Γυρίστηκε το 1971 και κέρδισε βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε σκηνοθεσία Αλέξη Δαμιανού. `Εγινε διάσημη για το μουσικό θέμα της. Το ορχηστρικό κομμάτι που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος το οποίο έχει πάρει, θα λέγαμε, μυθικές διαστάσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια μουσική που σχεδόν μισό αιώνα τώρα έχει αγγίξει τις καρδιές γενεών Ελλήνων. Εκφράζει την αυθεντικότητα του ζειμπέκικου.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Γιώργος Κουτούζης, Μαρία Βασιλείου, Χρήστος Ζορμπάς και Κούλα Αγαγιώτου.
Γύρω από αυτήν την ταινία, δημιουργήθηκε ένας μύθος. Πρωταγωνίστριά του ήταν η κυπριακής καταγωγής Ελληνο-αγγλίδα Μαρία Βασιλείου , η οποία δεν ήταν καν ηθοποιός όταν την επέλεξε ο Δαμιανός για να γίνει η Ευδοκία της ταινίας του. Εμφανίστηκε στο “Θίασο” του Αγγελόπουλου κι έκανε κι άλλες δυο ταινίες μέχρι το 1974 που έφυγε για πάντα για το Λονδίνο (“Παιδιά των Λουλουδιών” και “Ερωτισμός και Πάθος” του Όμηρου Ευστρατιάδη).
Όποιος έχει δει την ταινία “Ευδοκία” δεν μπορεί παρά να θυμάται το υπέροχο ζεϊμπέκικο το χορεύει ο λοχίας Μπάσκος στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στο μαγαζί που συναντά για πρώτη φορά την Ευδοκία. Εκείνη του χτυπά παλαμάκια, προκαλώντας την οργή ενός διεφθαρμένου πρώην χωροφύλακα που είναι ο νταβατζής της.
Τελειώνοντας με τη μουσική του ζεϊμπέκικου, ο Λοΐζος το έδωσε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο για να του γράψει στίχους. Ο Παπαδόπουλος όμως αρνήθηκε και του είπε «αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν».
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αναδείχθηκε ως το πιο διάσημο ίσως ζεϊμπέκικο στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε εκείνους που το χόρευαν ήταν και ο Έλληνας πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου.
Οι νότες του Μάνου Λοίζου ακούγονται για πρώτη φορά στο σπίτι του συνθέτη ενώ ήταν μαζί και ο Αλέξης Δαμιανός με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη να παίζει τζουρά. Αυτόν τον τζουρά ζητά αργότερα ο Λοΐζος για να παίξει στην ηχογράφηση του κομματιού.
Στη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1971, η ταινία δεν παίρνει το βραβείο μουσικής. Κέρδισε η ταινία “Εκείνο το καλοκαίρι”.
Ο Λοΐζος, όμως, περιλαμβάνει το συγκεκριμένο τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο του 1972 «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε» (1972). Από τότε το «Ζεϊμπέκικο» αρχίζει να αυτονομείται αρκετά από την ταινία. και να παίρνει τη θέση του στα πάλκα και στους νταλκάδες στις καρδιές.
Ο Γιώργος Κουτούζης χαρακτηρίζει το χορό του φαντάρου σαν μια “ιεροτελεστία” Ο Αλέξης Δαμιανός, φώναζε όλη την ώρα: “Ψηλά το κεφάλι, τα χέρια ανοιχτά. Μόλις πήγαινα να σκύψω ή να κοιτάξω κάτω, μου φώναζε ψηλά το κεφάλι, κοίτα τα μάτια της Ευδοκίας τίποτε άλλο…”.
Ο σκηνοθέτης και βοηθός του Δαμιανού, Λάκης Παπαστάθης, γράφει για εκείνη τη σκηνή στο βιβλίο του«Οταν ο Δαμιανός γύριζε την «Ευδοκία» :
“Ο τρόπος που χορεύεται από τον Λοχία το ζεϊμπέκικο αποκαλύπτει και την άποψη του Δαμιανού γι` αυτό το χορό. Είναι χορός – ερωτικό κάλεσμα και ταυτοχρόνως χορός πολεμικός, επιθετικός προς όποιον τολμήσει να σταματήσει, να εμποδίσει την ερωτική ένωση. Οι μισές κινήσεις είναι πατήματα γερά στο έδαφος σαν να δίνει σήμα ο χορευτής στον Αδη, στους νεκρούς, πως αυτός συνεχίζει την πορεία της ζωής, την αρχετυπική ένωση με το θηλυκό. Οι άλλες μισές κινήσεις είναι άγριο τίναγμα του κεφαλιού ψηλά και βλέμμα που καρφώνει τον αντίπαλο, αποφασισμένο για όλα».
[klik]