Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024
ΠάσχαΓιατί αγαπάω -πάντα αγαπούσα- τη Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα

Γιατί αγαπάω -πάντα αγαπούσα- τη Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα

Για το ασβέστωμα των αυλών, των πεζουλιών και των κορμών των «κατοικίδιων» δέντρων μας: της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς και της μουσμουλιάς… Κι εδώ που τα λέμε, τίποτα δεν γλίτωνε από τη βούρτσα της γιαγιάς τότε…

-Για τη μεγαλοβδομαδιάτικη νηστεία- που σαν παιδί ποτέ δεν χώνεψα. Όμως, μέσα σε μια φράση της γιαγιάς μου αργότερα μου φανερώθηκε το νόημα της: «Να ‘ρθει το Πάσχα, να κάνουμε νηστεία, να ξεχωρίσουν οι μέρες…»

-Για την ιεροτελεστία της κάθε μέρας. Για το οικιακό πρωτόκολλο της προετοιμασίας, που όλα τα νοικοκυριά τηρούσαν απαρέγκλιτα… Για το ‘ανήκειν’. Την αίσθηση της κοινότητας.

-Γιατί πάντα αναλάμβαναν οι μεγαλύτεροι. Μπορεί τα Χριστούγεννα να είναι η γιορτή των παιδιών αλλά το Πάσχα πάντα λάτρευα να βλέπω γονείς, θείους και παππούδες να συνεννοούνται για τις προετοιμασίες, να αναλαμβάνουν δράση, να μοιράζουν αρμοδιότητες… Και μαμάδες, θείες και γιαγιάδες στα δικά τους. Και σένα να σου φαίνεται σαν την πιο άπιαστη τεχνογνωσία.

-Για τη τεράστια φωτιά που άναβαν την Κυριακή του Πάσχα τα χαράματα μέχρι να γίνουν τα δεμάτια από ξύλα κάρβουνα και ποτέ δεν κατάφερα να σηκωθώ να δω. Έκτοτε έχει πάρει στο μυαλό μου μυθικές διαστάσεις.

-Για τον υπαίθριο χαρακτήρα του πράγματος. Για τη γειτονιά. Για το χώμα. Ναι, το Πάσχα πατάς στη γη.

-Για το μη αστικό του πράγματος. Δεν θα πω βουκολικό. Θα πω μη αστικό. Θα πω raw. Με την έννοια όμως των ωμών συναισθημάτων. Τα Χριστούγεννα είναι αστικά γιατί δεν μπορούν να σε συγκλονίσουν, να σε συνταράξουν. Το Πάσχα είναι πρωτόγονο –όσο είναι- ακριβώς λόγω της έκρηξης –ακόμα και των βουβών- συναισθημάτων που έχει –όσο έχει.

-Για το ότι δεν ανταλλάζουμε δώρα. Ανταλλάζουμε ενέργειες, ποιότητες και διαβαθμίσεις συναισθημάτων: θλίψη, μελαγχολία, προσμονή, ανακούφιση, λύτρωση.

-Για το στόλισμα του Επιταφίου- στο οποίο ποτέ δεν κατάφερα να πάρω μέρος, μάλλον γιατί ντρεπόμουνα. Και γι’ αυτό στο μυαλό μου έχω φτιάξει τις πιο απίθανες εικόνες: γυναίκες να μαζεύονται αφού έχουν κόψει τα πιο ιδιαίτερα λουλούδια από τους κήπους τους – τα οποία φρόντιζαν ξεχωριστά από τα άλλα σε ειδικές συνθήκες. Όλες μαζί επινοούσαν τους πιο καλλιτεχνικούς στολισμούς μοιρολογώντας ή τελοσπάντων σε κάπως ένθεη κατάσταση. Μετά κατάλαβα ότι μάλλον τις μπέρδευα με τις Βάκχες, δεν λέω, καθόλου βυζαντινό σκηνικό αλλά αποφάσισα να μην το αλλάξω στο μυαλό μου και, φυσικά, να μην στολίσω ποτέ Επιτάφιο.

-Είναι ίσως από τις γιορτές της χριστιανοσύνης που νιώθεις πιο πολύ τον ορθόδοξο χαρακτήρα τους, χωρίς καθόλου να σε βαραίνει όπως σε άλλες ακολουθίες ή μυστήρια.

-Για τα Ευαγγέλια. Για το υπέροχο “Τω καιρώ εκείνω” που εισήγαγε στα αυτιά σου την πιο αριστοτεχνική short story. Με αρχή, μέση και τέλος. Με αγωνία. Και πόνο. Για τον τραγουδιστό τους επίλογο.

-Για την Κασσιανή. Για το ‘περιπεσούσα’.

-Για τη θυσία. Την αξία της θυσίας. Και το πένθος της θυσίας. Μαζί.

-Για την περιφορά, την αποκαθήλωση, τα νεκρικά έθιμα και το βάθος που έχει μια κηδεία. Για τη συμμετοχή σε έναν κοινό πόνο που καθαίρει. Για τη μωβ κορδέλα.

-Για το «ο εν ύδασι τη γη κρεμάσας». Για το «ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις». Για όλη την ποίηση του «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Για τις φοβερές εικόνες, τις κάθετες αντιθέσεις. Για την απόλυτη σιωπή την ώρα που περιφέρεται ο εσταυρωμένος.

-“Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλος;” Για το μοιρολόι της μάνας. Όχι της Παναγίας. Όχι για τον Χριστό. Της μάνας για το γιο της.

-Για τη «ζωή εν τάφω». Για αυτό το «εξεπλήττοντο». Που σου ξεσκίζει τα αυτιά, έκτοτε.

-Για την αίσθηση της αναμονής. Που μέρα με τη μέρα κορυφώνεται.

-Για όλα τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας. Για το δράμα τους το μετουσιωμένο σε ποίηση. Για τις λέξεις τους που καρφώνονται σαν πρόκες. Για τον λυρισμό τους που συναντά τον υπαρξισμό και μαζί το απόκοσμο. Για την αρχαία ελληνική που από μόνη της ηχεί σαν ποίηση στα αυτιά σου μόνο και μόνο με τις καταλήξεις των παρατατικών και των αορίστων της. Για την πυκνότητα των νοημάτων τους. Για την τραγωδία τους.

-Για την τρομερή οικονομία του «θανάτω θάνατον πατήσας». Για τις τρεις λέξεις που πασχίζουν να μας λύσουν όλο το υπαρξιακό μέσα από το μεταφυσικό, με τη μία. Για αυτή τη δοτική του τρόπου (θανάτω) που περιέχει και όλη την απόδειξη της πίστης μας. Νίκησε τον θάνατο με τον θάνατό του- την Ανάστασή του. Αυτή η δοτική… Και όσα μπορεί να εναποθέσει απάνω της το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξής μας και τα όρια ή μη της πίστης μας.

-Για τη χαρά της Κυριακής. Που επειδή ακολουθούσε μια εβδομάδα στερήσεων (νηστεία, τηλεόραση χωρίς πολλά-πολλά, όχι έξοδοι) και όσο να ναι περισυλλογής και κατάνυξης προέκυπτε πάντα φυσικά και λυτρωτικά. Και όχι σαν τα Χριστούγεννα που έτσι ξαφνικά έπρεπε να νιώσουμε χαρούμενοι. Δεν θα σταθώ στο έθιμο του αρνιού. Στην παράδοση της δικής μου οικογένειας, κατείχε τη θέση που έχει στα περισσότερα μάλλον ελληνικά σπίτια αλλά σέβομαι τις οποίες ευαισθησίες και ενστάσεις.

-Για την άνοιξη του Απρίλη. Τη “σκληρή άνοιξη των πασχαλιών μέσα από την πεθαμένη γη” του Έλιοτ. Αλλά την πάντως Άνοιξη.

Νάντια Δουλαβέρα

Από mikroimegaloi.gr

Τα πιο σημαντικά