Η ζωή μου αχ… Θα με έλεγα άνετα καταραμένη… Αν δεν είχα δει τόσες τύχες στις ατυχίες μου… Η γέννηση μου επεισοδιακή. Εξαμηνίτικο βάρους 1.200 γρ. Όλοι έλεγαν δεν θα ζήσω κι όμως έζησα… Μέχρι να αποδείξω ως νεογέννητο ότι μπορώ να τα καταφέρω εγκαταλείφθηκα από τη μητέρα μου 3 φορές… Μια έξω από το ταχυδρομείο όπου με αναγνώρισε η γειτόνισσα… Μια σε ταξί όπου ο ταξιτζής με επέστρεψε στην πολυκατοικία όπου την άφησε και την αναζήτησε όπου πάλι με αναγνώρισαν. Η τρίτη φορά ήταν και η τελευταία. Με εγκατέλειψε στο διαμέρισμα τρεις ολόκληρες μέρες μόνη μου όπου οι κραυγές μου κάποια στιγμή ανησύχησαν τους γείτονες όπου ενημέρωσαν τον πατριό της και εκείνος με την σειρά του έσπασε την πόρτα και με ανέλαβε υιοθετώντας με νόμιμα….
Μεγάλωσα γνωρίζοντάς την ως αδερφή μου και τη λάτρευα… Δεν έμενε μαζί μας και μου έλειπε πολύ… Συχνά με έκλεβε Παρασκευές απ’ το σχολείο μιας και ο μπαμπάς δεν επέτρεπε να με έχει ούτε στιγμή. Και με επέστρεφε Κυριακή απόγευμα… Βέβαια και πάλι δεν τη χόρταινα. Δούλευε νύχτα, με άφηνε μόνη στο ξενοδοχείο τη νύχτα και τη μισή μέρα κοιμόταν όμως απ’ το τίποτα μου ήταν αρκετό μιας και στο σπίτι η αγάπη που εισέπραττα ήταν του μπαμπά και περιορισμένη… Δεν έφταιγε εκείνος που δεν μπορούσε να με αγκαλιάσει. Κουβαλούσε ασθένειες που απαγορευόταν να πιω απ’ το ποτήρι του, να φάω απ’ το πιάτο του με τα δικά του μαχαίρια, κουταλιά, σεντόνια, πετσέτες… Η αγάπη του ήταν εξ αποστάσεως κι όμως την ένιωθα… Κι εγώ τον αγαπούσα πολύ, δεν επιτρεπόταν όμως να του το δείξω με “αγκαλιές”. Του το έδειχνα με την υπακοή και το σεβασμό μου…
Η μαμά, δηλαδή η γιαγιά μου, σκληρός άνθρωπος, ενάμιση μέτρο μπόι… Κι όμως πολύ σκληρή, πολύ δυνατή χωρίς αγκαλιές για μένα! Με έβγαλε στα παζάρια από τα 6 μου χρόνια… Μετά το σχόλασμα του σχολείου και το Σάββατο από τις 4 τα χαράματα συχνά με κρύο νερό τραβώντας παπλώματα και πιτζάμες για να σηκωθώ… Με άφηνε ολομόναχη σε πάγκους και δεν έχαναν την ευκαιρία οι ανώμαλοι να με πλησιάζουν… Ήξερα πως φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσα «μαμά» τους έκανε και έτρεχαν, δεν ξέρω πως, αλλά έπιανε… Δεν ξέρω πως δεν μου ‘τυχε κάτι χειρότερο από κάποιον έξυπνο… Ήμουν τυχερή!
Παιδική ηλικία μόνο με την “αδερφή” μου ζούσα… Όσο και όταν γινόταν το κλέψιμο!
