Οι περισσότεροι όταν είδαμε την ταινία «Οι Επιζήσαντες», πέρα από τα στοιχεία μυθοπλασίας που είναι απαραίτητα για το χτίσιμο του φιλμ, θαυμάσαμε την αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Και ποιος δεν ταυτίστηκε με την ιστορία της ομάδας ράγκμπι της Ουρουγουάης (όσον είχαν ζήσει) να υπερκεράσουν τις δύσκολες καιρικές συνθήκες στις χιονισμένες Άνδεις, την πείνα και τις κακουχίες και τελικά να φτάσουν στον πολιτισμό για να καταφέρουν να σώσουν και τους υπόλοιπους που είχαν αφήσει πίσω τους να λιμοκτονούν και να τρώνε από τα νεκρά σώματα των συμπαικτών τους για να κρατηθούν στη ζωή.
Οι αντοχές του ανθρώπου κάτω από ακραίες συνθήκες και ειδικά όταν απειλείται άμεσα η ζωή του, πολλαπλασιάζονται. Πόσο μάλλον η θέλησή του για επιβίωση. Η Τζούλιαν Κέπκε ήταν μόλις 18 ετών. Δεν είχε προλάβει να ζήσει καλά καλά τους πρώτους της έρωτες, την ζωή την ίδια όταν κλήθηκε να ανταποκριθεί σε έναν τιτάνιο αγώνα για επιβίωση μέσα στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Μόνη της, τραυματισμένη σοβαρά και χωρίς βασικές προμήθειες.
Η Γερμανίδα ήταν η μόνη επιζήσασα από 91 επιβάτες και πλήρωμα της μοιραίας πτήσης 508 από την πρωτεύουσα του Περού, Λίμα, στο Πουκάλπα το 1971. Και η ιστορία της συγκλονίζει ακόμα και τώρα, 47 ολόκληρα χρόνια μετά.
Η Παραμονή των Χριστουγέννων και το απολυτήριο λυκείου
Η Τζούλιαν Κέπκε μόλις είχε περάσει από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή. Με καταγωγή από την Γερμανία και γεννημένη στη Λίμα του Περού, η μικρή είχε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή μαζί με τους γονείς της, οι οποίοι είχαν μετακομίσει πλήρως στην Πανγκουάνα, για να μπορέσουν να αφοσιωθούν στη μελέτη των άγριων ζώων και των ερπετών του τροπικού δάσους.
Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων του 1971 όταν η μικρή Τζούλιαν μπήκε στην πτήση πτήσης 508 της εταιρείας Lansa, με προορισμό το Πουκάλπα στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Δίπλα της καθόταν η μητέρα της η οποία είχε πάει στην Λίμα για να την συνοδεύσει μέχρι το καταφύγιό τους στο οποίο θα επισκεπτόταν τον πατέρα της.
Μία μέρα πριν από αυτό το ταξίδι η νεαρά είχε επιτέλους πάρει το απολυτήριο λυκείου μιας και για τρία χρόνια είχε παρατήσει τον πολιτισμό και έμενε μαζί με τους γονείς της, μοιραζόμενη το πάθος τους για την άγρια φύση.
Όλα πήγαιναν πάρα πολύ καλά στην πτήση μέχρι που ξαφνικά το αεροπλάνο μπήκε σε μία συστοιχία σύννεφων τα οποία δεν προμήνυαν τίποτε ευχάριστο.
Μία τραγωδία και η προσωπική περιπέτεια
«Η πτήση είχε προγραμματισμένη διάρκεια 1 ώρα. Καθόμουν στο 19F δίπλα στη μητέρα μου», διηγείται η Τζούλιεν. «Ήταν μία ήρεμη πτήση μέχρι που τα σύννεφα άρχισαν να γίνονται πολύ μαύρα. Οι αναταράξεις άρχισαν να αυξάνονται. Ξαφνικά το αεροπλάνο ήταν στη μέση μιας μεγάλης καταιγίδας. Ο ήχος του κεραυνού να διαλύει τον έναν κινητήρα ήταν εκκωφαντικός», συνεχίζει η Κέπκε. Το σκάφος κόπηκε σε δύο κομμάτια.
H κοπέλα, βρίσκεται δεμένη στο κάθισμά της στο τμήμα της ατράκτου που κόπηκε και έπεσε πάνω σε δέντρα στο τροπικό δάσος. Καθώς το αεροπλάνο έπεφτε από τα 10.000 πόδια η μικρή λιποθύμησε. «Προσπαθείς να φέρεις πίσω τις μνήμες αλλά έρχονται μόνο αποσπάσματα», λέει η πρωταγωνίστρια της ιστορίας. «Άκουγες ανθρώπους να ουρλιάζουν μέχρι την τελική σιωπή».
