Πριν από σχεδόν 3 χρόνια, μια 10ετία δηλαδή μετά την πρώτη μας συνάντηση, έπαψε ξαφνικά να μου απαντά. Δεν προηγήθηκε κάποιος καβγάς, καμία προειδοποίηση, τίποτα – απλώς εξαφανίστηκε. Μηνύματα, κλήσεις, e-mail: δεν απάντησε ποτέ σε κανένα απ’ αυτά. Είχε ξεκόψει και από τους υπόλοιπους συμφοιτητές μας. Μπορούσα να μάθω νέα της μόνο από τους καινούργιους της φίλους. Μου είπαν ότι ήταν καλά, απλά δούλευε πολλές ώρες. Δεν είχα ακούσει νέα της για σχεδόν ένα χρόνο.
Όταν κάποιος θέλει να τερματίσει μια σχέση, φαίνεται ότι υπάρχει μόνο ένας εύκολος τρόπος να το πετύχει. Αυτός είναι να μην κάνει απολύτως τίποτα και απλώς να εξαφανιστεί ή να γίνει – για να το πούμε με την τεχνική του ορολογία- «φάντασμα».
Μελέτη έδειξε ότι το 80% των ανθρώπων το έχει υποστεί τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, να χάσει δηλαδή κάποιο φίλο/φίλη/γνωστό/συγγενή απ’ τη ζωή του με αυτή την τεχνική. Το υπόλοιπο 20% κατά πάσα πιθανότητα κατάφερε να το αποφύγει, μάλλον γιατί έγιναν οι ίδιοι πρώτοι «φαντάσματα».
Ανήκω σταθερά στο 80%. Τότε που ήμουν νέα και έκανα συνεχώς νέες γνωριμίες, οι άλλοι εξαφανίζονταν με τέτοια ευκολία και γρηγοράδα απ’ τη ζωή μου, που κάποτε έβαλα το αγόρι μου να μου υποσχεθεί ότι δε θα το έκανε ποτέ ο ίδιος. Έτσι, προτίμησε να με χωρίσει μέσω μηνυμάτων, κάτι που ήταν μεν διαφορετικό, αλλά όχι και το ιδανικό. Αυτό, που δεν περίμενα ποτέ να μου συμβεί ήταν ότι η κολλητή μου θα εξαφανιζόταν με τον ίδιο τρόπο απ’ τη ζωή μου. Έτσι, όταν μετά από σχεδόν μια 10ετία φιλίας, απλώς σταμάτησε να μου απαντά, αυτό με πόνεσε περισσότερο από οποιοδήποτε χωρισμό.
Συναντήθηκα μαζί της πρώτη φορά την πρώτη εβδομάδα των σπουδών μας, όταν μετακομίσαμε στον ίδιο όροφο στη φοιτητική εστία. Δεθήκαμε αμέσως, επειδή είχαμε κοινά ενδιαφέροντα. Πηγαίναμε κάθε βράδυ στο ίδιο μπαράκι και το προσωπικό, που μας είχε μάθει πια, μας κρατούσε το ίδιο τραπέζι. Πόσες φορές την έβαζα για ύπνο μεθυσμένη χωρίς να μπορεί καν να βγάλει τα ρούχα της, πόσες φορές μου κράταγε το κεφάλι πάνω από την τουαλέτα, για να κάνω εμετό. Όταν αποφοιτήσαμε και γυρίσαμε πίσω στα πατρικά μας, μιλούσαμε 2-3 ώρες στο τηλέφωνο κάθε μέρα.
Πριν από σχεδόν 3 χρόνια, μια 10ετία δηλαδή μετά την πρώτη μας συνάντηση, έπαψε ξαφνικά να μου απαντά. Δεν προηγήθηκε κάποιος καβγάς, καμία προειδοποίηση, τίποτα – απλώς εξαφανίστηκε. Μηνύματα, κλήσεις, e-mail: δεν απάντησε ποτέ σε κανένα απ’ αυτά. Είχε ξεκόψει και από τους υπόλοιπους συμφοιτητές μας. Μπορούσα να μάθω νέα της μόνο από τους καινούργιους της φίλους. Μου είπαν ότι ήταν καλά, απλά δούλευε πολλές ώρες. Δεν είχα ακούσει νέα της για σχεδόν ένα χρόνο.
Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα τί να κάνω. Πάντα απευθυνόμουν σε εκείνη, όταν κάτι στραβό μου συνέβαινε, όταν χώριζα, όταν στεναχωριόμουν και τώρα ήταν αυτή, που εξαφανίστηκε. Ήθελα να κάτσω στο κρεβάτι μου και να τηλεφωνήσω σε κάποιον να του πω τον πόνο μου, αλλά δεν είχα ιδέα σε ποιον. Ήμουν πληγωμένη και πολύ μπερδεμένη.
