Γράφει ο Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου (Επίκουρος Καθηγητής | Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΕΚΠΑ)
Τα θέματα του εκφοβισμού, της παρενόχλησης ή της όποιας μορφής τρομοκράτησης/βίας στο εργασιακό περιβάλλον, αν και φαινόμενα που προϋπήρχαν, κατά τα τελευταία έτη έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα.
Ο εντοπισμός τους συχνά αποδεικνύεται δυσχερής και το πραγματικό τους μέγεθος παραμένει ακόμη εν πολλοίς άγνωστο. Διεθνώς, οι όροι bullying, mobbing και moral harassment στο χώρο εργασίας αναφέρονται στην με όποιο τρόπο (πράξεις, λόγια κ.ά.) σκόπιμη και επαναλαμβανόμενη ψυχoσυναισθηματική και ενίοτε σωματική κακοποίηση των εργαζόμενων.
Συγκεκριμένα, η εργασιακή βία και το work bullying αφορούν ένα ευρύ φάσμα εμπρόθετων και κακόβουλων ενοχλήσεων και εκδηλώσεων επιθετικότητας και εκφοβισμού, οι οποίες σχετίζονται με: προκλητικά μεροληπτική αντιμετώπιση, ταπεινωτικές/υποτιμητικές συμπεριφορές, ανήθικες παρασκηνιακές μεθοδεύσεις, οργανωμένη συκοφαντία, δοκιμασίες/«καψόνια», υβριστική φρασεολογία, μη-ρεαλιστικές πιεστικές χρονικές προθεσμίες, κλιμακούμενους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, πάσης φύσεως εξαναγκασμούς και καταναγκασμούς και ανοικτές ή συγκεκαλυμμένες απειλές εντός των πλαισίων πάντα του εργασιακού περιβάλλοντος.
Το δε moral harassment (ηθική παρενόχληση) αναφέρεται σε μη φανερές επιθέσεις και, για τον λόγο αυτό, η ταυτοποίησή του καθίσταται περαιτέρω δυσχερής και μη αποδείξιμη. Σύμφωνα με πολλούς σύγχρονους ερευνητές του φαινομένου, η ηθική παρενόχληση εμπλέκει κατά βάση συναισθήματα και αναφέρεται σε κάθε καταχρηστική συμπεριφορά (π.χ. εκφράσεις και κάθε μορφής ανάρμοστης στάσης), που προσβάλλει με την επανάληψη ή τη συστηματοποίησή της την αξιοπρέπεια ή την ψυχική ευεξία των εργαζόμενων, θέτοντας σε κίνδυνο τη θέση τους ή υποβιβάζοντας το υφιστάμενο εργασιακό κλίμα.
Στη διεθνή έρευνα, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στα ατομικά χαρακτηριστικά και την ψυχοπαθολογία των ίδιων των ασκούντων εκφοβισμό. Η χρονική διάρκεια και η συχνότητα με την οποία το άτομο υφίσταται τον εκφοβισμό και την ηθική παρενόχληση, ο σκοπός για τον οποίο παρενοχλεί κάποιος και η σχέση εξουσίας μεταξύ θύματος και θύτη συνιστούν βασικά στοιχεία που συμβάλλουν στην κατανόηση του όλου φαινομένου.
Ο ανταγωνισμός αποτελεί αναμφισβήτητα παράμετρο που μαζί με τον φθόνο μπορεί να οδηγήσουν στον εκφοβισμό και στην παρενόχληση του θεωρούμενου ως ανταγωνιστή. Επί παραδείγματι, το να μην είναι σε θέση κάποιος εργαζόμενος να παραδεχθεί και να αποδεχθεί ότι κάποιος συνάδελφός του ενδέχεται να είναι καλύτερος από εκείνον, ενίοτε οδηγεί σε μετατροπή του αρνητικού αυτού συναισθήματος σε επιθετική/βίαιη συμπεριφορά εναντίον του. Επίσης, όχι σπάνια, απώτερη ακόμη επιδίωξη του εκφοβίζοντος αποτελεί και ο εξαναγκασμός προς παραίτηση του στόχου-θύματος, μη αντέχοντας εκείνο μια περαιτέρω βασανιστική και απολύτως ψυχοφθόρα εργασιακή πραγματικότητα.
