«Να με πάρετε αργότερα γιατί έχουμε μια δημοσιογράφο εδώ πέρα και μας παίρνει συνέντευξη, λέει η Μαρία, η μεγαλύτερη και γυρίζοντας σ’ εμένα συνεχίζει «εσύ ρώτα με, κι εγώ θα σ’ απαντώ…»!
Χρόνια ονειρευόμουν αυτή την κουβέντα, αλλά πώς να το ζητήσεις και τι να πεις στη Μαρία Παπά, την ευαίσθητη, τη συναισθηματική, που αγαπάει τα λουλούδια της και το βελονάκι με το οποίο φτιάχνει αριστουργήματα και στην Ελευθερία τη μικρότερη, την πιο τσαούσα, την πιο σκληρή και κατά δήλωσή της, σήμερα!
Μέχρι που σ’ ένα τηλεφώνημά μου προς τη Μαρία, να τη νοιαστώ όπως συμβαίνει με τόσους φίλους της στα Κοσκινού, το πρότεινε η ίδια!
Και να ‘μαι στο σπίτι που όλα είναι στις διαστάσεις που τους εξυπηρετούν, το σπίτι της Μαρίας δίπλα σ’ αυτό της Ελευθερίας, και τα δύο προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους αφού τουλάχιστον αυτά τα δυό, σ’ αυτή τη ζωή, κατάφεραν και τα έφεραν στα μέτρα τους.
Η ιστορία τους ξεκινά τον Φεβρουάριο του 1968, τότε που ο πατέρας τους ο Τζίμης Παπάς από τα Κοσκινού που είχε νανισμό, έκλεψε την εκλεκτή της καρδιάς του Στάσα και οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν με πηχυαίους τίτλους: «Ο νάνος έκλεψε τη Χιονάτη του»!
Η Μαρία, το πρώτο τους παιδί, γεννήθηκε με νανισμό, όπως και η Ελευθερία, επτά χρόνια αργότερα. Και η ζωή δεν ήταν εύκολη, αλλά και για ποιον είναι εύκολη η ζωή.
Απόγευμα Τετάρτης στην περιοχή «Πηγή» στα Κοσκινού όπου ζουν οι δυό αδελφές σε διαφορετικά σπίτια, έχοντας διαφορετικούς χαρακτήρες, αλλά τα ίδια ζητήματα, η κουβέντα κύλησε πιο εύκολα απ’ ό,τι περίμενα!
«Ο μπαμπάς ο Τζίμης, η μαμά η Στάσα, μου λέει πρώτη η Μαρία. Ο μπαμπάς ήταν νάνος, μοναχοπαίδι. Οι γονείς του όμως ήταν ψηλοί άνθρωποι. Τον πατέρα μας τον ήξερε η μισή Ρόδος, ήταν τσαγκάρης. Αργότερα δούλεψε στον δήμο της Ρόδου, στην καθαριότητα, στις τουαλέτες. Ο πατέρας μου είχε χωράφια, περιουσία, αλλά η μάνα μας η Στάσα ήταν σπάταλη. Όταν εκείνος πέθανε, τίποτα δεν έμεινε..»!
Ελευθερία: Οι γονείς του ήταν ψηλοί. Δεν ξέρουμε αν από γενιά σε γενιά πίσω, υπήρχε κάποιος νάνος. Κανένας δεν ξέρει, μπορεί και να μην υπήρχε.
Μαρία: Η γιαγιά μου το Μαριό, που ήταν ψηλή, έλεγε « όταν θα πάει η Μαρία μου στο σχολείο εγώ θα κάθομαι απέξω με τη σόππα (μεγάλο ξύλο). Όποιος την πειράξει, αλίμονό του…». Τεσσάρων χρονών ήμουν όταν πέθανε η γιαγιά μου. Ο πατέρας μου πέθανε στα 54 του χρόνια όταν ήμουν 10 χρονών. Τον θυμάμαι τον μπαμπάκα μου. Πέθανε από ανακοπή. Εγώ ήμουν επτά χρονών όταν γεννήθηκε και η Ελευθερία. Κι ήταν κι αυτή κοντή. Και βγήκε και λίγο τσαπερδόνα (γέλια).
Ελευθερία: E, τι να κάνουμε, μια ζωή την έχουμε. Λέγε εσύ τώρα, θα μιλήσω εγώ στην πορεία.
Μαρία: Παίζει και τυχερά παιχνίδια.
Ελευθερία: Για να περνά η ώρα μου, να έχω μια απασχόληση.
Τι παίζεις Ελευθερία μου;
Στοίχημα. Θα πάω τώρα μέσα ν’ ανοίξω να δω τις ομάδες που παίζουνε. Τι να κάνω; Μόνη μου κλείνομαι. Παίζω στοίχημα, για να περνά η ώρα μου. Ασχολούμαι 22 χρόνια μ’ αυτά. Είναι τα ταξίδια που δεν κάνω, τα τσιγάρα μου, που δεν καπνίζω, η βενζίνη μου που δεν οδηγώ.
Μαρία: Μα, πρέπει να σκεφτόμαστε και το αύριο. Και έχει και 15 γάτες που ταλαιπωρούν τη γειτονιά. Εγώ ασχολούμαι με το βελονάκι και πλέκω ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Κορίτσια, μένετε στο ίδιο σπίτι;
Όχιιιι (κι οι δυό μαζί)! Όχι, γιατί δεν ταιριάζουμε.
