Ένας αγρότης είχε κάποια κουτάβια που ήθελε να πουλήσει. Πήρε ένα μεγάλο χαρτόνι, ζωγράφισε πάνω του 4 σκυλάκια και έγραψε με μεγάλα γράμματα τη φράση «Πωλούνται κουτάβια». Στη συνέχεια τοποθέτησε τη ταμπέλα του σε ένα εμφανές σημείο, στην άκρη της αυλής του.
Καθώς έριχνε μερικές τελευταίες ματιές στη δημιουργία του και ετοιμαζόταν να προχωρήσει προς το σπίτι του, ένιωσε ένα αδύναμο τράβηγμα στο παντελόνι του.
Κοίταξε προς τα κάτω και αντίκρισε ένα μικρό αγόρι να τον κοιτάζει επίμονα με τα τεράστια μάτια του.
«Κύριε,» του είπε, «Θέλω να αγοράσω ένα από τα κουτάβια σας.»
«Λοιπόν,» είπε ο αγρότης καθώς σκούπιζε με το μανίκι του, τον ιδρώτα από το μέτωπο του. «Αυτά τα κουτάβια προέρχονται από καλούς γονείς και κοστίζουν πολλά χρήματα. Έχεις να μου τα δώσεις;»
Το αγόρι κατέβασε το κεφάλι του για μια στιγμή. Στη συνέχεια, έβαλε βαθιά το χέρι στη τσέπη του και έβγαλε από μέσα μια χούφτα κέρματα.
Τα έδωσε στον αγρότη λέγοντας, «Έχω μόνο 2,50 ευρώ. Φτάνουν για να μου δώσετε ένα κουτάβι;»
«Σίγουρα», είπε ο αγρότης. Στη συνέχεια έβγαλε από τη τσέπη του μια σφυρίχτρα, σφύριξε και φώναξε δυνατά:
«Εδώ Ντόλυ!».
Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και μέσα από το σκυλόσπιτο βγήκε μια όμορφη σκυλίτσα που στη συνεχεία έτρεξε προς τον αγρότη. Αλλά δεν ήταν μόνη της. Την ακολουθούσαν 4 χαριτωμένες, μικροσκοπικές, γούνινες μπάλες.
Το μικρό αγόρι κόλλησε το πρόσωπό του στο φράχτη χαζεύοντας τα κουταβάκια. Έδειχνε να το απολαμβάνει!
Όταν τα σκυλιά πλησίασαν στο φράχτη, το μικρό αγόρι παρατήρησε κάτι ακόμη να ξεπροβάλλει από το σκυλόσπιτο.
Ήταν μια ακόμη γούνινη μπάλα, πολύ πιο μικρή από τις προηγούμενες αλλά και πολύ πιο αργή.
Προχώρησε κουτσαίνοντας προς τη μαμά και τα αδέλφια του μέχρι που τους έφτασε και κρύφτηκε πίσω τους.
«Εκείνο θέλω,» είπε το μικρό αγόρι στον αγρότη δείχνοντας με το δάχτυλο του το μικροσκοπικό κουταβάκι.
Ο αγρότης γονάτισε στο πλευρό του αγοριού και του είπε, «Γιε μου, πίστεψε με, δεν το θέλεις αυτό το κουτάβι. Ποτέ δεν θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει μαζί σου όπως τα υπόλοιπα. Αυτό το κουτάβι έχει μόνο τρία πόδια. Έτσι γεννήθηκε.»
Το μικρό αγόρι σήκωσε το πρόσωπο του και κοίταξε τον αγρότη. Στη συνέχεια τράβηξε το ένα μπατζάκι του παντελονιού του ψηλά αποκαλύπτοντας ένα ψεύτικο πόδι.
«Βλέπετε κύριε; Ούτε εγώ δεν τρέχω πολύ γρήγορα και για αυτό χρειάζομαι κάποιον που να με καταλαβαίνει».
Συγκινημένος ο αγρότης, πήρε το μικρό κουτάβι και το έδωσε προσεκτικά στο αγόρι.
«Πόσα σας χρωστάω; Φτάνουν όσα έχω», τον ρώτησε το αγόρι.
«Δεν μου χρωστάς τίποτα,» του απάντησε ο αγρότης. «Δεν υπάρχει χρέωση στην αγάπη.»