Σημαντική παράμετρος είναι οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ εκφοβίζοντος-εκφοβιζόμενου, καθώς το θύμα συνήθως κατέχει χαμηλότερη ιεραρχικά θέση. Τα περιστατικά εκφοβισμού και βίας από ιεραρχικά ανώτερους χαρακτηρίζονται ως τα πλέον σοβαρά, δεδομένου ότι το θύμα είναι αδύναμο να αντιδράσει κατά της κατάχρησης εξουσίας από τον θύτη, όπως επίσης και της συστηματικής προσπάθειάς του να απομονώσει το στόχο-συνάδελφό του από πιθανούς υποστηρικτές εντός του εργασιακού χώρου και μεθοδικά να του αποστερήσει κάθε διευκολυντικό μέσο για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική άσκηση του εργασιακού του ρόλου.
Οι επιπτώσεις του εκφοβισμού στους εργαζόμενους συνδέονται κυρίως με την ένταση και τη διάρκειά του και η στρεσογόνος κατάσταση που βιώνουν τους προκαλεί λειτουργικές διαταραχές, όπως αϋπνία, χρόνια κόπωση, ημικρανίες και μυοσκελετικά προβλήματα. Συνήθεις είναι επίσης και οι ψυχοσωματικές διαταραχές με εκδηλώσεις γαστρεντερικών προβλημάτων, δερματικών παθήσεων, υπερέντασης και απώλειας ελέγχου βάρους. Εν γένει, η έντονη δυσφορία, που βιώνει ο εκφοβιζόμενος, επιδρά στην ψυχοσωματική του ισορροπία και στη συνολική του ευεξία με υψηλή πιθανότητα σοβαρών παθολογικών περιπλοκών.
Στις σοβαρότερες ακόμη συνέπειες της εμπειρίας των εκφοβιστικών και επιθετικών ενεργειών συγκαταλέγονται το μετα-τραυματικό στρες (Post-Traumatic Stress Disorder/PTSD), η κατάθλιψη, η αναβίωση άλλων τραυματικών γεγονότων του παρελθόντος, καθώς και τα μειωμένα επίπεδα συγκέντρωσης.
Σύμφωνα με πολλές έρευνες, έχει παρατηρηθεί ότι υψηλά ποσοστά θυμάτων εργασιακού εκφοβισμού εκδήλωσαν αυτοκτονικό ιδεασμό, ως αντιλαμβανόμενη έσχατη λύση στο πρόβλημά τους. Οι συνέπειες του εκφοβισμού και της ηθικής παρενόχλησης δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο θύμα, αλλά εκτείνονται και προς το υφιστάμενο εργασιακό πλαίσιο ευρύτερα, όπου κανονικά εντός του οποίου θα πρέπει να λαμβάνει χώρα και η αντιμετώπιση των νοσηρών αυτών φαινομένων.
Έχει φανεί ότι οι αντιδεοντολογικές και παράνομες εν τέλει αυτές ενέργειες «ενδημούν» σε ποικίλους εργασιακούς χώρους, ανεξαρτήτως μορφωτικού και κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου και ιδιαιτέρως σε ορισμένους εξ αυτών, όπου δύσκολα θα ανέμενε κανείς να τις παρατηρήσει εκεί.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι και στη χώρα μας κατά τα τελευταία έτη έχει ενισχυθεί σε σημαντικό βαθμό η νομική σκευή έναντι τέτοιου χαρακτήρα αντικοινωνικών και ενίοτε ψυχοπαθολογικών εργασιακών συμπεριφορών.
Από την πλευρά δε της ηγεσίας του εκάστοτε εργασιακού περιβάλλοντος επιβάλλεται η υιοθέτηση συγκεκριμένης πολιτικής, με στόχο τόσο στην πρόληψη, όσο και στην πολύπλευρη υποστήριξη των θυμάτων των εκφοβιστικών επιθέσεων.
Εν κατακλείδι, όλες οι προαναφερόμενες εργασιακές συμπεριφορές θα πρέπει να μελετώνται ως η αλληλεπίδραση σειράς επιμέρους παραγόντων με εμφανείς συνέπειες για τα ίδια τα θύματα, το εργασιακό τους περιβάλλον αλλά και τον οικογενειακό και κοινωνικό τους περίγυρο.