Είχα και ατύχημα, το οποίο με ανάγκασε να μένω μήνες στα νοσοκομεία… Από ένα «γύρω γύρω» ενός κοριτσιού που ξαφνικά άφησε τα χέρια της και έπεσα κάτω… Απέκτησα ρήξη αριστερού νεφρού εκ του οποίου αιματουρία, εμετοί και πυρετοί, σημάδια για να με κρατούν υπό παρακολούθηση… Απ’ την ηλικία των 9 ετών έως και τα 12 μου… Μπήκε στη θέση του μόνο του εκ θαύματος! Μιας και η λύση που πρότειναν οι ιατροί ήταν μέσω της σπονδυλικής στήλης χωρίς νάρκωση, την οποία δεν δέχτηκα…
Στα νοσοκομεία ήμουν πάντα μόνη με τη μαμά και την “αδερφή” απλούς επισκέπτες… Με φρόντισαν άλλες μαμάδες όπου με γνώρισαν από το ένα και μοναδικό τηλέφωνο της πτέρυγας… Έγινα τηλεφωνήτρια με τον ορό στο χέρι… Πάντα περίμενα δικό μου τηλεφώνημα, το οποίο δυστυχώς δεν χτύπησε ποτέ… Όμως αυτές οι μαμάδες που ήταν μέρα νύχτα στο προσκέφαλο του παιδιού τους μοιράστηκαν μαζί μου κόμικς, μαρκαδόρους, παντόφλες, με έπλυναν, με έντυσαν όταν ανέβαζα πυρετό τη νύχτα, καλούσαν τις νοσοκόμες… Τους χρωστάω πολλά ευχαριστώ που με είδαν σαν παιδί τους!!
Πάντα παραπονιόμουν πως η μαμά δε μ’ αγαπάει… Ποτέ δεν με καταλάβαινε, ποτέ δεν με αγκάλιαζε, ποτέ, ποτέ, ποτέ… Πάντα με πίεζε πιο πολύ… Πάντα θέλοντας και μη, έπρεπε να την ακολουθάω… Τότε σαν παιδί δεν έβλεπα… Αυτά τα βλέπω σήμερα και την ευχαριστώ από την καρδιά μου… Ήταν σαν να ήξερε το μέλλον και με ετοίμαζε για τον κόσμο… Όχι απ’ την ενηλικίωσή μου αλλά από τη φρέσκια εφηβεία μου των 12!!!
Ένα μήνα μετά τα γενέθλιά μου ετών 11 και μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα έζησα μπροστά μου το θάνατο του μπαμπά μου… Η μαμά κλείστηκε στην τουαλέτα. Αν και με τόσες σπουδές νοσηλεύτριας και γνώσεις εμπειρίας κλειδώθηκε κλαίγοντας και ουρλιάζοντας και έμεινα εγώ μόνη να τον βλέπω να παλεύει για μια ανάσα και δεν ήξερα πως να τον βοηθήσω… Πήρα το 166, νόμιζαν πως έκανα πλάκα… Τους φώναζα «Ο μπαμπάς μου πεθαίνει». Μετά έπιασα την ατζέντα και κάλεσα παντού. Πιο γρήγορα έφτασαν οι συγγενείς απ’ το ασθενοφόρο, όπου ήταν πολύ αργά πια.
Έψαξα στα συρτάρια μου για μαύρα ρούχα, ντύθηκα και έφυγα, πήγα στην κολλητή μου… Ούτως ή άλλως ήταν σαν να μην υπήρχα εκεί… Δεν άντεχα να δω το υπόλοιπο της διαδικασίας. Η κολλητή μου προσπαθούσε να με γαργαλήσει να πάψω να κλαίω… Ενώ μέχρι τότε έκανε κίνηση και πέθαινα στα γέλια, από τότε έπαψα να γαργαλιέμαι. Χάθηκε η γη, η ζωή μου, δεν είχε νόημα. Η μόνη μου ελπίδα ήταν η “αδερφή” μου που λίγους μήνες μετά έφυγε για το εξωτερικό αναγκαία… Έχασα εν ζωή και μη, τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που με αγαπούσαν και το ένιωθα…