Για την κοινωνία το να ξεκόβουν δυο φίλοι δεν πονάει το ίδιο με το να χωρίζει ένα ζευγάρι.
Κι όμως, όταν ξεκόβεις από έναν καλό σου φίλο, περνάς από τα ίδια στάδια με το αν χωρίσεις από το αγόρι σου. Η δυσπιστία, το να αναρωτιέσαι τί έκανες λάθος, οι ατέλειωτες ενοχές και η αίσθηση ότι τα έκανες μαντάρα. Αναρωτιέσαι αν θα καταφέρεις να κρατήσεις τους υπόλοιπους φίλους σου και ανησυχείς ότι αν γυρίσεις σ΄ αυτούς, για να νιώσεις καλύτερα, θα νιώθουν σαν να τους ζητάς να επιλέξουν πλευρά και θα ξεκόψουν κι εκείνοι με τη σειρά τους. Πρέπει να βρεις ένα τρόπο να προχωρήσεις, αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο.
Δεν ξανάκουσα ποτέ νέα της. Η επί δέκα χρόνια κολλητή μου, ο άλλοτε δικός μου άνθρωπος επέλεξε να εξαφανιστεί. Δεν νομίζω ότι το ’χω ξεπεράσει, ακόμη και τώρα. Εγώ ήμουν αυτή, που πάντα έπαιρνε την πρωτοβουλία και την έπαιρνε πρώτη τηλέφωνο, γι’ αυτό αποφάσισα να το αφήσω στην τύχη του και να δω, πόσο καιρό θα της έπαιρνε να επικοινωνήσει εκείνη πρώτη μαζί μου. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος και ούτε φωνή ούτε ακρόαση λες και περίμενε να κάνω εγώ την κίνηση πρώτη, όπως πάντα. Η απάθειά της μου την έδωσε στα νεύρα.
Ένιωθα πραγματικά θυμωμένη στην αρχή, σαν να με είχε εγκαταλείψει κάποιος στον οποίο πίστευα ότι μπορούσα να βασιστώ. Με την πάροδο του χρόνου μου πέρασε ο θυμός, αλλά είμαι ακόμα λυπημένη και μπερδεμένη.
Όταν αρραβωνιάστηκα, μου έστειλε κάρτα ζητώντας συγγνώμη, που είχε χαθεί, αλλά ήμουν πολύ πληγωμένη, για να τα ξαναβρούμε. Έχουμε τώρα την ίδια σχέση, που έχω με τους πρώην μου: κανα «like» στο Facebook και αυτό είναι όλο.
Είναι αναπόφευκτο με την πάροδο των χρόνων ορισμένες φιλίες να τερματιστούν. Το άτομο, που αγαπούσες, όταν ήσασταν 18 ετών και που τα πίνατε παρέα μπορεί να μην είναι το ίδιο πρόσωπο, που θα ‘θελες στη ζωή σου τώρα, που πλησιάζεις τα 30. Όχι, όμως, και να χαθεί σα «φάντασμα». Όπως και να το κάνεις είναι μια ιδιαίτερα σκληρή εμπειρία.
Ήμουν τυχερή μέσα στην ατυχία μου: σε αντίθεση με τότε, που ήμουν 20 χρονών, τώρα έχω έναν άντρα στο πλευρό μου, που ξέρω ότι θα είναι εδώ ό, τι και να συμβεί και στον οποίο μπορώ να απευθυνθώ και να κλάψω για όποιον εξαφανίστηκε αναίτια απ’ τη ζωή μου. Κατανοεί ότι θα έπρεπε να παίρνουμε πιο σοβαρά τα φαινόμενα φίλων, που ξεκόβουν μεταξύ τους «έτσι», χωρίς λόγο και αιτία. Μπορεί αυτού του είδους οι χωρισμοί να μην έχουν δώσει υλικό για ταινίες και σήριαλ, που βλέποντάς τα τσακίζεις 5 κιλά παγωτό και κλαις με μαύρο δάκρυ μπαίνοντας στη θέση του πρωταγωνιστή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τέτοιου είδους χωρισμοί δεν πονάνε.
Όλοι γνωρίζουμε ότι πρέπει να υποστηρίξουμε και να ενθαρρύνουμε την κοπέλα της οποίας ο φίλος χάθηκε ξαφνικά απ’ τη ζωή της. Είναι καιρός να το κάνουμε και για ανθρώπους των οποίων οι φίλοι έγιναν ξαφνικά «φαντάσματα».