Κουβαλάει κρασί και πίνει νερό.
Λέγεται γι’ αυτούς που κοπιάζουν σε ξένες δουλειές και δεν αμείβονται όπως πρέπει.
Της γειτόνισσας τ’ αυγά είναι πάντα πιο μεγάλα.
Εκφράζει τη ζηλεια προς τους συνανθρώπους μας, που δεν είναι πάντοτε δικαιολογημένη.
Πότε με τα καρύδια του, πότε με το χαλβά του, έφερε την καλόγρηα με τα θελήματά του.
— Λέγεται γι’ αυτούς που εξαπατούν τους άλλους με διάφορα τεχνάσματα και καλοπιάσματα.
— Επίσης, λέγεται και για τους πονηρούς γαμπρούς.
Σαν και σένα βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξύδι.
— Το λέμε σε ανθρώπους που γίνονται ενοχλητικοί για να δείξουμε πόσο ασήμαντοι και τιποτένιοι είναι.
— Λέγεται και για τους αποτυχημένους γαμπρούς.
Εσύ το κανταΐφι κι εγώ ούτε ψωμί αρμένικο.
— Εκφράζει παράπονο για άνιση και άδικη κατανομή στα αγαθά ή χρηματικά οφέλη.
— Ο αδικημένος.
Ακόμα δεν βγήκες από τ’ αυγό σου.
— Ακόμα δεν μεγάλωσες.
— Ακόμα δεν ωρίμασες.
Όποιος πιάνει το μελί, γλείφει τα δάχτυλά του.
Όποιος έρχεται σε επαφή με αγαθά ή χρήματα, βάζει λίγα και στην τσέπη του.
Γι’ άλλους γεννάς τ’ αυγό, σε μένα κακαρίζεις.
— Σε εμένα λες τους επαίνους και τα καλά λόγια, αλλά άλλου πηγαίνεις και πληρώνεις.
— Όταν ακούμε μόνο λόγια, αλλά δεν έχουμε κέρδη.
Γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι.
Ο καλός και ικανός άνθρωπος.
Δεν βγαίνει βούτυρο – Δεν βγαίνει ψωμί.
Δεν υπάρχει κέρδος.
Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθάει δυο φορές.
Ίσως επειδή πίνει πολύ.
Πάτησες την πίτα.
— Την έπαθες.
— Έπεσες στην παγίδα.
Αγκυλώθηκε η βασιλοπούλα από τ’ αυγό.
Λέγεται για τους καλομαθημένους που ενοχλούνται με το παραμικρό και παραπονιούνται ή γκρινιάζουν.
Το δυνατό το ξύδι, το αγγείο του σχίζει.
Λέγεται ειρωνικά για τους θυμωμένους και τους ευέξαπτους.
Σ’ ένα καζάνι βράζετε.
— Λέγεται για ανθρώπους με τον ίδιο κακό χαρακτήρα.
— Άνθρωποι που ασχολούνται με τις ίδιες υποθέσεις ή έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα.
Όταν έχεις ψωμί, είσαι έξυπνος.
Όταν είσαι πλούσιος, τα λόγια που λες φαίνονται έξυπνα.
Βράσε ρύζι.
— Μη χειρότερα.
— Λέγεται και για μια ατυχία.
— Δηλώνει αδιαφορία για κάτι που έχει γίνει.
Φασούλι – φασούλι, γεμίζει το σακκούλι.
Με την οικονομία, σιγά-σιγά, αποκτάει κανείς χρήματα και αγαθά.
‘Οποιος δε θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει.
Όταν η προετοιμασία κρατάει πολύ, αλλα δεν κάνουμε καμιά θετική ενέργεια.
Όποιος αγαπά το μέλι. δε φοβάται τα μελίσσια.
— Όποιος αγαπά τον έρωτα και τις απολαύσεις, υπομένει και τους κινδύνους τους.
— Όποιος αγαπά τα χρήματα και τα αγαθά, δε φοβάται τους κόπους και κινδύνους για να τα αποκτήσει.
Είναι καλό το τυρί αλλά βαλμένο σε κακό ασκί.
Ειρωνικά σε εκείνους που είχαν την αξίωση να τους λένε καλούς, ενώ δεν ήταν.
Τώρα που έγινε η σάλτσα γιαούρτι, δεν έχουμε κουτάλι.
— Είναι η αδυναμία μας να εκμεταλλευτούμε ορισμένες καταστάσεις.
— Λέγεται και για τους γέροντες που δεν μπορούν να κάνουν έρωτα, ενώ τους δίνονται άφθονες ευκαιρίες.
Θα μας κάνει το χρυσό αυγό.
Το λέμε ειρωνικά για κάποιον που τον περιποιούνται και νομίζουν ότι θα έχουν από αυτόν κέρδη ή θα εχει επιτυχίες.
Δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι.
Όσο έξυπνος και ικανός κι αν είναι ένας άνθρωπος, θα έχει και τα ελαττώματά του.
Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
— Όποιος λέει λίγα λόγια είναι κερδισμένος.
— Με τα πολλά λόγια μόνο φασαρίες και μπλεξίματα μπορούμε να έχουμε.
(Την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει.)
Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Πρέπει να προβλέπουμε και να προετοιμαζόμαστε από πριν για τις εργασίες και τις υποθέσεις μας, αν θέλουμε να έχουμε επιτυχίες και κέρδη.
Περί ορέξεως ουδείς λόγος.
— Είναι ο καθένας ελεύθερος να σκέπτεται όπως θέλει.
— Ο καθένας διαλέγει αυτά που θέλει και σύμφωνα με τα γούστα του.
Με τον ιδρώτα του προσώπου σου, να βγάζεις το ψωμί σου.
— Με την προσωπική σου εργασία να βγαζεις τα προς το ζειν.
— Χωρίς εργασία, συνήθως δεν έχουμε κέρδος.
Όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει.
Ο άνθρωπος που παρακολουθεί αυτοπροσώπως τις εργασίες του, είναι πάντοτε ενημερωμένος και δεν απατά” α ι εύκολα από τους άλλους.
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
— Ειρωνικά, σε ανθρώπους οι οποίοι προτιμούν ασήμαντα και ευτελή πράγματα, αντί των σπουδαίοι και σημαντικών.
— Λέγεται και επί εκλογής ασήμαντης γυναίκας.
Κότα-πίτα το Γενάρη και κόκκορα τον Αλωνάρη.
Στο φαγητό, η κότα και η πίτα είναι πιο νόστιμα τον Ιανουάριο, ενώ ο κόκκορας τον Ιούλιο.
(Κάθε πράγμα στον καιρό του και τον Αύγουστο ο κολιός)
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
— Κάποια παγίδα μας έχουν στήσει.
— Κάτι δεν πάει καλά.
— Κάποια πονηριά μας έχουν κάνει.
Του ήρθε λουκούμι.
— Του ήρθε χρήσιμο.
— Του ήρθε όπως το χρειαζότανε.
Ο διψασμένος πίνει με σιωπή.
Εκείνος που έχει πραγματική ανάγκη δεν προκαλεί φασαρίες και θόρυβο, ίσως για να μην χάσει αυτο που του πρόσφεραν.
Πίτα που δεν τρως, μη σε μέλει κι αν καεί.
Δεν πρέπει να ανακατευόμαστε σε υποθέσεις που δεν μας ενδιαφέρουν.
Βρεγμένο το θέλει το παξιμάδι.
Δηλώνει την τεμπελιά.
Έχασε και τ’ αυγά και τα καλάθια.
Εχασε όλα τα υπάρχοντα του.
Τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα.
Τον καθένα περιποιούμαστε και εκτιμούμε ανάλογα με την αξία του και την κοινωνική του θέση.
Τρεις το αυγό κι ο κρόκος χώρια.
Λέγεται για τους φιλάργυρους, οι οποίοι στερούν ακόμη και το φαγητό στους ανΟρα>πους του περιβάλλοντος τους.
Φάγαμε ψωμί κι αλάτι.
— Ζήσαμε μαζί στο παρελθόν και περάσαμε πολλά και καλά.
— Έχουμε καλές αναμνήσεις από τη συνεργασία μας στο παρελθόν.
Έφαγε τη χυλόπιτα.
— Ερωτική απογοήτευση.
— Αποτυχία σε ερωτική πρόταση ή προξενιό.
Αυγά σου καθαρίζουνε;
Όταν γελάμε πολύ, χωρίς να υπάρχει φανερός λόγος.
Δεν φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.
Λέγεται για τους εξοικειωμένους σε δοκιμασίες και σε ταλαιπωρίες, για όσους αντέχουν στις δυσκολίες που παρουσιάζονται.
Ο χορτασμένος, τον νηστικό δεν τον πιστεύει.
Οι εύποροι άνθρωποι, συνήθως, δεν μπορούν να συμπονέσουν τους φτωχούς και να καταλάβουν πόσο δύσκολη και γεμάτη στερήσεις ζωή περνούν αυτοί.
Ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι.
Για να κάνεις μια επιχείρηση ή μια δουλεία ή ενα έργο, θα πρέπει να έχεις μερικά μέσα η χρήματα για ν’ αρχίσεις.
Οι πολλοί οι μάγειροι χαλούν τη σούπα.
— Όταν ανακατεύονται πολλοί άνθρωποι και ακούγονται πολλές γνώμες αργεί να βγει μια σωστή απόφαση.
— Τα πολλά αφεντικά σε μια επιχείρηση ή εργασία, οδηγούν τελικά στην αποτυχία.
(Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι, αργεί να ξημερώσει.)
Ο μήνας του μέλιτος.
Ο πρώτος μήνας του γάμου. Ονομάστηκε έτσι γιατί τον πρώτο μήνα του γάμου, όλα συνήθως πάνε καλά, όλα είναι σαν μέλι. -Σύμφωνα με την παράδοση, ο πατέρας της νύφης πρόσφερε επί ένα μήνα στον γαμπρό υδρόμελι, ένα αλκοολούχο ποτό με βάση το μέλι.
Πέσε πίτα να σε φάω.
Λέγεται για τους τεμπέληδες που τα θέλουν όλα έτοιμα, χωρίς να κοπιάσουν ή να ενδιαφερθούν για κάτι.
Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα.
— Είναι η άδικη και άνιση κατανομή στα αγαθά ή σε χρηματικά οφέλη.
— Άνθρωποι οι οποίοι έχουν πραγματική ανάγκη στερούνται τα απαραίτητα για να ζήσουν, ενώ άλλοι, κατώτεροι, που δεν έχουν απόλυτη ανάγκη, τα έχουν σε αφθονία.
Η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι.
Κάθε επάγγελμα θέλει τον κατάλληλο άνθρωπο, όπως κάθε φαγητό θέλει το κατάλληλο μαγείρεμα.
Τ’ αγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί.
— Το αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας.
— Το απόκτησε με λίγα σχετικά χρήματα.
Κούρεψε τ’ αυγό και πάρε το μαλλί του.
Λέγεται για την υπερβολική φτώχεια.
(Από το λίγο, το λιγότερο.)
Λουκούλλειο γεύμα.
Νόστιμο και άφθονο γεύμα.
Το γάλα άμα χυθεί, δε μαζεύεται.
Υπάρχουν σφάλματα που δε διορθώνονται.
Κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν.
Με φτωχά και ανεπαρκή μέσα, μην περιμένεις επιτυχίες και κέρδη από τις δουλειές σου ή τις επιχειρήσεις σου.
Να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου.
Να λείψουν οι γνωριμίες σου ή αυτοί που σε βοηθούν και τότε να δούμε τις ικανότητες σου.
Τον έκανε τ’ αλατιού.
— Τον κατατρόπωσε.
— Τον έδειρε.
— Τον μπαγλάρωσε*.
Κάτσε στ’ αυγά σου.
— Κάτσε φρόνιμα.
— Μην ανακατεύεσαι εκεί που δεν πρέπει.
(Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.)
Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
— Όταν βιαζόμαστε, οι δουλειές μας δε γίνονται όπως πρέπει.
— Η προχειρότητα δεν μας εξυπηρετεί σε τίποτα.
Η γλώσσα του στάζει μέλι.
Μιλάει ωραία και αυτά που λέει είναι ευχάριστα.
Σε ξένο κρασί, νερό μη βάζεις.
— Κοίταξε τη δουλειά σου.
— Να μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις.
Λόγια της καραβάνας.
— Λόγια αναξιόπιστα.
— Χαζομάρες.
— Λόγια ανάξια εμπιστοσύνης, χωρίς μπέσσα**.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
Λέγεται για τους ανθρώπους, οι οποίοι από κακό υπολογισμό δεν σκέπτονται σωστά. Εκτιμούν τα πράγματα λαθεμένα.
Αυγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δεν βρίσκεις μέσα.
Λέγεται για τους απατεώνες, κυρίως τους εμπόρους.
Όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα.
Όποιος έχει πολλά χρήματα, κάνει και μερικές σπατάλες.
(Όποιος έχει πολύ βούτυρο αλείφει και τον κώλο του.)
Η κουβέντα του δεν έχει αλάτι.
Γι’ αυτούς που μιλάνε ανούσια ή αυτά που λένε δεν έχουν ενδιαφέρον.
Μέλι-γάλα έγιναν.
— Λέγεται για εχθρούς που μονιάζουν.
— Τα ταιριάξανε.
Ο νηστικός όλο καρβέλια ονειρεύεται.
— Είναι αυτά που επιθυμούμε αλλά δεν τα έχουμε.
— Σκεπτόμαστε και επιθυμούμε αυτά που χρειαζόμαστε στην πραγματικότητα.
Όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε.
Με το κρασί φεύγουν οι στεναχώριες και συνήθως μας φαίνονται όλα ρόδινα και ωραία.
Το ζυμάρι, όσο ζυμώνεις τόσο φουσκώνει.
— Όσο πιο πολύ ενδιαφέρεσαι και κοπιάζεις για τις επιχειρήσεις σου, τόσο μεγαλύτερα κέρδη σου φέρνουν.
— Όσο εκπαιδεύεις έναν άνθρωπο τόσο ικανότερος γίνεται.
Τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι.
Σε κάθε περίπτωση απαιτούνται τα κατάλληλα μέσα.
Αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκινά.
Πρέπει να προετοιμάζουμε τις δουλειές που έχουμε σκοπό να κάνουμε.
(Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.)
Εννιά λογιών φαί, όλο κολοκύθι.
Το λέμε ειρωνικά, όταν το φαγητό που μας προσφέρουν σ’ ένα γεύμα είναι φτωχό.
Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι αυγά κόκκινα το Πάσχα.
— Κάθε πράγμα στην κατάλληλη εποχή.
— Κάθε ενέργεια μας, στην κατάλληλη υπόθεση.
(Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο.)
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες.
Εκείνο που έχει σημασία είναι το κέρδος που έχουμε από μια υπόθεση ή μια εργασία και όχι τα λόγια που λέμε.
Είναι παλληκάρι της φακής.
Λέγεται για τον θρασύδειλο, για κείνον που παινιέται για τις ικανότητες του και το θάρρος του, αλλά στην ουσία είναι ανίκανος και δειλός.
Αν κάνανε και οι μπαμπουροι μέλι, θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι.
— Δεν είναι όλοι ικανοί να κατορθώνουν τα δύσκολα πράγματα.
— Λέγεται και ειρωνικά όταν πεινάει και δυστυχεί ο πολύς κόσμος.
Με πορδές δεν βάφουνται αυγά.
Με ανεπαρκή μέσα και φροντίδες, τα αποτελέσματα που θα έχουμε θα είναι κι αυτά ανάλογα.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
— Στο τέλος είναι όλες οι δυσκολίες.
— Στο τέλος μιας υπόθεσης ή μιας εργασίας να περιμένουμε τις δυσκολίες.
Έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά.
Ανέλαβε μια δύσκολη υπόθεση και την έφερε σε πέρας.
Το μηλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει.
Η παροιμία λέγεται όταν τα παιδιά μοιάζουν πολύ τους γονείς τους.
Της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω.
Μας δίνουν τα άχρηστα πράγματα.
Ένα μήλο την ημέρα, κάνει το γιατρό σου πέρα.
Η παροιμία θέλει να δείξει πόσο υγιεινή τροφή είναι το μήλο.
Τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη.
— Λέει τα πράγματα όπως είναι.
— Λέει ποιος έχει δίκαιο.
Τα ‘κανε ρόιδο.
Χειρίστηκε αδέξια κάποιο ζήτημα και απέτυχε.
(Τα ‘κανε μάνταρα***.)
Αγάλα-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
— Με το πέρασμα του χρόνου αποδίδουν οι προσπάθειές μας.
— Σιγά-σιγά αποδίδουν οι επιχειρήσεις μας ή οι εργασίες μας ή ένας άνθρωπος.
Τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια.
— Λέγεται όταν κάτι καλό πέφτει σε άσχημα χέρια.
— Όταν οι ωραίες και περιζήτητες γυναίκες ξεπέφτουν σε ανάξιους γαμπρούς.
Μάζευε κι ας είν και ρόγες.
Η οικονομία και η αποταμίευση οδηγούν σε οικονομική ανεξαρτησία.
Κάθε καρυδιάς καρύδι.
— Σε πόλεις, χωριά, ομάδες ή παρέες, όπου συγκεντρώνονται κάθε λογής άνθρωποι.
— Άνθρωποι απ’ όλα τα μελέτια****.
Σκόρδο και νερό κάνει τον άνθρωπο γερό.
Πολλές φορές οι ολιγαρκείς στο φαγητό είναι και πιο υγιείς.
Την πικρή τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει.
Λέγεται γι’ αυτούς που είναι συνηθισμένοι και αντέχουν στις ταλαιπωρίες και ατυχίες.
Τα σύκα είναι μαλακά, μα χαλούν τα δόντια.
Είναι ευχάριστες ορισμένες απολαύσεις, μα στο τέλος μας βλάπτουν.
Κολοκύθια στο πάτερο.
— Πράγματα και λόγια ασήμαντα και ανόητα.
— Σαχλαμάρες.
Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.
Ο Ιούλίος μήνας με τη συγκομιδή του σταριού και τα νόστιμα πεπόνια.
Μετρημένα κουκιά.
— Τελειώνει μια κατάσταση.
— Τελειώνουν τα χρήματα.
Η προσταγή σου λάχανα κι ο ορισμός σου αγγούρια.
— Δε σε λογαριάζω καθόλου.
— Δε σε υπολογίζω.
— Για μένα είσαι ασήμαντος.
Αν θέλεις να γευτείς καλύτερα τη γλύκα του χουρμά, δώσε τον σ’ έναν φτωχό.
Η ελεημοσύνη μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα κι εμείς οι ίδιοι.
Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα.
— Καλύτερα φτωχός κι ευτυχισμένος, παρά πλούσιος και δυστυχισμένος.
— Κυρίως λέγεται για τα αντρόγυνα που προτιμούν τη φτώχεια, όταν υπάρχει όμονοία, παρά τον πλούτο, όταν συνοδεύεται από γκρίνιες.
Δε χαρίζουμε κάστανα.
Δεν αστειευόμαστε, προκειμένου να επιτύχουμε αυτό που θεωρούμε σωστό.
Τα βρωμισμένα λάχανα κακη σαλάτα κάνουν.
— Από σκάρτα υλικά, μην περιμένεις καλή κατασκευή.
— Από κακούς ανθρώπους μην περιμένει καλά λόγια ή έργα.
Τον πιάσανε στα πράσα.
Τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω.
Πάτησε την πεπονόφλουδα.
— Την έπαθε.
— Έπεσε στην παγίδα.
— Τον κορόιδεψαν.
Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.
—Όπου ακούς πολλές υποσχέσεις, μην περιμένεις πολλά πράγματα.
— Από κακούς ανθρώπους μην περιμένεις καλά λόγια ή έργα.
Ο ακαμάτης δεν τρώει τα αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει.
— Για να μην κοπιάσει ο τεμπέλης, θυσιάζει τις απολαύσεις του.
— Ο οκνηρός άνθρωπος αποφεύγει τους κόπους και τις ταλαιπο^ρίες ακόμα και όταν πρόκειται να έχει κέρδος.
Δυο καρπούζια σε μια. μασχάλη δεν χωράνε.
Δυο δουλειές μαζί δε γίνονται. Όταν ασχολούμαστε με πολλές υποθέσεις μαζί, δεν πετυχαίνουμε.
Το δέντρο από τον καρπό γνωρίζεται.
— Οι άνθρωποι κρίνονται από τα έργα τους.
— Από τα κέρδη τους αξιολογούνται οι επιχειρήσεις ή οι άλλες δουλειές.
* Μπαγλαρώνω, είναι τούρκικη λέξη, και σημαίνει ξυλοκοπώ.
** Μπέσσα, είναι αλβανική λέξη και σημαίνει πίστη.
*** Μάνταρα, η μα£άρα, είναι ο αποψιλωμένος άνθρωπος, ο γυμνός, ο φαλακρός.
**** Μελέτι, σημαίνει ράτσα. Π.χ. ελληνικές ράτσες είναι οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες, οι Νησιώτες κ.λ.π.