Φορώντας ένα λινό φόρεμα και ένα παπούτσι (το άλλο είχε χαθεί στη συντριβή). Η Κέπκε είχε σοβαρά τραύματα καθώς από την πτώση είχε σπάσει η κλείδα της ενώ είχε και μία βαθιά πληγή στη μία της γάμπα από την πτώση. Μόλις ξύπνησε μετά από λίγα δεύτερα ξαναλιποθύμησε. Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της αντιλήφθηκε ότι δεν έβλεπε από το ένα της μάτι.
Όταν οι αγωνιώδεις εκκλήσεις της για κάποιον επιζώντα και κυρίως τη μητέρα έπεσαν στο κενό τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνη της. Εκείνη και η άγρια ζούγκλα του Αμαζονίου.
Μόνη της για 11 μέρες και η συμβουλή του πατέρα της που την έσωσε
Ντυμένη ελαφρά, χωρίς τρόφιμα παρά μόνο με μια σακούλα καραμέλες η Τζούλιεν κλήθηκε να επιβιώσει και να συγκατοικήσει με τζάγκουαρ, σκορπιούς και φίδια μέσα στη ζούγκλα.
Αναζήτησε τη μητέρα της, αλλά δεν αποκρίθηκε κανείς. Ήταν μόνη της στη ζούγκλα. Για δέκα ολόκληρες ημέρες περιπλανιόταν στο δάσος και έτρωγε ζαχαρωτά που είχε βρει στα συντρίμμια.
Τότε θυμήθηκε κάποιες συμβουλές τους πατέρα της που είχαν να κάνουν με επιβίωση σε άσχημες συνθήκες. Της είχε πει να ακολουθήσει το νερό: «Αν δεις νερό ακολούθησέ το. Εκεί θα βρίσκεται ο πολιτισμός. Ένα μικρό ρέμα θα μπει σε ένα μεγαλύτερο και αυτό σε ένα μεγαλύτερο μέχρι που κάποια στιγμή θα σε οδηγήσει σε ανθρώπους».
Η μικρή ξεκίνησε το μοναχικό της ταξίδι προς την σωτηρία. Όσο ακολουθούσε ένα ρέμα που βρήκε ερχόταν συχνά αντιμέτωπη με διαμελισμένα πτώματα συνεπιβατών της. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι φορές που βρήκε σχεδόν άθικτα καθίσματα με τον επιβάτη δεμένο πάνω του. Ή κάποια κομμάτια του…
Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που άκουσε και είδε τα σωστικά συνεργεία. Εκείνα όμως δεν μπορούσαν να δουν τίποτε λόγω της πυκνής βλάστησης της ζούγκλας.
Σε αρκετές περιπτώσεις, καθώς περπατούσε στο δάσος, είχε βρεθεί μπροστά σε πτώματα συνεπιβατών της. Στην 9η μέρα η μικρή είδε μία καλύβα. Μπήκε μέσα για να προστατευτεί με την ελπίδα να ζει κάποιος εκεί. Και οι ελπίδες της επιβεβαιώθηκαν. Η καλύβα ήταν το σπίτι τριών Περουβιανών ιεραπόστολων. Εκείνοι δεν είδαν με τόσο καλό μάτι την έλευση του κοριτσιού. Ωστόσο την άφησαν να μείνει άλλη μία μέρα εκεί μέχρι που την 11η μέρα την μετέφεραν με ίδια μέσα στο νοσοκομείο μιας κοντινής πόλης.
Λίγες ημέρες αργότερα, έμαθε ότι η μητέρα της και όλοι οι άλλοι επιβάτες και μέλη του πληρώματος, ήταν νεκροί. Μόνο εκείνη είχε επιζήσει. Όταν βρέθηκε πάλι με τον πατέρα της βοήθησε τις αρχές να εντοπίσουν τα απομεινάρια του αεροσκάφους. Και έτσι οι οικογένειες των θυμάτων να μπορέσουν να έχουν μία ευκαιρία να βρουν τα δικά τους πρόσωπα για να τα αποχαιρετίσουν όπως τους άξιζε.
Η Τζουλιάν ξαναμπήκε σε αεροπλάνο μετά από ένα χρόνο, για να γυρίσει στη γενέτειρά της, τη Φρανκφούρτη καθώς το περιστατικό της είχε δημιουργήσει ψυχολογικό πρόβλημα. Το 1998, επέστρεψε στον τόπο του δυστυχήματος όπου και γυρίστηκε ντοκιμαντέρ για την περιπέτειά της. Τα συντρίμμια ήταν ακόμη εκεί και εκείνη άφησε λουλούδια στο σημείο που είχε βρεθεί η μητέρα της.