Μετά το δεύτερο συμβάν με τη μαμά χάσαμε τελείως την επικοινωνία μας. Έπαψα να την ακολουθώ στα παζάρια και γενικά τότε ξεκίνησε ο ξυλοδαρμός μου που βέβαια προϋπήρχε στην παιδική μου ηλικία αλλά υπήρξε η παύση λόγω του ατυχήματός μου και ξαναεμφανίστηκε… Με ζώνη που πρωτού τη νιώσω στην πλάτη και στα πόδια τη δίπλωνε και την κοπανούσε να μου δείξει πόσο γερή είναι… Έπαιρνε κλαδιά από ελιές και καθαρίζοντάς τα από τα φύλλα τα δοκίμαζε στα πόδια και στα χέρια… Κι όταν αποφάσισα πως τέλος το ξύλο στα 12 απλά της κράτησα τα χέρια και της είπα τέλος ενώ πριν λίγο με είχε βουτήξει απ’ το μαλλί και με έφερνε σβούρες… Τότε είπε στον κόσμο πως τη βαράω και ζητούσε κάποιος να με τιθασεύσει… Όπως και ήρθε ο “θείος” και χωρίς λόγο και αιτία μέσα στο δωμάτιο μου με ξυλοφόρτωσε…
Από τότε δεν την ήθελα… Ναι το παραδέχομαι. Από το θάνατο του μπαμπά δεν ήμουν το καλύτερο παιδί… Ναι οκ όμως γιατί; Γιατί σε μένα; Έβλεπα τους συμμαθητές μου. Οι γονείς τους να πηγαίνουν στο σχολείο, να παίρνουν τους ελέγχους ενώ εγώ πάντα περίμενα τελευταία για να δουν ότι δε θα έρθει κανένας και να τον πάρω λες και είχε σημασία για κανέναν άλλον εκτός από μένα… Μαμάδες να διοργανώνουν πάρτι στα παιδιά τους κι εγώ πάντα είτε ακάλεστη είτε χωρίς δώρο δεν πήγαινα… Γιατί εγώ να μην είχα μια μαμά που να νοιαζόταν για μένα; Αγοροκόριτσο, είχα καταντήσει αγρίμι… Στις παρέες δεν ήθελα να με βλέπει κανένας σαν κορίτσι, γυναίκα… Δεν ήθελα να είμαι όμορφη και περιποιημένη. Μάλλον δεν ήξερα τον τρόπο να είμαι κορίτσι αλλά να με σέβονται… Γι’ αυτό η καλύτερή μου άμυνα ήταν η επίθεση… Ούτως ή άλλως δεν υπήρχε κανείς να με προστατέψει να με υπερασπιστεί… Η μαμά με έδιωχνε συχνά από το “σπίτι” της… Όπου μια μέρα το έκανα πράξη κι όταν είδα πως μπορώ να επιζήσω είχε επαναληφθεί πολλές φορές… Την πρώτη φορά με βρήκε μετά από 3 μέρες σε ένα πάρκο, με βούτηξε απ’ τα μαλλιά και με πήγε στο τμήμα παρατώντας με και λέγοντας τους «Τη βρήκα την π@τανα, βάλτε τη στο ίδρυμα»… Οι αστυνομικοί μετά μου έλεγαν να γυρίσω σπίτι. Το έκανα και με ξαναέδιωχνε μετά από κάποιο διάστημα…
Υπήρχαν μέρες στο δρόμο, στις παρέες που πέρα από τον κίνδυνο να με δουν σαν γυναίκα. Ήμουν νηστική για μέρες και επιτήδειοι φίλοι μου ζητούσαν ανταλλάγματα πονηρά για ένα σουβλάκι… Έπαιρνα το σουβλάκι αλλά εξαφανιζόμουν μέσα από το μαγαζί…
Άλλες φορές περίμενα ξημερώματα έξω από φούρνους και περίπτερα να κλέψω λίγο ψωμί και γάλα… Αυτό ήταν το γεύμα μου. Έβλεπα συμμαθητές απ’ το σχολείο και με ρωτούσαν γιατί δεν πήγαινα. Τι να τους πω; Πως ήμουν άπλυτη, πως δεν είχα άλλα ρούχα να αλλάξω, πως δεν είχα τσάντα ή ότι ζούσα στο δρόμο; Δεν τολμούσα να πω κουβέντα… Απλά τι να το κάνω το σχολείο; Βαριέμαι… Κι ας το αγαπούσα… Οι νύχτες μου ήταν με παρέες όπου έμαθα να καπνίζω… Μέχρι τις δύο ή τρεις τα ξημερώματα… Από αυτούς λίγοι ξέρανε πως μένω στο δρόμο… Όποτε αποχαιρετιόμασταν για να πάμε σπίτια μας ενώ εγώ τριγύρναγα μέχρι να βρω μέρος χωρίς κόσμο να κοιμηθώ λιγάκι μέχρι το ξημέρωμα να γευματίσω… Το Σαββατοκύριακο ήταν