Ο πρωτότυπος τίτλος του είναι Cien anos de Soledad. Που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει “Εκατό χρόνια μοναξιάς”. Τί να πρωτογράψει κανείς για το σπουδαίο μυθιστόρημα του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Κολομβιανού συγγραφέα, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, ο οποίος γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1927.
γράφει η Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του “μαγικού ρεαλισμού” και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας των εκπληκτικών κλασικών έργων “Εκατό Χρόνια Μοναξιά” και “Ο Έρωτας στα χρόνια της Χολέρας”.
Κομμουνιστής και φίλος του Φιντέλ Κάστρο, στήριξε αριστερά καθεστώτα – που ήταν ενάντια στην Αμερική- και γι’αυτό το λόγο του απαγορεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα η είσοδός του στις ΗΠΑ.
Το 1982 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας “για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε ένα πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου.”
Το βιβλίο “Εκατό Χρόνια Μοναξιάς” είναι ένα από τα ωραιότερα βιβλία που έχω διαβάσει και αποτελεί για εμένα κάτι σαν “ψηφιδωτό μοναξιάς”. Δεν αναφέρεται στη μοναξιά σε προσωπικό επίπεδο, αλλά σφαιρικά , με έναν πραγματικά ιδιαίτερο τρόπο που ίσως μόνο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκες θα μπορούσε να γράψει…
O Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές έχοντας το βιβλίο, “Εκατό χρόνια μοναξιάς” στο κεφάλι…
Ο τρόπος που περιγράφει τη κοινωνία της Λατινικής Αμερικής μέσα από τη φτώχεια, την αγάπη και τη μιζέρια είναι απλά εκπληκτικός.
Η εναλλαγή εικόνων μεταξύ της πραγματικότητας και του ρεαλισμού είναι ευρηματική.
“Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία, θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά, που κυλούσαν σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να δείξεις με το δάχτυλο.
Κάθε χρόνο, το Μάρτη, μια οικογένεια κουρελιάρηδων τσιγγάνων, έστηνε τη σκηνή της κοντά στο χωριό και με μεγάλη φασαρία, με σφυρίχτρες και νταούλια, επιδεικνύει τις καινούριες εφευρέσεις…”
Είναι ένα απόσπασμα από την πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος, του αριστουργηματικού έργου που καθιέρωσε τον όρο “μαγικός ρεαλισμός”.
Οι ήρωες της ιδιαίτερης αυτής ιστορίας επτά γενεών της οικογένειας Μπουενδία, η οποία βαρύνεται από μια μακρινή προφητεία. Είναι καταδικασμένη σε εκατό χρόνια μοναξιάς εξαιτίας της αιμομιξίας που έγινε ανάμεσα σε δύο μέλη της.
Ο αφηγητής περιγράφει δίαφορες παράξενες και φανταστικές ιστορίες από τη ζωή του καθενός.
Εδώ, παρατηρεί κανείς, αρκετά στοιχεία τόσο του παραλόγου όσο και του παραμυθιού.
Το “Εκατό Χρόνια Μοναξιά” αποτελεί θεματικά μια ενότητα μαζί με τρία άλλα μυθιστορήματα του συγγραφέα- που είχε γράψει στο παρελθόν- και με δύο από τις συλλογές διηγημάτων. Σε αυτό το βιβλίο, συνεχίζονται και ολόκληρωνονται οι προηγούμενες ιστορίες.
Εδώ ολοκληρώνεται το δράμα του Συνταγματάρχη που δεν έχει κανέναν να του γράψει. Τον συναντούμε σε νεαρή ηλικία, να παραδίδει την περιουσία του επαναστατικού στρατού, παίρνοντας την απόδειξη από το χέρι του ίδιου του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Γνωρίζουμε πώς τελειώνει η ιστορία από τα Ανεμοσκορπίσματα. Επίσης, βλέπουμε τους ήρωες της Κακιάς Ώρας ζουν και πάλι στο πρόσωπο του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία. Η Αθώα Ερέντιρα μαζί με την άσπλαχνοι γιαγιά της, κάνουν ένα πέρασμα από εδώ…Μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε τη μοναξιά της εξουσίας, του μίσους, του πολέμου και πως οι λαοί που καταδικάστηκαν “σε εκατό χρόνια μοναξιάς, δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη”.
Ο ίδιος ο συγγραφέας στο λόγο που έβγαλε στην απονομή του βραβείου Νόμπελ, μίλησε για τη μοναξιά της Λατινικής Αμερικής και ζήτησε από τ` ανεπτυγμένα κράτη να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία σ`εκείνους τους λαούς, ιδιαίτερα σήμερα που αγωνίζονται για την πολιτική τους αυτονομία.
Ένα βιβλίο που αξίζει όλοι να διαβάσουν…
Αποφθέγματα
Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους.
Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.
Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά.
Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα.
Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή, και γι` αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη ( σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία.
Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.
Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί.
Ο άλλος πόλεμος , ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών.
Ο κόσμος θα` χει γαμηθεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.
Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να τη βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη. Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι, είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.
Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σ` εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει ν` αγαπήσει το χειρότερο εχθρό του.