Μαρία: Στο μόνο που μοιάζουμε είναι το ύψος. Σε τίποτα άλλο. Με την… κοπελίτσα δεν τα βρίσκουμε. Είναι δίπλα τα σπίτια μας, αλλά και δίπλα να μην ήτανε, καλύτερα θα ήτανε. Η Ελευθερία γίνεται υπερβολική με την καθαριότητα. Ήμουν κι εγώ, αλλά οι πνεύμονές μου είναι στενοί, λόγω του σώματός μου, είναι και τα κιλά που πήρα τα τελευταία χρόνια και χρειάζομαι οξυγόνο. Το κράτος δεν βοηθάει, σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Όχι μόνον εμάς, όλους. Αν δεν βρισκόταν η κοινότητα Κοσκινού και ο Γιώργος Μαντάλης -ο Θεός να τον έχει καλά- να με βάλει στη δουλειά και την Ελευθερία ο Τσαμπίκος Αϊβάζης, πρόεδροι της κοινότητας και οι δυο…
Ελευθερία: Δεν μπορούμε να οδηγήσουμε ούτε μηχανάκι, ούτε αυτοκίνητο, δεν σπουδάσαμε ούτε γυμνάσιο πήγαμε ούτε λύκειο, αλλά το μυαλό είναι δυνατό. Η αναπηρία είναι στο μυαλό, εμείς δεν είμαστε ανάπηρες, δουλεύουν και τα πόδια και τα χέρια. Είναι μόνο η κατασκευή του σώματος.
Σας πείραζαν τα παιδιά όταν ήσασταν μικρές;
Μαρία: Έ, ναι με κοροϊδεύανε. Ο κόσμος περίεργος γύριζε να με δει, σου λέει τι είναι αυτό… Στο εξωτερικό βλέπω στο τάμπλετ οδηγούν αυτοκίνητα αυτόματα, εδώ τίποτα. Μου έλειπε να πάω ένα ταξίδι, να πάω να πιω έναν καφέ. Τώρα πια τελείωσε. Έχω ενάμιση χρόνο να φύγω από το στενό της γειτονιάς μου. Έχω ανθρώπους που με νοιάζονται, με βοηθάει ο Δημήτρης Μουστάκας, είναι σαν αδελφός! Αν δεν μ’ έπαιρνε στο γιατρό…
Ελευθερία: Την έπιασε ένα ψυχολογικό από τότε που σταμάτησε τη δουλειά στην κοινότητα… Και οι δύο πρόεδροι μας φέρθηκαν καλά και ο Μανωλάγκας και τώρα ο Τάσος Ψυλάκης.
Αν ξαναγεννιόσασταν πώς θα θέλατε να είναι τα πράγματα;
Μαρία: Θα ήθελα να μπορώ να εξυπηρετούμαι. Να ανέβω στη σκάλα, να ξεσκονίσω το σπίτι μου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν πρέπει να κάνουν παιδί για να μην ταλαιπωρείται. Της τα έλεγα της μάνας μου: «γιατί μάνα έφερες δεύτερο παιδί στον κόσμο; Έφερες που έφερες εμένα, γιατί να ταλαιπωρείται κι αυτό, μαζί μ’ εμένα; Δεν έπρεπε»!
Ελευθερία: Κι η μάνα μας απάντησε: «είναι από τον Θεό…»! To θυμάμαι αυτό. Μπορεί να νόμιζε ότι το δεύτερο παιδί θα ήταν διαφορετικό, δεν ξέρω. Ούτε όνειρα δεν κάναμε. Αυτό που με στενοχωρούσε ήταν που μας κορόιδευαν. Τα παιδιά περισσότερο. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα ν’ αλλάξω αυτό που είμαι. Άλλοι αποφάσισαν κι έγιναν αυτά… Πάντα, όσο ζούσε η μάνα μου την κατέκρινα και την κατηγορούσα γιατί να με φέρει σ’ αυτή την κατάσταση, σ’ αυτή τη ζωή, να βασανίζομαι γιατί δεν είναι εύκολα τα πράγματα.
Μαρία: Κι εγώ πολύ, πάρα πολύ. Είναι ότι δεν μπορείς να εξυπηρετηθείς μόνος σου.
Ελευθερία: Όταν ήμουνα μικρή δεν είχα μία κούκλα Μπάρμπι, να παίξω. Μεγαλώσαμε με ελάχιστα πράγματα. Στα χρόνια της εφηβείας μου, δεν ντρέπομαι να το πω, είχαν αγόρι τα άλλα κορίτσια και εγώ δεν μπορούσα να βρω. Μετά από κάποια χρόνια άλλαξαν τα πράγματα. Είμαι σκληρή, μ’ έκανε η ζωή. Οι καταστάσεις.
Μαρία: Εγώ πάλι είμαι ευαίσθητη, στεναχωριέμαι με το παραμικρό και για τους άλλους και για εμένα.
Ελευθερία: Εγώ έχω μάθει να αγωνίζομαι. Ανήκω στη ΔΕΡΜΑΕ, στην καθαριότητα, αφού δεν μπόρεσα να σπουδάσω.
Πάμε έξω να βγάλουμε φωτογραφίες, πρότεινα. Κι έτσι έγινε! Δίπλα στους μύλους τους παιδικούς, στις γλάστρες που φροντίζει η Μαρία και γκρινιάζει ότι τις ταλαιπωρούν οι γάτες της Ελευθερίας. Πέρναγαν οι άνθρωποι και μας χαίρονταν! Χαίρονταν που έβλεπαν το «άνοιγμα» των δύο κοριτσιών, αυτή την απόφασή τους να βγουν και να μιλήσουν!
Πηγή: rodiaki.gr