Με λόγια που ραγίζουν καρδιές μιλάει για την κόρη του, την 20χρονη Μάρθη, που σκοτώθηκε στο δυστύχημα των Τεμπών ο πατέρας της, Αντώνης Ψαρόπουλος. «Για μας ο χρόνος σταμάτησε στις 28 Φεβρουαρίου του 2023. Είναι μια μέρα, την οποία δε θα θέλαμε να τη θυμόμαστε ποτέ» επισήμανε ακριβώς έναν χρόνο μετά την τραγωδία.
Σε συνέντευξή του στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινή Παρέα» με την Κατερίνα Σερέτη και τον Διονύση Χατζημιχάλη ο πατέρας μίλησε για δικαίωση που αναζητά, τονίζοντας: «Δεν θέλαμε να τη ζήσουμε ποτέ αυτή τη μέρα, αλλά δυστυχώς τη ζήσαμε και τη βιώνουμε κάθε μέρα έκτοτε. Λένε ότι ο χρόνος είναι πανδαμάτορας. Εδώ και ένα χρόνο εγώ δεν το έχω αντιληφθεί αυτό».
«Είναι αυτονόητο, νομίζω, σκοπός της ζωής μου, από τη στιγμή που έχασα την κόρη μου είναι να αποδοθούν οι ευθύνες σε όσους φέρουν ευθύνες και να τιμωρηθούν. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητάω μετά τον χαμό του παιδιού μου; Ανεύρεση των ευθυνών. Απόδοση των ευθυνών. Προσωποποίηση των ευθυνών, επιβολή ποινών. Δικαίωση; Πείτε το κι έτσι. Δικαίωση» είπε ο κ. Ψαρόπουλος, ο οποίος, δικηγόρος ο ίδιος, έχει εμπλακεί και με την επαγγελματική του ιδιότητα στη διερεύνηση της υπόθεσης.
«Ευτυχώς που το έκανα, διότι πιστέψτε με, δεν υπάρχει εβδομάδα που δεν πηγαίνω στον κύριο ανακριτή στη Λάρισα, αντλώντας στοιχεία από τη δικογραφία, αναλύοντάς τα, ερμηνεύοντάς τα, μοιραζόμενος όλα αυτά τα στοιχεία με τους πραγματογνώμονες, που εγώ και άλλες οικογένειες μαζί έχουμε διορίσει – και ευτυχώς που τους διορίσαμε από πολύ νωρίς. Διότι έτσι μπορούμε να παρακολουθούμε όλη την ακολουθία των γεγονότων, όπως εκτυλίχθηκαν και με πολύ γλαφυρό τρόπο παρουσιάστηκαν προχθές στις 26 του μηνός στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ από τους τεχνικούς συμβούλους μας» ανέφερε.
«Σαφώς και γνωρίζω τι ακριβώς έχει συμβεί. Δεν μπορώ φυσικά να το αναλύσω, δεν έχουμε τον χρόνο να τα αναλύσω εσάς, αλλά είναι βέβαιο ότι το δυστύχημα, το έγκλημα, αποδίδεται κατ’ εξοχήν στην έλλειψη συστημάτων ασφαλείας στον σιδηρόδρομο. Δεν λειτουργούσε τίποτα απολύτως. Και για να είμαι πιο συγκεκριμένος, δεν λειτουργούσε τίποτα απολύτως στο συγκεκριμένο κομμάτι του σιδηροδρομικού δικτύου, δηλαδή από τη Λάρισα μέχρι τους Νέους Πόρους» τόνισε ο κ. Ψαρόπουλος.
Επισήμανε δε πως «δεν λειτουργούσαν ούτε τα φωτόσημα, το οποία, από καταβολής σχεδόν του σιδηρόδρομου, υπάρχουν σε λειτουργία».
«Το κόκκινο και το πράσινο. Όταν είναι κατειλημμένη μια γραμμή από κάποιον άλλο συρμό ανάβει κόκκινο, που σημαίνει ότι πρέπει ο συρμός, που θα το αντικρίσει αυτό το φωτόσημο, να σταματήσει. Αυτό, λοιπόν, αν λειτουργούσε, δε θα συνέβαινε τίποτα απολύτως. Τόσο απλό. Γι’ αυτό το έθεσε ως παράδειγμα ο κ. Λακαφώσης (σ.σ. πραγματογνώμονας), ότι χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη και εξελιγμένη τεχνολογία, εάν αυτά ήταν στη σωστή λειτουργία και λειτουργούσαν όπως έπρεπε, δε θα είχαμε αυτά τα αποτελέσματα. Δυστυχώς, δεν λειτουργούσαν τα φωτόσημα. Ήταν μονίμως κόκκινα. Και η εντολή ήταν: “Αγνοήστε τα κόκκινα φωτόσημα και κινείστε με κόκκινα φωτόσημα”, τηρώντας βέβαια τον Γενικό Κανονισμό Κυκλοφορίας» σημείωσε ο κ. Ψαρόπουλος.
Επιπλέον, κατήγγειλε πως από αυτά που έχει διαβάσει και αναλύσει από τη δικογραφία, ο σιδηρόδρομος «ήταν σαφέστατα πιο ασφαλής τουλάχιστον πριν από μία δεκαετία και δεκαπενταετία από ό,τι τα τελευταία χρόνια. Ακολουθούσε, δηλαδή, μια εντελώς φθίνουσα πορεία η ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου στη χώρα μας».
Όπως είπε, αυτό συνέβη, διότι «υπό την “προσμονή” ολοκλήρωσης επιτέλους της ανάταξης της τηλεδιοίκησης και όλου του συστήματος ασφαλείας, για παράδειγμα η περίφημη 717 σύμβαση, εν αναμονή λοιπόν ολοκλήρωσης αυτής της σύμβασης και αυτής της αναδιάταξης όλα είχαν παγώσει. Και όχι απλά είχαν παγώσει, όλα τα συστήματα που εφαρμόζονταν μέχρι τότε είχαν παγώσει. Δεν συντηρούνταν σωστά και το τραγικότερο όλων ήταν ότι σε αυτό το χρονικό διάστημα αναμονής, αντί να προσλαμβάνεται περισσότερος κόσμος, ανθρώπινος παράγοντας, δηλαδή, εδώ, ώστε να μπορεί να ελέγχει την έλλειψη αυτών των συστημάτων ασφαλείας, συρρικνωνόταν. Γι’ αυτό τόνισα ότι είναι πάρα πολύ βολικό να τα ρίχνουμε στον ανθρώπινο παράγοντα».
Μέχρι πριν από το 2010 ήταν δύο σταθμάρχες ανά βάρδια, επισήμανε ο κ. Ψαρόπουλος, σε τρεις οκτάωρες βάρδιες, ενώ προσέθεσε πως τα τελευταία χρόνια και μέχρι το 2022 υπήρχαν δύο σταθμάρχες στην πρωινή βάρδια, ένας σταθμάρχης στην απογευματινή βάρδια και ένας σταθμάρχης στη βραδινή βάρδια. «Με την πρόσληψη κάποιων μηχανοδηγών στα τέλη του 2022 καλύφθηκε και δεύτερη θέση στην απογευματινή βάρδια και έμεινε ένας σταθμάρχης στη βραδινή βάρδια. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη προσωπικού», τόνισε.
Ερωτηθείς, αν βλέπει κάποια απόπειρα συγκάλυψης, όπως ακούγεται στη δημόσια σφαίρα, ο κ. Ψαρόπουλος υπογράμμισε τα εξής.
