Μερικές φορές, οι πιο αθώες από τις καθημερινές διατροφικές μας συνήθειες μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά επιβλαβείς για τον οργανισμό, λόγω των συστατικών τους.
Το σοκολατούχο γάλα, τα smoothies ή το μπέικον είναι μερικά από τα τρόφιμα που περιέχουν απαγορευτικά ποσοστά ζάχαρης, αλατιού και κορεσμένων λιπαρών. Ακόμα και η απόλαυση που μας προσφέρει μια σοκολάτα μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη, καθώς περιέχει πάνω από το 150% της καθημερινής συνιστώμενης διατροφικής ποσότητας για έναn ενήλικα.
Ανάμεσα στα προϊόντα που κατατάσσονται επίσης στην κατηγορία των ανθυγιεινών φαγητών είναι τα συσκευασμένα κρέατα και τα έτοιμα φαγητά, όπως οι πίτσες και οι πίτες.
Ο Μαρκ Ισαρκ, Βρετανός διατροφολόγος, διεξήγαγε μια έρευνα στη χώρα του και διαπίστωσε ότι πολλά από τα προϊόντα που βρίσκονται στα ράφια των σουπερμάρκετ υπερβαίνουν κατά πολύ τα ποσοστά της θρεπτικής αξίας που χρειάζεται ένας μέσος ενήλικας. Οπως υπογραμμίζει:
«Η μακροπρόθεσμη υγεία μας ξεκινά από τα προϊόντα που βάζουμε στο καλάθι με τα ψώνια. Ενα σημαντικό μέρος των προϊόντων περιέχει μεγαλύτερο ποσοστό ζάχαρης, αλατιού και λίπους απ’ ό,τι χρειάζεται καθημερινά ο οργανισμός μας. Αυτές οι τροφές μπορούν να αποδειχθούν καταστροφικές για την υγεία μας».
Ο Ισαρκ αναφέρει ως παράδειγμα τα smoothies και το σοκολατούχο γάλα, που σε κάποιες περιπτώσεις περιέχουν περισσότερη ζάχαρη από τα κοινά αναψυκτικά και χάνουν έτσι τη διατροφική τους αξία. Το ίδιο παρατηρείται στα συσκευασμένα κρέατα και τις πίτσες, που περιέχουν μεγάλες ποσότητες άλατος και κορεσμένου λίπους οι οποίες υπερκαλύπτουν τις καθημερινές ανάγκες του οργανισμού.
Ο διατροφολόγος θεωρεί ότι οι παραγωγοί και οι έμποροι τροφίμων, στην προσπάθειά τους για μεγαλύτερο κέρδος, ξεχνούν να ενημερώσουν τον καταναλωτή για τη διατροφική αξία των τροφίμων: «Αναγράφουν στα προϊόντα τις διατροφικές αξίες μόνο για ένα μέρος των τροφίμων, δηλαδή για μισή πίτσα, για τέσσερα κομμάτια σοκολάτα ή για ένα τέταρτο της πίτας.
Πρέπει να δίνουν τις διατροφικές πληροφορίες για το συνολικό προϊόν, αλλιώς τα ποσοστά της παχυσαρκίας, του διαβήτη και των καρδιακών νοσημάτων θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν».