Παρακολουθώντας καθημερινά το αίμα που ρέει στην αρένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με τον άκρατο φανατισμό, την εύκολη συκοφαντία, την ετοιμότητα για θανάσιμη επίθεση, τον θαυμασμό προς τους τραμπούκους, την καχυποψία προς όσους δεν βλέπουν τα πράγματα άσπρα ή μαύρα, τη δημιουργία στρατοπέδων φίλων και εχθρών που δεν αφήνουν περιθώριο για ενδιάμεσους και τον διαδικτυακό διχασμό που γιγαντώνεται με την ανοχή όλων μας, πιστεύω ότι οφείλουμε στον εαυτό μας να κάνουμε μία στάση λίγων λεπτών και να διαβάσουμε με ανοιχτό μυαλό το κείμενο του Θουκυδίδη για τον Εμφύλιο Πόλεμο. Είναι ανατριχιαστικά επίκαιρο για την κοινωνικοπολιτική ζωή της Ελλάδας του σήμερα.
“Επτά ολόκληρες μέρες σκότωναν όσους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς. Τους κατηγορούσαν ότι θέλησαν να καταλύσουν την δημοκρατία, αλλά στην πραγματικότητα τους σκότωναν από προσωπικά μίση.”
Άνθρωποι που είχαν δανείσει χρήματα, σκοτώθηκαν από τους οφειλέτες τους. Πατέρας σκότωνε το παιδί του, ικέτες δολοφονούνταν μέσα στους ναούς, κάποιους τους έχτισαν ζωντανούς στο ιερό. Ο θάνατος πήρε χίλιες μορφές… Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους, άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, ενώ η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις. Η σωφροσύνη θεωρήθηκε προσωπίδα της ανανδρίας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή.
“Η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή.”
Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όποιον υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειάζεται τέτοια μέσα, τον κατηγορούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη.
“Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνει κακό πριν από τον άλλον, ήταν άξιος επαίνου, όπως κι εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτεί να το κάνει.”
Αλλά και η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήσαν έτοιμοι να επιχειρήσουν οτιδήποτε, χωρίς δισταγμό, και τούτο επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά, αντίθετα, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας. Και η μεταξύ τους αλληλεγγύη βασιζόταν περισσότερο στη συνενοχή παρά στους όρκους τους.
“Και προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό αντί να προσπαθήσουν να μην το πάθουν.”
Όταν έκαναν όρκους για κάποια συμφιλίωση, τους κρατούσαν τόσο μόνο όσο δεν είχαν τη δύναμη να τους καταπατήσουν. Αλλά μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία, εκείνοι που πρώτοι είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοί τους ήσαν αφύλαχτοι, τους χτυπούσαν κι ένιωθαν μεγαλύτερη χαρά να τους βλάψουν εξαπατώντας τους, παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Θεωρούσαν ότι ο τρόπος αυτός όχι μόνο είναι πιο ασφαλής αλλά είναι και βραβείο σε αγώνα δόλου. Είναι ευκολότερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι.
“Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς.”
Αιτία όλων αυτών ήταν η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και την φιλοδοξίαπου έσπρωχναν τις φατρίες ν᾽ αγωνίζονται με λύσσα. Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών από την μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης από την άλλη.
“Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους.”
Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερότερα πράματα, επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ως το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματός τους. Καταδίκαζαν άνομα τους αντιπάλους τους ή άρπαζαν βίαια την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους.
“Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις.”
Όσοι πολίτες ήσαν μετριοπαθείς θανατώνονταν από την μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθεί να πάρουν μέρος στον αγώνα, είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι μπορεί να επιζούσαν προκαλούσε εναντίον τους τον φθόνο.
*Το απόσπασμα του Θουκυδίδη είναι τα «Κερκυραϊκά» (Ιστορίαι 3.81 – 3.82) σε ελεύθερη απόδοση.