«Λοιπόν, δεν μου αρέσει καθόλου να αδικώ ανθρώπους και προσπάθειες. Δεν μπορούμε να βγαίνουμε και να πετάμε, συγγνώμη για την έκφραση, ατάκες εντυπωσιασμού. Το έργο της δικαιοσύνης αυτή τη στιγμή είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι πρωτόγνωρο. Δεν θέλω να δικαιολογήσω κανέναν. Και καλό θα ήταν όσοι δεν μπορούν να αντιληφθούν το δικαιϊκό μας σύστημα να μην το απαξιώνουν εξ αποστάσεως. Το παράπονό μου από τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αναλάβει την υπόθεση, είναι -και κυρίως από το Υπουργείο Δικαιοσύνης- ότι είναι λίγοι. Το πρόβλημα δεν είναι ποιοτικό, είναι ποσοτικό. Δεν είναι δυνατόν με δύο ανακριτές, όπου ο ένας, ο αναπληρωματικός, δεν τον έχουμε δει και πολλές φορές, διότι αυτός είναι ο ρόλος του, και με μία γραμματέα και με έναν εισαγγελέα Εφετών, να διεκπεραιωθεί όλος αυτός ο τεράστιος όγκος πληροφοριών, να αναλυθεί και να μετουσιωθεί σε ποινικές διώξεις».
«Σύντομα δε θα μπορούσε να γίνει», σημείωσε ο κ. Ψαρόπουλος, λέγοντας πως ο όγκος της δικογραφίας είναι πάρα πολύ μεγάλος και ακόμη δεν έχει κλείσει η ανάκριση.
«Άρα, λοιπόν, δεν το τοποθετώ σε σχέση με το αν έχει καθυστερήσει η ανάκριση ή όχι. Η ανάκριση κινείται σε αρκετά ικανοποιητικούς ρυθμούς. Εγώ θα ήθελα να γινόταν ακόμα σε καλύτερους ρυθμούς. Οι διώξεις, που έχουν ασκηθεί μέχρι στιγμής, έχουν να κάνουν με 32 ανθρώπους, εκ των οποίων στους τριάντα έχει αποδοθεί η κατηγορία κακουργήματος και άλλων πλημμεληματικών πράξεων και αυτό που εμένα δεν με ικανοποίησε είναι η τελευταία ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά των εκπροσώπων της HellenicTrain, που ήταν πλημμεληματικού χαρακτήρα, πράγμα στο οποίο εγώ με τη νομική μου γνώση διαφωνώ κάθετα. Εκτιμώ, δηλαδή, ότι θα έπρεπε να ασκηθεί και στους συγκεκριμένους ανθρώπους κακουργηματική δίωξη για το ίδιο αδίκημα, για το οποίο έχουν κατηγορηθεί όλοι οι προηγούμενοι. Δηλαδή, διατάραξη ασφαλούς συγκοινωνίας» προσέθεσε.
«Να δέχεται επιθέσεις από οπουδήποτε η δικαιοσύνη, χωρίς να θέλω να “ξεπλύνω” οποιονδήποτε, χωρίς τεκμηριωμένες απόψεις, γίνεται για λόγους, κατ’ εμέ, εντυπωσιασμού. Δεν μπορεί να απαξιώνεται το έργο των δικαστών, των ανακριτών, των εισαγγελέων. Από την προσωπική μου εμπειρία και σε σύγκριση με άλλες υποθέσεις που έχω διεκπεραιώσει ως δικηγόρος, εκτιμώ ότι κατά βάση γίνεται πάρα πολύ σωστή δουλειά. Έχω τα παράπονά μου, τεκμηριωμένα» συμπλήρωσε.
«Αδικαιολόγητο το μπάζωμα στον χώρο του δυστυχήματος»
Επιπλέον, τόνισε πως το μπάζωμα στον χώρο του δυστυχήματος είναι αδικαιολόγητο και παράνομο, δεν θα έπρεπε να γίνει και εξ αυτού του λόγου ασκήθηκε ποινική δίωξη κατόπιν μηνυτήριας αναφοράς του ίδιου και άλλων συγγενών.
