Φοβάμαι να χωρίσω. Φοβάμαι να βγω εκεί έξω άνεργη με 2 παιδιά να ζητήσω δουλειά και να μην βρίσκω. Φοβάμαι να έρθει η κόρη μου να μου ζητήσει τετράδια για το σχολείο και να μην έχω. Φοβάμαι να γυρίσω στο πατρικό μου με τους γέρους πια, γονείς μου, που έχουν μάθει αλλιώς. Φοβάμαι να ξεσπιτωθώ κι ας μου λένε έτσι εύκολα, ότι δεν θέλω να χάσω τη βολή μου. Δεν με νοιάζει μη χάσω τη βολή μου. Με νοιάζει μη χάσω το ψωμί μου!
Φοβάμαι να χωρίσω γιατί δεν έχω χρήματα να πάω σε ψυχολόγο για να αντέξω. Φοβάμαι να χωρίσω γιατί δεν έχω χρήματα να πάω σε δικηγόρο και να κυνηγάω για πάντα έναν άνθρωπο να συνενοηθώ όταν δεν μπόρεσα στο γάμο. Φοβάμαι να χωρίσω γιατί έτσι θα είναι σαν να παραδέχομαι πως έσφαλα. Φοβάμαι το βλέμμα των παιδιών μου κάθε φορά που μας βλέπουν να μαλώνουμε, τα δάκρυα που πέφτουν απ’ τα μάτια τους, τις φωνές «μη μαμά, μη!». Φοβάμαι τα πρότυπα που τους δίνω, όταν τα πρωινά, αντί για το κρεβάτι μας, με βλέπουν να ξυπνώ στον καναπέ του σαλονιού. Φοβάμαι που για να μην πεινάσουν μαζί μου, τα αναγκάζω να υπομένουν αυτές τις καταστάσεις.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που θα με κρίνουν, τον κάθε γλοιώδη που θα μου ριχτεί, την ετικέτα της αποτυχημένης, της εύκολης ή της αγ@μητης, τη κακία του κόσμου μπροστά στο αδύναμο, την ανθρωποφαγία στο «στιγματισμένο». Φοβάμαι τους «φίλους» που δεν θα μου ξαναμιλήσουν, τα παιδιά μου που δεν θα καταλάβουν, το ρεύμα που δεν θα έχω να πληρώσω, τη δουλειά που δεν θα βρίσκω σαν χωρισμένη με παιδιά. Φοβάμαι μήπως αποδειχθεί ότι ο άντρας μου έχει δίκιο που μου λέει ότι έτσι όπως είμαι θα μείνω για πάντα μόνη μου. Φοβάμαι μην ερωτευτώ κάποιον άλλον και η κατάσταση γίνει ακόμη πιο δύσκολη.
Κάποτε ήμουν κι εγώ παντρεμένη κι ευτυχισμένη. Κι είχα μια φίλη που ήρθε και μου είπε «Θέλω να χωρίσω αλλά φοβάμαι». Τότε την αποπήρα. Τη κατηγόρησα για δειλία, της είπα πως το κακό που έκανε στα παιδιά της ήταν ανεπανόρθωτο, πως είχε βολευτεί στο μισθό του αντρούλη της και δεν κουνούσε βήμα. Σήμερα 4 χρόνια μετά, καταλαβαίνω πως όσα έλεγα στη φίλη μου, ήταν άδικα. Πως όσα έλεγα, τα έλεγα για να τα ακούω εγώ. Γιατί βαθιά μέσα μου, κάτι μου έλεγε πως μια μέρα, πολύ σύντομα, θα έπαυα να είμαι παντρεμένη κι ευτυχισμένη αλλά παντρεμένη και νεκρή.
Διαβάζω τις ιστορίες εδώ και ζηλεύω. Ζηλεύω που δεν έχω τα κότσια να ζήσω ελεύθερη και ευτυχισμένη. Ζηλεύω που άνθρωποι σε χειρότερη μοιρα από μένα, με αρρώστιες, με θάνατο, με ανεργία, με χίλια δυο, έκαναν αυτό που εγώ δεν τολμώ να κάνω. Υπήρξα πάντα πολύ αποφασιστική στη ζωή μου, ήξερα τι ήθελα και το διεκδικούσα. Είχα καριέρα, είχα λεφτά, είχα φίλους, ανθρώπους που με αγαπούσαν, είχα πυγμή. Δεν ξέρω τώρα τι μου συμβαίνει και έχω φτάσει σε ένα τέλμα στο οποίο σέρνω μαζί και τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου που καμιά φορά νιώθω πως με λυπούνται ή πως σκέφτονται «Ωραία μάνα, αντί να μας πάρει να φύγουμε, μας βάζει να τους βλέπουμε να σκοτώνονται». Κι αν δεν το σκέφτονται τώρα θα μου το πούν μετά. Και δεν θα το αντέξω. Γιατί δεν θα καταλάβουν ποτέ, πως ο λόγος που είμαι ακόμα εδώ, είναι επειδή κάποτε πίστεψα στο όνειρο της ευτυχισμένης οικογένειας που κάθεται στο τραπέζι γελαστή και αυτό το όνειρο παλεύω να τους δώσω. Δεν θα καταλάβουν ποτέ ότι μένω εδώ μήπως αλλάξει κάτι και τους προσφέρω αυτό που πάντα ονειρευόμουν για εκείνα. Ένα σπίτι δύο γονείς και μια καλή ζωή. Όχι δύο σπίτια ένα γονιό και μια ζωή στην ανέχεια!
Φαίη