω όλα αυτά επειδή βαρέθηκα να διαβάζω παντού για απόντες μπαμπάδες που παρατάνε γυναίκα και παιδιά και φεύγουν από το σπίτι ή που κακοποιούν την οικογένειά τους.
Υπάρχουν και εκείνοι οι μπαμπάδες που είναι ευλογημένοι και που τα παιδιά τους είναι τυχερά.
Να εκτιμάτε τους γονείς σας. Κάνουν καθημερινά πολλές θυσίες για εσάς για να έχετε φαγητό, τροφή, στέγη και πάνω απ’ όλα αγάπη.
Πηγή: thenational.com