«Σαφώς έχει παίξει το ρόλο του στην απώλεια σημαντικών στοιχείων. Είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. Το λέω, διότι η έκρηξη και η φωτιά είναι βέβαιο ότι δεν έχει προέλθει από τα έλαια σιλικόνης, που ήταν η επίσημη αρχική εκδοχή. Αυτή η εκδοχή είναι ατεκμηρίωτη επιστημονικά ολωσδιόλου. Δεν “φοβάμαι” καθόλου, ενώπιον του ακροατηρίου, ότι αυτή η εκδοχή θα μπορέσει να σταθεί. Το λέω με πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορούν να προκύψουν αυτά τα αποτελέσματα από τον στιγμιαίο κεραυνοβολισμό μιας εκνέφωσης, έτσι χαρακτηρίζεται, ελαίου σιλικόνης, ότι θα μπορούσε να αναπτυχθεί τέτοιου είδους θερμοκρασία, ώστε να προκληθεί τέτοια έκρηξη τέτοιας έκτασης, τέτοια πύρινη μπάλα και να έχει και τα αποτελέσματα που είχε. Αυτό θα καταπέσει 100% στο ακροατήριο. Είναι μια εκδοχή, η οποία δεν επιβεβαιώνεται ούτε από την Siemens. Διότι κατόπιν πρωτοβουλίας μας, ζητήσαμε και το έκανε δεκτό αυτό το αίτημα ο κύριος ανακριτής, ζητήθηκε η άποψη από την Siemens, που είναι η κατασκευάστρια εταιρεία των μετασχηματιστών. Δεν το επιβεβαίωσε η Siemens αυτό το σενάριο. Είναι λοιπόν ένα σενάριο, το οποίο εμένα προσωπικά και τους πραγματογνώμονες μας δεν μας απασχολεί» ανέφερε ο κ. Ψαρόπουλος.
«Το άλλο, μεγαλύτερο κατ’ εμέ κομμάτι, το οποίο όμως πάλι συντείνει προς την ίδια κατεύθυνση, τι προκάλεσε την έκρηξη και τη φωτιά, είναι η απώλεια του βιντεοληπτικού υλικού από το οποίο διήλθε η εμπορική αμαξοστοιχία, δηλαδή από τον Εμπορικό Σταθμό Θεσσαλονίκης μέχρι τους Νέους Πόρους. Και πέρασε πολλούς σταθμούς σας πληροφορώ, σταθμοί οι οποίοι διέθεταν κάμερες. Ζητήθηκε πάρα πολύ καθυστερημένα, με αποτέλεσμα να δοθεί η απάντηση κάπου αρχές Ιουνίου ότι αργήσατε κύριοι, το κύριοι προς τις ανακριτικές αρχές, αργήσετε και έγινε επανεγγραφή άλλου βιντεοληπτικού υλικού στο επίμαχο βιντεοληπτικό υλικό. Αυτό είναι μεγάλη παράλειψη. Με εισαγωγικά παράλειψη. Εκεί μπορείτε πραγματικά και αυτοί που φωνάζουν και κραυγάζουν ατεκμηρίωτα, να έχουν κάποιο δίκιο που φωνάζουν» προσέθεσε.
Μάλιστα, ερωτηθείς αν μπορεί να υπάρχει σκοπιμότητα πίσω από την καθυστέρηση της αναζήτησης του βιντεοληπτικού υλικού, απάντησε πως δεν μπορεί να το αποκλείσει, βλέποντάς το πάντα συνδυαστικά και με άλλες παραλείψεις ή κάποιες άλλες ενέργειες.