δύσκολο, ήταν οι μέρες που δεν υπήρχε τίποτα στα περίπτερα ούτε στους φούρνους… Ήταν οι μέρες σκληρής πείνας… Τέτοιας που ήταν σα να ζούσα το παραμύθι «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»… Και στο κρύο ήμουν… Και γαλοπούλες ονειρευόμουν… Αχ… Μέχρι και στους φούρνους γύρευα μπαγιάτικο ψωμί τάχα για το σκυλί μου και δεν μου ‘δίναν… Δύσκολες μέρες… Και μέσα στην απελπισία ξαναζήταγα να επιστρέψω σπίτι… Και μετά από καιρό πάλι τα ίδια… Ουφ…
Και για τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι που έμαθα τις σχέσεις και πριν τις σχέσεις, τις απόπειρες βιασμού μου… Ενώ δεν ανοιγόμουν στις σχέσεις. Πίστευα πως είναι ο άνθρωπός μου… Πως ανήκω κάπου… Ήμουν αθώα… πολύ αθώα… Με εκμεταλλεύτηκαν, με χώριζαν όταν με βαριόντουσαν, προτιμούσαν τις πιο θηλυκές φίλες μου και με ταπείνωναν… Τι έψαχνα; Ένα σπίτι… Ασφάλεια… Οικογένεια, ετών 14! Παράλογο θα μου πείτε… Όμως εγώ δεν μπορούσα να διεκδικήσω τίποτα άλλο… Έκανα προσπάθειες να μπω σε ανάδοχες, μα ο εισαγγελέας και η κοινωνική λειτουργός απέρριψαν το αίτημά μου. Μόνο αυτό μου έμεινε να ποθώ, να νοσταλγώ, να θέλω!
Φυσικά η ζωή μου δεν εξελίχθηκε ακριβώς όπως θα ήθελα. Έγιναν πολλές νομότυπα παρανομίες εις βάρος μου και ήμουν ένα παιδί που μέχρι και ο ίδιος ο νόμος με τους λειτουργούς τους μόνο κακό ‘θελαν να μου κάνουν. Ποτέ να ακολουθήσουν έστω και τυπικά το γράμμα του νόμου πόσο μάλλον οι σύντροφοι που έψαχνα να κάνω οικογένεια όπου με έβλεπαν σάκο του μποξ… Πόσες απόπειρες να πεθάνω… Τα δοκίμασα όλα… Ποτέ όμως ναρκωτικά ούτε να πουλήσω το κορμί μου… Αυτά ήταν τα ηθικά του μπαμπά που μου έμαθε… Οι απόπειρες γίνονταν αυτολύπηση, αυτοκαταστροφή, όπου βέβαια σταμάτησαν ως δια μαγείας από τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού!
Οικογένεια απέκτησα χωρισμένη μεν… Όπως με τη δική μου οικογένεια… Δύσκολα χωρίς κανέναν στη ζωή πλέον… ( αν και όσο ζούσε η μαμά και η “αδερφή” μου ένιωθα πολύ καλύτερα κι ας ήμουν στο δρόμο).
Θα παλέψω όπως πάλεψα απ’ την ώρα που γεννήθηκα. Θα παλέψω για τα μωρά μου, για τη ζωή μου… Ακόμα και τώρα όπως και πριν… Και κάπου εδώ θα ευχαριστήσω την πλέον εδώ και χρόνια συγχωρεμένη μάνα μου που από τα έξι μου χρόνια με έμαθε με αυτόν τον σκληρό τρόπο να παλεύω, να ανοίγω το μυαλό μου σε πολλές κατευθύνσεις επιβίωσης και για το σπίτι που μου άφησε δουλεύοντας νύχτα μέρα… Ίσως να μην πήρα την αγκαλιά της, ίσως να μην άκουσα το σ’ αγαπώ της όμως μέσα από όσα με οδήγησε να ζήσω, έμαθα να μην το βάζω κάτω και σε κάθε ατυχία να βλέπω τη λίγη τύχη… Σε κάθε κακό να βρίσκω το λίγο καλό…
Ευχαριστώ μαμά! Ευχαριστώ τους πολύ λίγους ανθρώπους που νοιάστηκαν πραγματικά για μένα… Για τις μέρες που έψαχνα αγκαλιά να κλάψω και υπήρξε αυτό το τηλεφώνημα που με έκανε να νιώθω πως κάποιος με σκέφτεται… Ευχαριστώ
Δέσποινα