«Θέλω να πιστεύω ότι θα δοθούν απαντήσεις»
«Δεν δικαιολογείται το μπάζωμα κατ’ εμέ, δεν δικαιολογείται η μη αναζήτηση του βιντεοληπτικού υλικού για την εμπορική αμαξοστοιχία, ενώ αντιθέτως το βιντεοληπτικό υλικό της επιβατικής αμαξοστοιχίας ζητήθηκε από πάρα πολύ νωρίς. Δεν δικαιολογείται η εκτέλεση χημικών δειγματοληψιών 29 μέρες μετά το δυστύχημα στον τόπο, ακόμη κι αν είχε γίνει το μπάζωμα. Έγινε κάποια στιγμή. Όλα συντείνουν στο ίδιο ζητούμενο. Από πού προήλθε αυτή η έκρηξη, αυτή η φωτιά που ακολούθησε» υποστήριξε ο κ. Ψαρόπουλος.
Ερωτηθείς αν πιστεύει πως θα λάβει τις απαντήσεις που αναζητούνται, είπε τα εξής. «Θέλω να πιστεύω ότι θα δοθούν απαντήσεις, όχι πλήρεις, όχι στο βαθμό που εγώ τουλάχιστον παρακολουθώντας τη δικογραφία από την αρχή θα επιθυμούσα. Μπορεί να δοθούν περαιτέρω ενδείξεις. Αυτές όμως οι ενδείξεις, όταν γίνονται αποχρώσες ενδείξεις, αντιλαμβάνεστε κι εσείς ότι οδηγούν σε κάποια ποινικά αποτελέσματα, σε κάποιες ποινικές εξελίξεις. Για παράδειγμα, παράπονο και απορία δική μου ως δικηγόρου είναι το εξής. Ενώ προκύπτει μέσα από τη δικογραφία ότι κάτι δεν πάει καλά με την έκρηξη και τη φωτιά, ενώ έχει ακουστεί κατ’ επανάληψη και στον Τύπο και από εμένα αλλά και από άλλους συναδέλφους και συγγενείς, ότι πιθανότατα αυτό προκλήθηκε από ένα φορτίο παράνομο, το οποίο μεταφερόταν από την εμπορική αμαξοστοιχία, έπρεπε, όχι τώρα, από τον πρώτο μήνα να διερευνηθούν τα αίτια αυτής της έκρηξης.
Άμεσα. Και θα έπρεπε, αν προέκυπταν στοιχεία να γίνει ξεχωριστός φάκελος δικογραφίας για τη συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί εδώ μιλάμε για άλλες παράνομες πράξεις. Και επιπλέον να πω και κάτι ακόμα, το οποίο δεν το γνωρίζει ο κόσμος, αλλά καλό είναι να το πληροφορηθεί. Η περίφημη επιτροπή εμπειρογνωμόνων- Επιτροπή Γεραπετρίτη, το ζήτημα το οποίο τέθηκε σ’ αυτήν ήταν όχι μόνον η εξακρίβωση των αιτίων που προκάλεσαν τη σύγκρουση των αμαξοστοιχιών, αλλά και τα αίτια της έκρηξης και της φωτιάς. Δεν καταπιάστηκαν καθόλου με το δεύτερο σκέλος. Κι εγώ σας ρωτώ. Πόσες συμπτώσεις μπορώ να δεχτώ εγώ σαν δικηγόρος και σαν γονέας και οι υπόλοιποι συγγενείς. Πόσες συμπτώσεις, οι οποίες δεν θέλουν να αγγίξουν ένα κομμάτι το οποίο είναι ευαίσθητο πολύ;».
«Εγώ προσπαθώ να εκλογικεύσω, αν είναι εφικτό, τα συναισθήματά μου και να βάλω μόνο το μυαλό μου να λειτουργεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Διότι βλέπω ότι μόνο έτσι μπορεί να προκύψουν κάποια ωφέλιμα αποτελέσματα για όλους μας, για όλους τους συγγενείς που χάσαμε με τέτοιο άδικο και βίαιο τρόπο τους ανθρώπους μας» είπε κλείνοντας ο πατέρας της αδικοχαμένης Μάρθης.